Φύλλα φούντας στο εξώφυλλο και μια φωτογραφία του ΄30 από τη Γενική Ασφάλεια, με οκτώ άντρες και έναν έφηβο που κοιτάζουν στοχαστικά τον αστυνομικό φακό. Τους έχουν συλλάβει ως «χασισοπότες» στη στοά Πάππου, εκεί στη Σοφοκλέους όπου ήταν μαζεμένοι οι τεκέδες και σύχναζαν οι πρόσφυγες, οι μεροκαματιάρηδες, οι ρεμπέτες, οι νταήδες κ.ά., όμως ούτε μαστουρωμένοι μοιάζουν ούτε «αληθινά ανθρώπινα ράκη» όπως τους θέλουν οι Αρχές ούτε και φαίνεται να ντρέπονται που κάπου κάπου «γίνονται δερβισάδες». Ο αναγνώστης που θα πιάσει στα χέρια του αυτό το βιβλίο θα υποψιαστεί από την κουβερτούρα του κιόλας το σχόλιο στην κοινωνική υποκρισία και το χιούμορ που το διατρέχουν, το ακτιβιστικό του περιεχόμενο και τις ερεθιστικές ιστορίες που περιγράφει. Το Canavaccio- κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης (εκδόσεις Ηeteron) που συνέλαβε, συν-έγραψε μαζί με εκλεκτούς ειδικούς και επιμελήθηκε φροντίζοντας ιδιαίτερα τη σπάνια εικονογράφηση ο 40χρονος Φώτης Παπαδόπουλος, είναι ένα πολυσυλλεκτικό βιβλίο. Ο τίτλος αναφέρεται στο γνωστό γερό πανί και ο υπότιτλος σε μια μυθολογία, αλλά το Κανναβάτσο προχωρά βαθύτερα. Το θέμα του κινείται στην κόψη του ξυραφιού καθώς θέλει να αποκαταστήσει την ιστορική- πολιτισμική- επιστημονική, αλήθεια για την κάνναβη- τόσο την κλωστική όσο, κυρίως, την ευφορική που από το 1932 αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα ως «σκληρό» ναρκωτικό. Εξερευνά λοιπόν τα αίτια και τα αποτελέσματα της δαιμονοποίησής της (τόσο από το κατεστημένο όσο και από μια ορθόδοξη Αριστερά), υποστηρίζει την αποποινικοποίηση της χρήσης της, ζητά την εναρμόνιση της ελληνικής με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την καλλιέργεια κλωστικής κάνναβης, φωτίζει τις προκαταλήψεις και τα συμφέροντα που τη μάχονται. Και παράλληλα αποενοχοποιεί την κουλτούρα του χασίς, παρουσιάζοντας το ιδιόλεκτο του «πότη» (από εκεί λ.χ. το «πηγαδάκι»), την ιεροτελεστία του ναργιλέ αλλά και τα ολλανδικά coffee shops (729 σημεία ελεγχόμενης πώλησης), τα λαϊκά αναγνώσματα, τη σάτιρα (Μποστ λ.χ.), τα τραγούδια, τις μαρτυρίες (του Βαμβακάρη, του Άκη Πάνου κ.ά.), τα επιχειρήματα συγγραφέων (Μποντλέρ αλλά και Πετρόπουλος κ.ά.), νευροψυχιάτρων, βιολόγων, εγκληματολόγων, οικολόγων, ανθρωπολόγων, χωρίς παρ΄ όλ΄ αυτά να αποσιωπά τις αρνητικές απόψεις που έχουν εκφραστεί. Η βιβλιογραφία για το χασίς είναι μεγάλη, ωστόσο το Canavaccio ξεχωρίζει, διότι απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, είναι σφαιρικό και επίκαιρο, σοβαρό σαν μελέτη και «διαβαστερό» σαν μυθιστόρημα.

Κοπάνιζαν σπόρους κάνναβης στην περιοχή της Φλώρινας κι έφτιαχναν ένα νηστίσιμο φαγητό… νόμιμα, μέχρι τα τέλη του ΄50 οπότε απαγορεύτηκε η καλλιέργεια και της κλωστικής κάνναβης (φτωχής στην ουσία που προκαλεί το «ανέβασμα»). Μια καλλιέργεια συστηματική από το 1875, η οποία «γέννησε» εργοστάσια επεξεργασίας ινών κυρίως για σακιά, χαλιά, σχοινιά (10 κανναβουργεία το 1928) και υποσχόταν, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο εργοστασιάρχης και υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας το 1947 Θ. Δεσύλλας, «λευκό χρυσό» για τη χώρα – εξέλιξη που ανακόπηκε από τη ναρκω-υστερία αλλά όχι μόνον. Το ίδιο είχε γίνει νωρίτερα με την ευφορική κάνναβη που είχε αρχίσει να καλλιεργείται συστηματικά στην Ελλάδα από το 1880 (26.000 στρέμματα το 1915) και απαγορεύτηκε το 1925. Μέσα από διαφορετικά άρθρα λοιπόν του Φώτη Παπαδόπουλου, του καθηγητή Βασίλη Καρύδη, της ποινικολόγου Λίνας Καρανασοπούλου, του Κώστα Γκοτσίνα, του Αμερικανού Τζακ Χερέρ κ.ά. το Canavaccio επισημαίνει τους οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικούς λόγους που έκριναν την τύχη- και την απαξίωση- της κάνναβης σε πλήθος κράτη: η επεξεργασία της ήταν ανταγωνιστική σε καινούργιες, αμερικανικές κυρίως, βιομηχανίες φαρμάκων, πετροχημικών, καπνού, χαρτιού. Έδινε λ.χ. παγκοσμίως το 75-90% του χαρτιού ώσπου ο μεγαλοεκδότης Χιρστ θέλησε στα 1933 να μονοπωλήσει την παραγωγή χαρτιού από δασική ξυλεία. Απ΄ την άλλη, η αγχολυτική και αντικαταθλιπτική επίδραση της χρήσης της γινόταν αντιληπτή ως ηδονιστική απειλή για τις κυρίαρχες αξίες της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα πράγματα ωστόσο αλλάζουν πλέον. Η Ολλανδία λ.χ. από το 1972 εγκαινίασε μια πολιτική ανοχής στο χασίς και στη μαριχουάνα, που έφερε μείωση των βλαβών από το εμπόριο των ναρκωτικών, και η Ε.Ε. από το 1990 επιδοτεί την καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης (ίνες υποαλλεργικές, αντιμυκητιακές, θερμορρυθμιστικές, ανθεκτικές). Στην Ελλάδα όμως οι σχετικές μελέτες του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας μένουν στο συρτάρι και καμία κυβέρνηση δεν θέλει να αναλάβει το πολιτικό κόστος του νομικού διαχωρισμού «μαλακών» και «σκληρών» ναρκωτικών. Γι΄ αυτό βιβλία όπως το Canavaccio, που μπορούν να τροφοδοτήσουν τον προβληματισμό της κοινής γνώμης, είναι χρήσιμα. «Γιατί όχι;».Έτσι κλείνει το άρθρο του ο εγκληματολόγος Β.Καρύδης επιχειρηματολογώντας υπέρ της αποποινικοποίησης της χρήσης χασίς. Ο Καρύδης καταδικάζει τον παραλογισμό των «εργολάβων της ηθικής» οι οποίοι αθωώνουν το αλκοόλ ή τον καπνό, παρότι αυτά αποδεδειγμένα σκοτώνουν ενώ το χασίς όχι. Και εξηγεί πώς η εντονότερη καταστολή φέρνει μεγαλύτερη παραβατικότητα. Ιδιαίτερα επισημαίνει ότι η δήθεν παρεκκλίνουσα συμπεριφορά του χρήστη της κάνναβης δεν είναι παρά μια ετικέτα που του αποδίδεται από τις κυρίαρχες ομάδες, που επιβάλλουν την κοσμοθεωρία τους στο κοινωνικό σώμα.

Μια ετικέτα που μπορεί να εσωτερικευθεί ως στίγμα και να τον οδηγήσει στη λεγόμενη δευτερογενή παρέκκλιση, σε μια πραγματική δηλαδή εγκληματική συμπεριφορά. Ίσως λοιπόν να έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι η απαγορευτική πολιτική δημιουργεί μια ανεξέλεγκτη παράνομη αγορά όλων των ναρκωτικών ουσιών.