Η ΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΣΙΜΠΑΛΗ (ΠΡΟΣ ΤΟΝ Γ.Π. ΣΑΒΒΙΔΗ)
«ΛΑΘΗ ΕΚΑΜΑΜΕ· ΑΤΙΜΙΕΣ ΟΜΩΣ ΟΧΙ»
ΣΥΝΟΨΙΖΕΙ ΤΟ «ΠΟΡΙΣΜΑ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ. ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥΣ Ο ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ, ΚΑΙ Ο «ΑΡΧΗΓΟΣ» ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΄30, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΚΑΙ ΛΙΓΟΤΕΡΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ, ΠΟΥ ΠΑΛΕΨΑΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΓΑΠΕΣ, ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΟΥΣ
Δύο τόμοι με συνολικό άθροισμα σελίδων που πλησιάζει τις χίλιες· 452 επιστολές και άλλα αλληλογραφικά τεκμήρια, όπως αφιερώσεις βιβλίων, ταχυδρομικά δελτάρια και κάρτες (269 του Σεφέρη, ανάμεσά τους 7 της γυναίκας του Μαρώς, και 183 του Κατσίμπαλη)· χρονική διάρκεια 47 ετών (από το 1924 έως το 1970), όση σχεδόν η ενήλικη ζωή του Σεφέρη ώς τον θάνατό του. Αυτά είναι τα πιο εντυπωσιακά ποσοτικά στοιχεία της περισσότερο αναμενόμενης σεφερικής αλληλογραφίας που έρχεται να προστεθεί στο σύνολο των 12 έως σήμερα αυτοτελώς εκδεδομένων αλληλογραφιών του ποιητή. Αυτή η αλληλογραφία, ογκωδέστερη σε σύγκριση με όλες τις εκδεδομένες, αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο επειδή η δημοσίευσή της εκκρεμούσε σχεδόν 30 χρόνια, αλλά κυρίως επειδή οι δύο επιστολογράφοι, Σεφέρης και Κατσί μπαλης, αποτέλεσαν τον «σκληρό», γενεσιουργό και αδιάσπαστο πυρήνα, κυρίως ποιητικό ο πρώτος, ιδίως συντονιστικό και διαχειριστικό ο δεύτερος, του γνωστότερου γραμματολογικού μορφώματος της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα, της «γενιάς του 1930».

Καταταγμένες με χρονολογική σειρά και χωρίς καμία περικοπή, οι επιστολές των δύο ανδρών έχουν πλήθος θέματα και εμφανίζουν διαφορετικές εκφραστικές όψεις, αναλόγως της εξέλιξης του ελληνικού λογοτεχνικού και κοινωνικού τους περίγυρου και της ωρίμανσης καθενός τους στη διάρκεια σχεδόν μισού αιώνα. Σταθερή και αδιατάρακτη, ωστόσο, παραμένει η φιλία τους, από τη μεσοπολεμική αρχή της, όταν αλληλοχαρακτηρίζονται «αδερφικοί φίλοι» (στην επ. 58 ο Σεφέρης κάνει λόγο για «σιαμαίους αδελφούς») μέχρι τα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ο ποιητής αποκαλεί σταθερά τον Κατσίμπαλη με το γνωστό παρωνύμιο «αρχηγέ». Τις εκτενέστερες, πιο αφηγηματικές, συναισθηματικά θερμότερες και συχνά στοχαστικού-δοκιμιακού χαρακτήρα επιστολές του πρώτου τόμου (149), διαδέχονται, στον δεύτερο τόμο, τα κατά βάση σύντομα, πληροφοριακά-διαχειριστικά γράμματα γύρω από τις «δουλειές» (303). Σταθερό παραμένει το αντικείμενο της «δουλειάς»: αφενός η ενημέρωση του ξενιτεμένου, λόγω του διπλωματικού του επαγγέλματος, Σεφέρη από τον Κατσίμπαλη για τα λογοτεχνικά και κριτικά συμβάντα της Αθήνας, αφετέρου η βήμα βήμα λογοτεχνική καταξίωση και καθιέρωση του Σεφέρη. Στο δεύτερο αυτό σκέλος της «δουλειάς», όπως αποδεικνύει η αλληλογραφία, η κατανομή των δύο ρόλων υπήρξε ξεκάθαρη διά βίου: ο ποιητής Σεφέρης γράφει τα ποιήματα και τα δοκίμιά του, ο βιβλιογράφος, εκδότης περιοδικών και μεταφραστής Κατσίμπαλης, ως «αρχηγός», διαχειρίζεται ποικιλοτρόπως και με επιτυχή αποτελέσματα τη δημοσίευση και προβολή του σεφερικού έργου εντός Ελλάδας μεσοπολεμικά και διεθνώς μεταπολεμικά. Στην επ. 174 (28.10.1948) ο Κατσίμπαλης βεβαιώνει στον Σεφέρη ότι «είμαι εντεταλμένος αντιπρόσωπός σου επί της γης», ενώ στην επ. 236 (22.11.1950) του γράφει με ικανοποίηση ανάμεικτη με χιούμορ: «Από τους Υπερβορείους ώς τους Μεντιτεράνεους, παντού απλώσαμε τα δίχτυα μας!». Η επ. 298 (29.5.1952) δείχνει ότι ο Κατσίμπαλης κινούσε μέχρι και τα νήματα των υπηρεσιακών μετακινήσεων του διπλωμάτη Σεφέρη.

Ο «άτολμος» και ο «μπαγάσας»

Οι δύο αχώριστοι φίλοι, λοιπόν, είναι δύο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι. Η γενική γνωστή μας εικόνα του επιστολογράφου Σεφέρη ως ανθρώπου επαληθεύεται: εσωστρεφής, χαμηλών τόνων, «timide» (άτολμος), όπως αυτοχαρακτηρίζεται, πικραμένος έως απαυδισμένος με όσους τον εχθρεύονται και τον πολεμούν ποιητικά και υπηρεσιακά. Συνάμα, όμως, με δεδομένη τη στενότατη φιλία και την εμπιστοσύνη που έχει στον Κατσίμπαλη, εμφανίζεται εδώ ειλικρινέστερος σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλα ιδιωτικής υφής κείμενά του, καθώς δεν διστάζει πολλές φορές να συντονιστεί με τον χαρακτήρα του φίλου του και να εκδηλώσει σκαμπρόζικο χιούμορ και έντονη απαρέσκεια, με ενίοτε πιπεράτους χαρακτηρισμούς, για πολλά πρόσωπα και πράγματα. Από την άλλη πλευρά, ο Κατσίμπαλης (1899-1978). Προσφέροντάς μας την πλουσιότερη γραπτή μαρτυρία του ανθρώπουσιωπηλού θρύλου της γενιάς του 1930, η αλληλογραφία γενικά μας επιβεβαιώνει τα φημολογούμενα για τον «αρχηγό»: πα θιασμένος έως παρορμητικός, αναγνώστης με μάλλον περιορισμένη κριτική οξύνοια, «μπαγάσας» (επ. 11) (με την έννοια του επιτήδειου και επιδέξιου), «αδιόρθωτος ορθολογιστής» (επ.

46), όπως αυτοχαρακτηρίζεται, και ασυγκράτητος βωμολόχος (αξιομνημόνευτες είναι, π.χ., οι φράσεις του «κωλομαλακισμένοι εγγλέζοι δήθεν νεοελληνιστές» [επ. 238] και, με αφορμή τον Ρένο Αποστολίδη, «Η νέα γενεά θέλει να επιβληθεί με τις γροθιές και τις βρισιές μην έχοντας αρχίδια…» [επ. 263]). Παράλληλα, όμως, η ανυπόκριτη εκτόνωση του φορτισμένου θυμικού του στα λόγια συνυπάρχει με τις αναμφίβολες αρετές του Κατσίμπαλη: άψογα οργανωτικός και ολόψυχα αφιερωμένος στους φίλους του με μια πίστη που γίνεται ανιδιοτελής γενναιοδωρία και τον παρωθεί ώς και να διαθέτει τα χρήματά του για να τυπώνει τα βιβλία τους και να προωθεί το έργο τους, ενισχύοντας τη συγγραφή μελετών και την εκπόνηση μεταφράσεων.

Οι «σκοτεινές πλευρές»

Καθώς οι άνθρωποι κρίνονται κυρίως από τις πράξεις τους, προσυπογράφω τη διαπίστωση του Δασκαλόπουλου ότι η αλληλογραφία «αναδεικνύει την πολυδύναμη κεντρομόλο παρουσία του Κατσίμπαλη και το αμείωτο, διαρκές και ανυστερόβουλο ενδιαφέρον του για την προβολή της λογοτεχνίας μας, είτε πρόκειται για παλαιότερους, γνωστούς συγγραφείς, είτε πρόκειται για νεοσσούς της γραφής».

Όσοι δαιμονοποιούν τις ανθρώπινες όψεις των λογοτεχνών και των κριτικών και θέλουν να αποκαλύπτουν τις «σκοτεινές πλευρές» τους, έχουν την ευκαιρία να σπεύσουν σε αρκετά σημεία της αλληλογραφίας Κατσίμπαλη- Σεφέρη, όπως τα ψοφίμια πάνω από το πτώμα. Π.χ. σε μια μακρά σειρά γραμμάτων με πρώτη την 14 (30.8.1931) θα βρουν αδιάσειστα στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι ο 32 ετών Κατσίμπαλης επενέβη ευθέως και κατ΄ επανάληψη στη διαμόρφωση του βιβλίου του εικοσάχρονου Αντρέα Καραντώνη Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1931), κάλυψε τα έξοδα για την έκδοσή του (όπως και επόμενων βιβλίων του Καραντώνη), έδινε μικροποσά στον κριτικό και του μετέφερε χρήματα σταλμένα από τον Σεφέρη. Η φράση του Κατσίμπαλη για τον Καραντώνη, «Είμαι αποφασισμένος να τον επιβάλω», απαντά σε δύο επιστολές (52 και 55). Ωστόσο, οι «φωτεινοί» φανερωτές των ανομιών του Σεφέρη και του φίλου του δεν επιτρέπεται να παραβλέψουν ότι, παράλληλα, οι δύο αλληλογράφοι περιβάλλουν με στοργή τον κατά δέκα χρόνια νεώτερό τους Καραντώνη (είναι χαρακτηριστικό ότι σταθερά μέχρι και το 1935 και σποραδικά στη συνέχεια τον ονομάζουν «παιδί» και «παιδάκι»), τον ενισχύουν οικονομικά εξαιτίας της δεινής οικονομικής του κατάστασης (ο Καραντώνης απολύεται από την εξοντωτική μίσθια δουλειά του και μένει πάμφτωχος) και κυρίως τρέφουν μεγάλη εκτίμηση για το σπάνιο κριτικό ταλέντο ενός αυτοδίδακτου νέου. Ας συνυπολογιστεί, επίσης, ότι αυτοί οι δύο άξιοι (Σεφέρης) και έξυπνοι (Κατσίμπαλης) άνθρωποι είχαν να αντιπαλέψουν ένα ευρύ περιβάλλον κριτικής ανοησίας και κακεντρέχειας και μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά. Εν τέλει, λοιπόν, δεν έπραξαν καμία ατιμία ή αδικία επειδή από τη μια βοηθούσαν τον άξιο κριτικό Καραντώνη και από την άλλη απαξίωναν τον «δυσπερίγραπτο» (λέξη που οι δύο αλληλογράφοι χρησιμοποιούν σταθερά για όλους τους αχαρακτήριστους) Άλκη Θρύλο (πραγματικό όνομα: Ελένη Ουράνη). Σήμερα αυτή την κριτικό τη θυμάται κανείς;

Γ.Κ. Κατσίμπαλης, Γιώργος Σεφέρης

ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟ

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ

(1924-1970)

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ – ΣΧΟΛΙΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔ. ΙΚΑΡΟΣ, 2009, ΤΟΜΟΣ Α΄ (1924-1940), ΣΕΛ. 416,

ΤΟΜΟΣ Β΄ (1946-1970), ΣΕΛ. 552