Η παρουσία των ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων στον ευρωπαϊκό κόσμο του 19ου και του 20ού αιώνα, η σχέση της οικογένειας με την επιχείρηση και την επιχειρηματικότητα, η παραγωγικότητα, τα πλεονεκτήματα αλλά και τα όρια των οικονομικών δραστηριοτήτων αυτού του τύπου αναδύονται μέσα από μια μελέτη που συνδέει αριστοτεχνικά το ιδιωτικό με το δημόσιο.


Περίπου τριάντα χρόνια χωρίζουν τις δύο φωτογραφίες, η μία έχει τραβηχτεί στη Μυτιλήνη γύρω στα 1880 και η άλλη στο Ταϊγάνιο της Αζοφικής το 1910. Ο φωτογραφικός φακός αιχμαλωτίζει την πρώτη και τη δεύτερη γενιά των αδελφών Σιφναίων, μιας ισχυρής οικογένειας εμπόρων, επιχειρηματιών και κτηματιών της Μυτιλήνης που με αφετηρία το νησί τους άπλωσαν την εμπορική και επιχειρηματική τους δραστηριότητα στη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα. Πολλά θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος για τις δύο φωτογραφίες. Η παρουσία των αδελφών, χωρίς τα μέλη των οικογενειών τους, το «στήσιμο» μπροστά στον φακό, το ύφος, το ντεκόρ, τα ρούχα, τα μαλλιά, τα μουστάκια, τα χέρια, όλα τα επιμέρους συστατικά της συνολικής εικόνας που αποπνέουν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης.

Οι φωτογραφίες άλλωστε «φωτογραφίζουν» με ενάργεια όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά μια εποχή και ένα αστικό κοινωνικό στρώμα που διαμορφώνεται στην ελληνική- υπό οθωμανική κυριαρχίαεπαρχία και αναζητά τους τρόπους δυναμικής εισόδου του στο ρευστό περιβάλλον που επικρατεί στις δυτικές ακτές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εδώ όμως θα ήθελα να σταθώ σε κάτι άλλο εύγλωττο, μα σιωπηλό: στο βλέμμα των ανθρώπων. Στην παλαιότερη φωτογραφία η πρώτη γενιά των αδελφών Σιφναίων κοιτούν όλοι αγέρωχα και στιβαρά τον φακό απευθείας, κατάματα. Στη μεταγενέστερη, η δύναμη και η σοβαρότητα της οικογένειας που συμπαρατάσσεται στο φωτογραφικό κάδρο αναδύεται και πάλι, κάθε μέλος όμως της δεύτερης γενιάς της οικογένειας κοιτάει αλλού. Δεν γνωρίζουμε τις συνθήκες φωτογράφησης. Ούτε μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να πρόκειται για σκηνοθεσία του φωτογράφου ή για σκέρτσο των μελών της οικογένειας. Η διαφοροποίηση όμως αυτή εικονογραφεί, έστω και παραπλανητικά, μια πραγματικότητα: η εξασφάλιση της ευημερίας για την πρώτη γενιά μιας οικογενειακής επιχείρησης προϋπέθετε προσήλωση σε ένα κοινό όνειρο· στη δεύτερη γενιά ο στόχος αυτός μπορούσε να εμπλουτιστεί με αποκλίνουσες στοχεύσεις των μελών της, που οδηγούσε πλέον σταδιακά τούς τρίτης γενιάς απογόνους σε διαφορετικά προσωπικά δρομολόγια.

Η συγγραφέας στην άρτια και με ευαισθησία εικονογραφημένη μελέτη της που εξέδωσε το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών αξιοποίησε το πλούσιο οικογενειακό αρχείο της οικογένειας Σιφναίου, της οποίας και η ίδια είναι γόνος. Η συγγραφική εμπλοκή κάποιου με την ιστορία της δικής του οικογένειας, νομίζω αποτελεί μια άσκηση ισορροπίας, καθώς προϋποθέτει τα προσωπικά βιώματα να χωνευτούν σε μια αφήγηση ελκυστική για τον αναγνώστη. Ακόμη περισσότερο όμως, όταν ο συγγραφέας είναι ιστορικός ακροβατεί στην κόψη του ξυραφιού, διότι οφείλει να διαχειριστεί την οικογενειακή μυθολογία και να υποτάξει τα αισθήματά του στους κανόνες της τέχνης του. Η Ευρυδίκη Σιφναίου πέτυχε νομίζω στο βιβλίο της την αναγκαία αποστασιοποίηση, από την άλλη όμως αξιοποίησε τη βαθιά γνώση που της παρέχει η οικογενειακή μνήμη, η βιωματική γνώση των προσώπων, των λεπτομερειών του βίου τους, των λεπτών αποχρώσεων και των αρωμάτων του περιβάλλοντος που έζησαν, χαρίζοντάς μας ένα βιβλίο ανοικτό σε πολλαπλές αναγνώσεις.

Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος είναι ιστορικός στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών