Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΙΝΑΙ
ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΗ· ΤΟ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΡΩΤΗΜΑ
ΑΝΟΙΚΤΟ· ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΟΥ- ΜΕ ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΛΕΟΝ ΥΠΗΚΟΟΤΗΤΑ- ΙΣΜΑΗΛ ΚΑΝΤΑΡΕ ΕΧΕΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ. ΔΙΟΤΙ ΔΙΝΕΙ ΣΥΜΠΥΚΝΩΜΕΝΗ ΜΙΑ ΧΡΗΣΙΜΗ ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ- ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ- ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
Αν προσγειωθούμε – σταθούμε στο υπό παρουσίαση βιβλίο θα βρούμε τρεις νουβέλες, γραμμένες σε απόσταση εικοσαετίας η μία από την άλλη: 1962, 1984, 2004. Με σαφή ηθογραφική χροιά, στην παράδοση του κριτικού ρεαλισμού, και άφθονες ιστορικές πληροφορίες (και χρήσιμες υποσημειώσεις), το βιβλίο αποτελεί ένα είδος εισαγωγής: μύηση στον Κανταρέ, αλλά και παράθυρο στην ιστορία-κουλτούρα της κοντινής μας χώρας, της τόσο άγνωστης.

Το πρώτο κείμενο, Ιστορίες τρέλας, Οι παλαιοκαθεστωτικοί στην «Περιφρόνηση» του Κανταρέ προσπαθούν να συνέλθουν από το σοκ της απώλειας των περιουσιών τους, όμως συνεχίζουν τις συνήθειές τους επιχειρώντας παράλληλα να επιβιώσουν εγκαινιάζοντας συμφεροντολογικές πρακτικές, όπως να συμπεθεριάζουν με κομμουνιστές, κάτι σαν αλβανική εκδοχή του «Γατόπαρδου» του Λαμπεντούζα. Εδώ ο Αλέν Ντελόν σε σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά του «Γατόπαρδου» από τον Βισκόντι το 1963
αυτοβιογραφικό και σε πρώτο πρόσωπο, είναι το πιο πρόσφατο (2004). Μέσα από μια παιδική ματιά, μας μεταφέρει σκόρπιες εικόνες των συμβάντων και του κλίματος των κρίσιμων πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Πρώτα πρώτα, έχουμε τη διευρυμένη παραδοσιακή οικογένεια: οι δύο θείοι που μιλάνε μεταξύ τους λατινικά όταν δεν θέλουν να τους καταλαβαίνουν. Ο γύφτος που παίζει βιολί στον πατριάρχη της οικογένειας, τον «μπαμπαζότ»: ο τελευταίος, προύχων με ιστορική συμβολή στην ίδρυση του ανεξάρτητου αλβανικού κράτους το 1912, προς απορίαν όλων διαβάζει «τούρκικα βιβλία» (το Κοράνι, να υποθέσουμε;). Έχουμε τον φίλο-συμμαθητή του αφηγητή, τον Ιλίρ, με τον οποίον φτιάχνουν έναν Δούρειο Ίππο προς υπεράσπισιν της Τροίας. Και τα δυο παιδιά είναι κρυφά ερωτευμένα με μια ωραία μικρή Εβραιοπούλα· όμως, κάποια μέρα, αυτή τους εγκαταλείπει για να μεταναστεύσει οικογενειακά στο Ισραήλ, έχοντας γλιτώσει από τους ναζί και τους εγχώριους συνεργάτες τους. Αυτά και άλλα καθημερινά περιστατικά, δοσμένα συνήθως με κάποιο υποτονικό χιούμορ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διάσπαρτες αναφορές στις συνυπάρχουσες θρησκείες και εθνότητες (λ.χ. ο Κίτσο ο Έλληνας που ΄φτιαχνε καλό τυρί). Ξεχωριστή θέση κατέχουν βέβαια οι σελίδες περί της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος Χότζα. Εδώ υπεισέρχεται ενίοτε και ένα στοιχείο παραλόγου. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, αρχικά αόρατο αλλά πανταχού παρόν, κάποια στιγμή νομιμοποιείται. Καθώς βγαίνει από την παρανομία και αναδύεται στην επιφάνεια, επιφυλάσσει εκπλήξεις: προκύπτει πως είναι μέλη αυτοί που δεν το υποψιάζεσαι και, αντιστρόφως, διάφοροι φερόμενοι ως κομμουνιστές δεν είναι! Συγχρόνως, στο σχολείο, καταργούνται τα Λατινικά και τα Γαλλικά (ωραία η εικόνα της υποβάθμισης της Μαντάμ δασκάλας) κι αρχίζει με τυμπανοκρουσίες η διδασκαλία των Ρωσικών. Τέλος, στην κηδεία του μπαμπαζότ, με την οποία κλείνει η αφήγηση, χαρτογραφούνται διάφορες φιγούρες του παλιού και νέου καθεστώτος, παρέα με τις επαγγελματίες μοιρολογίστρες. Γεύση τέλους εποχής.

Μετάβαση

Η περιγραφή της ατμόσφαιρας και των τεκταινομένων της άκρως ενδιαφέρουσας περιόδου μετάβασης στον κομμουνισμό δεσπόζει και στο δεύτερο κείμενο: η Περιφρόνηση αποτελεί πολιτικό χρονικό και ψυχογράφημα. Τέτοιες ιστορικές φάσεις αναμπουμπούλας προσφέρουν άλλωστε άφθονο υλικό. Αρχικά, έχουμε σε πρώτο πλάνο διάφορους παλαιοκαθεστωτικούς: εκτοπισμένοι σε κάποια κωμόπολη όπου ζουν υπό άθλιες συνθήκες, προσπαθούν να συνέλθουν από το σοκ της απώλειας των περιουσιών τους. Συνεχίζουν δε διάφορες συνήθειές τους- όπως οι τακτικές επισκέψεις στον συμβολαιογράφο, όπου συντάσσονται «προίκες-φαντάσματα», «συμφωνητικάφαντάσματα» που παραπέμπουν στην πρότερη κατάσταση. Επιχειρούν όμως και να μεθοδεύσουν την επιβίωσή τους, εγκαινιάζοντας νέες πρακτικές, συμφεροντολογικές – όπως να συμπεθεριάζουν με κομμουνιστές. (Κάτι σαν αλβανική εκδοχή του Γατόπαρδου του Λαμπεντούζα). Στη συνέχεια, το κείμενο εστιάζει στον Αλέκο: απωθητικός στην όψη αξιωματικός του νικηφόρου, καθεστωτικού πλέον, στρατού, παντρεύεται την άσχημη κόρη μιας πρώην τσιφλικάδικης αριστοκρατίας. Όχι για τα κάλλη της, όχι για την ευμάρειά της, αλλά για τα πρώην πλούτη της- «τον ίσκιο τους». Αυτό τουλάχιστον σκέφτεται η πεθερά του. Από τη σκοπιά των κρατούντων, πρόκειται για ατόπημα, λάθος-λεκέ στο βιογραφικό του: καθίσταται ύποπτος, χάνει κομματική ιδιότητα και οφίκια, καταφέρνει όμως να επιβιώσει («λάθε βιώσας»), εργαζόμενος-λουφάζοντας σε μια ξυλαποθήκη και προσπαθώντας παντοιοτρόπως να γίνεται αρεστός. Στη γλώσσα της εποχής, ισορροπεί ανάμεσα σε «εκείνους» (τους παλαιοκαθεστωτικούς) και «αυτούς» (τους κομμουνιστές). Νοσηρότης. Το παγερό καχύποπτο βλέμμα της πεθεράς τον ακολουθεί συνεχώς στο σπιτικό του: αναπτύσσεται μεταξύ τους μια αμοιβαία αντιπάθεια, στα όρια του μίσους. Δεν βγάζουν όμως τα άπλυτα στη φόρα: τα εν οίκω μη εν δήμω είναι η αρχή της γριάς αριστοκράτισσας.

Γραφικότητες

Τέλος, στις Μέρες Καφενείου, του 1962, έχουμε δύο νέους φοιτητές, καφενόβιους, αρειμάνιους καπνιστές και ρέποντες στην αλητεία, να επισκέπτονται μια πόλη στη Νότια Αλβανία- που περιγράφεται μέσα στη γραφική χειμωνιάτικη καταχνιά, αλλά δεν κατονομάζεται. Κουραστικό, ισχνό, πρωτόλειο σχεδόν, είναι λιγότερο ενδιαφέρον από τα προηγούμενα.