Eνα παλικάρι χτυπήθηκε από ηλεκτροπληξία σε ένα γιαπί κοντά στο νεκροταφείο της Νίκαιας. Έμπειρος σιδεράς, από τους τελευταίους Έλληνες στη δουλειά, του ζήτησε Μεγάλη Πέμπτη ο κατασκευαστής να δουλέψει παραπάνω στην οικοδομή. Αργά το απόγευμα κουβαλούσε κάτι σιδερόβεργες και σκάλωσε η μία στα σύρματα. Ολα του τα όργανα κάηκαν. Πέθανε δύο μέρες αργότερα. Ο φίλος του που θα ΄φευγαν μαζί στο χωριό έμεινε άυπνος τέσσερις νύχτες και στο τέλος κόλλησε κάτι χαρτόνια σε ένα σκουπόξυλο και πήγε και στήθηκε με το πλακάτ του απέναντι από το σπίτι του κατασκευαστή. Για να εκφράσει τον θυμό του, το μίσος του, την απόγνωσή του, την αγάπη για τον φίλο του. Για να διαμαρτυρηθεί για τα εργατικά ατυχήματα. Για τις αδικοχαμένες ψυχές. Αλλά το πλακάτ ήταν άδειο. Δεν ήξερε τι να πρωτογράψει. Κάποια πράγματα είναι πολύ δύσκολο να τα βγάλεις από μέσα σου. Το πλακάτ έλειωσε στη βροχή, κι αυτός σκεφτόταν «είμαι γε μάτος με ένα απίστευτο κενό». Δεκαέξι τέτοιες ιστορίες που συνιστούν μια ελεγεία στην εργατική τάξη συγκέντρωσε ο 40χρονος Χρήστος Οικονόμου, στη δεύτερη συλλογή του με τίτλο Κάτι θα γίνει,θα δεις (Πόλις). Ένα βιβλίο που βγάζει επιτέλους τον Ελληνα αναγνώστη από το κορεσμένο μικροαστικό ή λαϊφσταϊλίστικο ντεκόρ και τον ρίχνει στα βαθιά των εργατικών συνοικιών. Στην Κοκκινιά, στο Πέραμα, στη Νίκαια, στα προσφυγικά, στον Κορυδαλλό, ανάμεσα στους τσακισμένους και κουρασμένους μεροκαματιάρηδες που δουλεύουν, κάνουν οικονομίες, κάνουν όνειρα, όμως τα όνειρά τους «λειώνουν σαν παγάκια». Δεν υπάρχει τίποτα το εξωτικό εκεί· κι ο Οικονόμου, που μεγάλωσε στη Νίκαια, ούτε στέκει νοσταλγικά ούτε συνδικαλίζεται ούτε ηρωοποιεί αυτόν τον αντι-ηρωικό κόσμο, αλλά τον ανασύρει στην επιφάνεια για να αφουγκραστεί την καρδιά του. Και υποκλίνεται στη λαχτάρα αυτών των ανθρώπων για όλα εκείνα που δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν: όχι τα χρήματα και την εξουσία που έμαθε να κυνηγά ο Ελληνας της Μεταπολίτευσης, αλλά μια ζωή χωρίς τον φόβο της ανεργίας, χωρίς το σαράκι της ανασφάλειας, χωρίς την αίσθηση της ντροπής και της ματαίωσης, χωρίς την αποσιώπηση των σκέψεων και των αισθημάτων. Εδώ δεν υπάρχει καν το όραμα μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, μας λέει ο συγγραφέας. Οι συλλογικότητες είναι αφυδατωμένες και συμβιβασμένες, οι άνθρωποι αυτοί εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης, δεν βρίσκουν νόημα σε τίποτα, δεν βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις, δεν έχουν άλλες δυνάμεις να σπαταλήσουν. Οχι επειδή ζουν στο χάος (ο Οικονόμου δεν μας αφήνει να βολευτούμε σε απλουστεύσεις), αλλά επειδή έχουν να αντιμετωπίσουν έναν κόσμο με νόμους και κανόνες που ποτέ δεν θα μάθουν. Γι΄ αυτό τρομάζουν. Επειδή βλέπουν ότι πριν απ΄ το βιος τους, χάνουν τη δυνατότητά τους να ονειρεύονται. Και κινδυνεύουν να χάσουν τον ίδιο τους τον εαυτό.

Oλα τα θέματα της επικαιρότητας και όλα τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας βρίσκονται εν τέλει εδώ: από την απειλή της φτώχειας, την εκμετάλλευση, την εισβολή της βίας στην καθημερινή ζωή, τον κοινωνικό ρατσισμό, την ασφυξία της νεολαίας ώς την υπαρξιακή μοναξιά, τα συναισθηματικά αδιέξοδα, τις ενοχλητικές αναμνήσεις, την προδοσία, τον θάνατο. Ολα όμως ιδωμένα από την σκοπιά μιας ευρύτατης κοινωνικής κατηγορίας- ενός προλεταριάτου- που έχει πολλά χρόνια να πρωταγωνιστήσει στην ελληνική λογοτεχνία. Και νάτο που επιστρέφει με τα καινούργια του χαρακτηριστικά, για να φωτίσει δύσκολες αλήθειες γενικότερες. Διότι σε ένα δεύτερο επίπεδο, το Κάτι θα γίνει, θα δεις μας μιλάει για την τέταρτη διάσταση της κρίσης: για την επίδραση της αβεβαιότητας, της ρευστότητας και της απόγνωσης, στις νοοτροπίες των ανθρώπων· για τη δειλία, τον κανιβαλισμό, την αναλγησία που φουντώνουν.

«Αμα κάνουμε οι φτωχοί στους φτωχούς τέτοια πράγματα, τότε οι πλούσιοι τι πρέπει να μας κάνουν;», αναρωτιέται μια κοπέλα που την παράτησε ο αγαπημένος της παίρνοντας και το κομπόδεμά τους- 800 ευρώ όλα κι όλα. «Αυτά που μας δένουνε πια είναι αυτά που φοβούμαστε και μισούμε», διαπιστώνει ένας άλλος που έχει ξημερωθεί έξω από την είσοδο του ΙΚΑ. «Κομμάτι- κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου», ψιθυρίζει η νέα γυναίκα που ετοιμάζεται να αναζητήσει δουλειά σε ελληνική επιχείρηση στη Βουλγαρία, όταν η μονοκατοικία που νοικιάζει στην Ελευσίνα δίνεται αντιπαροχή. Και ο υπάλληλος της βιοτεχνίας που έμαθε ισπανικά μονάχος για να ζήσει κάποτε εκεί, σκέφτεται: «Αμα δε λες αυτό που νιώθεις, μπορεί κάποια στιγμή να πάψεις να το νιώθεις».