Η «Ταπείνωση», το τριακοστό βιβλίο του εβδομηνταεπτάχρονου Φιλίπ Ροθ και έβδομο μέσα σε μια δεκαετία, αναδεικνύει έναν συγγραφέα που αγωνιά να ολοκληρώσει τη δική του «Ανθρώπινη κωμωδία» στην απέναντι πλευρά της ευρωπαϊκής ηπείρου, τη Rothland
Τα τελευταία σύντομα μυθιστορήματα του Φιλίπ Ροθ διακατέχονται από τη θεματολογία της ανθρώπινης φθοράς, τόσο σε σωματικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο, χωρίς να δίνουν στους ήρωες ελπίδες ανάκαμψης. Από τον Καθένα και το Φάντασμα φεύγει μέχρι την Αγανάκτηση, την Ταπείνωση καιπιθανώς- το επερχόμενο Νemesis, ο συγγραφέας μέσα από τους αρσενικούς του ήρωες απογυμνώνεται, αποδιαρθρώνεται, κλείνει διαρκώς λογαριασμούς με τη ζωή και την τέχνη του, αδιαφορώντας ακόμη και για το λογοτεχνικό κόστος της πρότερης διατίμησής του.

Στην Ταπείνωση, που αρχίζει με τη φράση «Είχε χάσει τη δύναμη να σαγηνεύει», ο εξηνταπεντάχρονος ηθοποιός κλασικού ρεπερτορίου Σάιμον Αξλερ καταρρέει, καλλιτεχνικά και ψυχολογικά. Πιστεύει ότι δεν μπορεί πια να υποδυθεί κανέναν από τους μεγάλους ρόλους που τον ανέδειξαν, φοβάται να αναμετρηθεί μαζί τους. Ο τρόμος της αδυναμίας να αρθρώσει τον θεατρικό λόγο γίνεται φόβος απέναντι στην υπόστασή του που μοιάζει να ρευστοποιείται. Η λύση της αυτοκτονίας τον ερεθίζει, αλλά και τον τρομοκρατεί. «Οταν παίζεις τον ρόλο ενός ανθρώπου που καταρρέει, απαιτείται οργάνωση και τάξη· όταν παρατηρείς τον εαυτό σου να καταρρέει, όταν παίζεις τον ρόλο της ίδιας σου της διάλυσης, είναι κάτι διαφορετικό».

Είχε υποδυθεί πολλούς αυτοκτονικούς χαρακτήρες επί σκηνής, αλλά τώρα, με το τουφέκι στη σοφίτα, «έμοιαζε με έναν άντρα που ήθελε να ζήσει και υποδυόταν έναν άντρα που ήθελε να πεθάνει». Η σοφίτα βρίσκεται στην αγροικία του, όπου έχει καταφύγει, κατάμονος, αφού η γυναίκα του η ξαναπαντρεμένη Βικτώρια, πρώην χορεύτρια, τον εγκατέλειψε και έτρεξε μήπως και σώσει τον ναρκομανή γιο της. Ο Σάιμον Αξλερ στο μεταξύ είχε νοσηλευτεί για είκοσι έξι μήνες σε ψυχιατρική κλινική και η επανένταξή του στον «λογικό» κόσμο μάλλον δεν του προσέφερε καμία καινούργια εκδοχή, αφού και μέχρι την κατάρρευσή του είχε μάθει να διερμηνεύει την κοινωνία και τις σχέσεις του σαν ένα διαρκές θεατρικό έργο σε μια ανοιχτή σκηνή. Να γιατί κινδυνεύει πια να μείνει χωρίς ρόλο, χωρίς υπόσταση.

Η εμφάνιση της Πεγκιήν θα έλεγες ότι προέρχεται από εκείνη τη σκηνή. Την είχε γνωρίσει δεκάχρονη, κόρη φίλων ηθοποιών που δεν αναδείχθηκαν καλλιτεχνικά όπως αυτός. Την ξαναβρίσκει καθηγήτρια σε μικρό προοδευτικό πανεπιστήμιο, μια σαραντάχρονη λεσβία σε κρίσιμη καμπή, αφού η μακροχρόνια σχέση της διαλύθηκε μετά την απόφαση της φίλης της να προχωρήσει σε αλλαγή φύλου και να γίνει άντρας με μουστάκι. Η Πεγκιήν είναι ένας πολύπλοκος ρόλος/χαρακτήρας· ακόμη και το όνομά της προέρχεται από θεατρικό έργο του ρεπερτορίου του Αξλερ. Στο πρόσωπο του Σάιμον βρίσκει τον κατάλληλο άντρα να πειραματιστεί ερωτικά και συντροφικά. Κρατάνε κρυφή τη σχέση τους από τους γονείς της, μια σχέση που άλλοτε είναι προστατευτική πατέρα- κόρης (θυμίζοντας την Ατίμωση του Κουτσί), άλλοτε του εραστή που μεταμορφώνει το υποκείμενο του πόθου του με ρούχα, κομμώσεις (βλέπε το «Vertigo» του Χίτσκοκ) και, τέλος, μια σαδομαζοχιστική σχέση ενός ζευγαρι ού που βρίσκει την ευκαιρία να πειραματιστεί ερωτικά.

Στην κορύφωση του ερωτικού παροξυσμού ίσως ξαφνιαστούν οι αναγνώστες των παλαιότερων μυθιστορημάτων του Ροθ, αλλά ας αναλογιστούν ότι ακόμη και ο νεαρός Πόρτνοϊ μεγαλώνει και η πάθηση μεταλλάσσεται. Οι συνευρέσεις του ζεύγους κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν πορνό, κάτι που αναλογίζεται και ο Σάιμον, στο βάθος των ερωτικών ακροτήτων όμως κρύβεται η αντίσταση στο γέρμα της ζωής και στο γέρασμα του χρόνου, η απαγορευμένη φαντασίωση που γονιμοποιεί νέες ταυτότητες και ρόλους. Οι εραστές αποδέχονται τη μεταμόρφωση, την εναλλαγή, την ταύτιση. Οταν όμως ο Σάιμον ονειρεύεται μια σοβαρότερη εκδοχή στη συνέχιση του δεσμού τους με ένα παιδί, καταφεύγοντας και σε εξετάσεις γονιμότητας, τότε ανατρέπεται το σκηνικό.

Προφανώς ο Σάιμον, ύστερα από τόσες ταπεινώσεις σε ηθικό και επαγγελματικό επίπεδο, πίστευε ότι μια ιδιαίτερης μορφής οικογένεια θα του έδινε δύναμη και έμπνευση. Ωστόσο η Πεγκιήν, που ήδη πολιορκείται ερωτικά από μια μονομανή κοσμήτορα, αποφασίζει να δώσει βάρος στη σχέση με μια άλλη γυναίκα, μια παντρεμένη που γνώρισαν με τον Σάιμον, μεθυσμένη σε ένα μπαρ. Εκείνο το τρίο δεν άντεξε τον συνδυασμό του· οι εμμονές του Σάιμον για το παιδί αναστέλλουν και τις προσδοκίες της Πεγκιήν για επιστροφή σε μοντέλα ετεροφυλόφιλης διαβίωσης. «Τελειώσαμε», δηλώνει σαν χαριστική βολή στον ηθοποιό, που συνειδητοποιεί ότι δεν θα του δοθεί άλλη ευκαιρία και κακώς είχε επενδύσει σε μια τόσο απρόβλεπτη γυναίκα. Η ταπείνωσή του επιδεινώνεται καθώς τηλεφωνεί στους γονείς της και τους κατηγορεί ότι την απέτρεψαν να ζήσει κοντά του. Δεν του απομένει, παρά να υποδυθεί ή να προσπαθήσει να μπει στον ρόλο του Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς Τρέπλιεφ από τον «Γλάρο» του Τσέχωφ, ένα ρόλο που τον είχε παίξει και νεαρότερος αλλά χωρίς αληθινό όπλο, όπως αυτό που γεμίζει τώρα. Το σημείωμα που αφήνει στη σοφίτα είναι η τελευταία αράδα του «Γλάρου».

Με μια τέτοια αράδα όφειλε να τελειώσει και το έργο του Φιλίπ Ροθ, σε τρία μέρη, τρεις πράξεις.