Μια τηλεόραση που τρέφεται χρόνια από τις σάρκες της, ήταν επόµενο φτάνοντας στο κόκαλο να αντικρύσει µε πανικό το τέλος
Μια µορφή θεάµατος έγινε η ανταλλαγή «µπουγαδόνερων» µεταξύ επαγγελµατιών της τηλεόρασης, σε µια τηλεόραση αφύσικα διογκωµένη τόσο, που εδώ και χρόνια τρέφεται από τις σάρκες της. Να που έφτασε στο κόκαλο! Σε µια νέα σύγκρουση, που ωστόσο δεν πρόκειται απλώς για κυνήγι νούµερων τηλεθέασης. Μοιάζει να συγκρούεται η εγχώρια τηλεόραση µε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η αρχή του τέλους.

Αυτό ακριβώς είναι η σύγκρουση Μενεγάκη – Μαλέλη, όπου η µεν πρώτη έστειλε στον διευθυντή ειδήσεων του Star εξώδικο γιατί το δελτίο έστειλε κάµερα να καταγράψει προσωπική της στιγµή και, το σπουδαιότερο, στιγµή που µοιραζόταν µε τα παιδιά της, τα οποία και υποχρεώθηκαν να διακόψουν τη διασκέδασή τους για να αποφύγουν το κυνήγι της ρεπόρτερ. Ο δε Σταµάτης Μαλέλης απάντησε πάραυτα από το δελτίο του Star µε σποτάκι που ξεχείλιζε από ειρωνεία κοφτερή σαν φρεσκοακονισµένη λάµα κουρέα για την ίδια τη Μενεγάκη.

Το θέµα είναι ότι οι δυο τους αποτελούν πυλώνες της ίδιας ακριβώς τηλεόρασης, βρίσκονται από την ίδια τηλεοπτική όχθη, υπηρετούν το ίδιο ακριβώς είδος τηλεόρασης, τις ίδιες τηλεοπτικές αξίες, τον σουσουδισµό, την εξωφρενική διόγκωση του τίποτε, το κιτς, τον ερεθισµό των ενστίκτων, την «κατασκευή». Γι’ αυτό το τελευταίο ειδικώς, ειρωνεύεται ο Σταµάτης Μαλέλης τη Μενεγάκη προβάλλοντας από το δελτίο του Star ένα σποτάκι που παραφράζει το διαφηµιστικό τρέιλερ το οποίο προβάλλει ο Αlpha για τη Μενεγάκη, όπου η καριέρα της αποδίδεται µε εντυπωσιακά νούµερα, όπως 11.000

τόσες ώρες ζωντανά στην τηλεόραση, 5.000 τόσες εκποµπές κ.λπ., κ.λπ.

Και η απάντηση Μαλέλη στο ίδιο ύφος για τη Μενεγάκη: 1.710 «µαργαριτάρια», 510 εισιτήρια Ραφήνα – Ανδρος, 5. 170 «στηµένες» εκποµπές.

Σε µια τηλεόραση που η «κουλτούρα της κατινιάς» έχει διαποτίσει ακόµη και τις λυχνίες των στούντιο, µια τέτοιου είδους σύγκρουση όχι µόνο δεν αποτελεί περίεργο φαινόµενο, αλλά ήταν και αναµενόµενη.

Ωστόσο, εδώ υπάρχει κάτι πολύ περισσότερο. Αιφνίδια ένταση. Που σηµαίνει πλήρη έλλειψη ψυχραιµίας σε µια τηλεόραση που έχει χάσει τον µπούσουλα και δεν ξέρει πλέον σε ποιο κοινό απευθύνεται.

Οι συγκρούσεις είναι βίαιες όσο και οι µέθοδοι που χρησιµοποιούνται. Το κυνήγι της Μενεγάκη, που ώς χθες ήταν µια πάγια συνήθεια της κουτσοµπολικής κάµερας , αρχίζει να µοιάζει µε υστερική µανιοκαταδίωξη. Και εκείνη, που ώς χθες ανταποκρινόταν µε περισσή ευχαρίστηση για την προβολή, την οποία εξασφάλιζε, ποζάροντας ενίοτε για καλύτερη λήψη, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι το «παιχνίδι» που έπαιξε σκληραίνει και από κυρίαρχος, πλέον θυµατοποιείται, και όχι µόνο η ίδια. Στη µέση βρίσκονται δυο παιδιά, των οποίων την ύπαρξη, όπως κι αν την έχει αξιοποιήσει τηλεοπτικώς η µητέρα τους, προστατεύουν οι νόµοι και οφείλει να µη διακόπτει κανείς το παιχνίδι τους, όπως και να µην τα τροµάζει καµιά κάµερα.

Πάντως, όλο αυτό δεν παύει να αποτελεί έναν εντυπωσιακό και απρόσµενο σπασµό της τηλεόρασης της κανιβαλικής αφασίας, που επιβεβαιώνει ότι έχει χαθεί κάθε µέτρο και όριο, ακριβώς όπως συµβαίνει όταν έναν οργανισµό τον καταλάβει ο πανικός του τέλους που πλησιάζει.

Και η διαρκής ενασχόληση µε την Ελένη Μενεγάκη δεν αποτελεί παρά απόδειξη ότι τελειώνει ως τηλεοπτικό φαινόµενο. Εχει µπει κάτω από το κουτσοµπολικό µικροσκόπιο και περιµένουν όλοι να καταγράψουν τη φθορά, µε εκείνη τη φαντασµαγορική υποκρισία της υποτιθέµενης υποστήριξης προς το πρόσωπό της. Η πτώση µιας αλλοτινής δόξας είναι εξίσου θεαµατική και «γαστριµαργική» µε την άνοδο. Εξ ου και όλοι οι εκπρόσωποι του βαµπιρικού πανελισµού σπεύδουν να συµµετέχουν στο πανηγύρι του αποτελειώµατος.

Αλλά αν τελειώνει η εποχή Μενεγάκη, για τους ίδιους ακριβώς λόγους τελειώνει και η κανιβαλική, λάιφ στάιλ ενηµέρωση. Λόγω πλήξης και αποστροφής του φιλοθεάµονος για τον διαρκή ευτελισµό της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Βαρβαρότητα


Ρεπορτάζ για το αν θα έχει τη δουλειά του παρουσιαστής δελτίου του ΑΝΤ1 διαφήµιζε το «Μπλα-µπλα» στο Αlter και για να του δώσει ακόµη πιο δραµατικούς τόνους αναρωτιόταν στο τέλος «το γνωρίζει ο τάδε ότι δεν θά ‘χει δουλειά ή του το φυλάνε για έκπληξη όταν θα γυρίσει από τις διακοπές του;». Δεν αξίζει άραγε σε όλους τους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι, ο στοιχειώδης σεβασµός, να µην πληροφορηθούν µε τη βαναυσότητα ενός τηλεοπτικού ξεκατινιάσµατος ότι απολύονται; Κι ας επιλέξει µετά µόνος του αν θα δηµοσιοποιήσει και πώς το γεγονός.

Αλλά ακόµη κι αν είναι ενήµερος ο ενδιαφερόµενος, ο τρόπος που διαφηµίζεται το εν λόγω ρεπορτάζ εκµεταλλεύεται τον τρόµο µιας κατηγορίας κόσµου για την ανεργία, αλλά και για τη βαρβαρότητα µε την οποία µπορεί να βρεθεί σε αυτή.