Η μορφή του είναι Ντοστογιεφσκική. Πρόσωπο σκαμμένο, μάτια γαλαζογκρίζα διερευνητικά, βλέμμα ζεστό, έκφραση που είναι στραμμένη προς τα μέσα, ψηλός, στραβοκάνης, εκφραστικά μακριά δάχτυλα που γράφουν αλλά και… σκάβουν. Τα μήλα από τον κήπο του είναι το καμάρι του, και κάθε πρωί τροφοδοτεί με σπόρια ένα μπιτόνι, που το κρέμασε σε ένα δέντρο και του έκοψε ένα πορτάκι για να ΄ρχονται τα σπουργίτια να τσιμπολογούν. Δυο ώρες έξω από τη Μόσχα, στην παγωμένη Μπούκοβα, ο Βλαντίμιρ Συμιόνοβιτς Μακάνιν μάς φιλεύει στο φτωχικό εξοχικό του· στην ξύλινη «ντάτσα» που αγόρασε πριν από μία εικοσαετία, όταν βγήκε επιτέλους από το σκοτάδι και αναγνωρίστηκε ως η κορυφαία φωνή της ρωσικής «γενιάς του ΄70». Η συνέντευξη μαζί του, με τον (και εκδότη του) Ανταίο Χρυσοστομίδη, τη μεταφράστριά του- καθηγήτρια στο ΑΠΘ, Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, τον Απόστολο Καρακάση ως σκηνοθέτη, και τον Δημήτρη Κορδελά στην κάμερα, ήταν μια εμπειρία. Κι αν όλα πάνε καλά, θα ενταχθεί στον δεύτερο κύκλο της σειράς ντοκιμαντέρ της ΕΤ1 «Οι κεραίες της εποχής μας», με παραγωγό την S.Μ. ΑRΤ των αδελφών Μελέα. Γνωστός στο ελληνικό κοινό από το εξαιρετικό Αντεργκράουντ ή Ένας ήρωας του καιρού μας, όπου αποτυπώνει κριτικά (το 1998) τη μετάβαση στη μετασοβιετική εποχή μέσα από ένα μωσαϊκό χαρακτήρων και πεπρωμένων, γνωστός και από το σπονδυλωτό Μυθιστόρημα του Κλουτσαριώφ (Καστανιώτης) όπου μεταξύ άλλων αναδεικνύει το σύνδρομο της ανάκρισης και την αίσθηση ενοχής που έχει δηλητηριάσει τον ρωσικό λαό, ο Μακάνιν είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Φωνή ανεξάρτητη και ασυμβίβαστη, δεν υπήρξε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος ούτε όμως και «διαφωνών», επειδή «δεν ήθελα να ενταχτώ σε κανένα κατεστημένο». Η συνέπεια ήταν ότι έμεινε περιθωριοποιημένος για μια 15ετία, όπως και ο πρωταγωνιστής τού Αντεργκράουντ ο οποίος προβληματίζεται για την ελευθερία και τoν σεβασμό της προσωπικότητας, αντιπαραβάλλοντας στον παλιό κόσμο, τον καινούργιο. Αυτόν της νεόκοπης δημοκρατίας με τις λαμπρές προθέσεις και τα μεγάλα ψέματα… Όπως μας έλεγε ειδικότερα, το κομμουνιστικό πείραμα απέτυχε στην ΕΣΣΔ «αλλά έριξε τον σπόρο των αλλαγών στη Δύση»· οι Γκορμπατσωφικοί είχαν όραμα και καλές προθέσεις «αλλά ήσαν άπειροι στη διαχείριση της εξουσίας»· ο Πούτιν κατάφερε ένα πλήγμα στη φτώχεια και «εγκαινίασε μια περίοδο Βοναπαρτισμού», που μπορεί να κολακεύει τις ανασφάλειες του ρωσικού λαού «αλλά έχει κι αυτή ημερομηνία λήξεως…». Όσο για τον ίδιο, το μόνο που διεκδικούσε ήταν και είναι η αφοσίωση στο έργο του.

«Γράφω τα βιβλία μου άλλοτε με τα άσπρα πιόνια, άλλοτε με τα μαύρα», εξομολογείται ο Μακάνιν. Μικρός, στην πολίχνη του Ορσκ στα Ουράλια, ήταν παιδί-θαύμα στο σκάκι. Όμως άφησε τα τουρνουά για να ακολουθήσει καριέρα μαθηματικού, που κι αυτήν την εγκατέλειψε στα 30 του για να σπουδάσει κινηματογράφο, κι από εκεί (επί Χρουστσώφ) να στραφεί αποκλειστικά στο γράψιμο. Αλλά τον περίμενε η φτώχεια. Μέχρι το 1979 που το Μπρεζνιεφικό καθεστώς, για να αποφύγει το σκάνδαλο, του επιτρέπει να παρευρεθεί στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης. Τότε αρχίζει να αποκτά κοινό, και από το 1983 τα βιβλία του σαρώνουν, ενώ το σκάκι παραμένει πάντα το πάθος του…. Αλλά και μια στάση ζωής: «Το να γράφεις με τα άσπρα πιόνια, σημαίνει ότι κάνεις επιθετικές κινήσεις, ο ρυθμός σου είναι γρήγορος, τα γραπτά σου έχουν μια δύναμη, μια καθαρότητα, ο αναγνώστης κρατιέται σε εγρήγορση και ξαφνιάζεται διαρκώς, έχεις ευρεία απήχηση. Στη μουσική θα το παραλληλίζαμε με ένα κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα. Το να γράφεις με τα μαύρα πιόνια σημαίνει ότι σκέφτεσαι την κάθε σου κίνηση διότι το θέμα σου είναι λιγότερο γνωστό, προχωράς σταδιακά, με τον ρυθμό της αναπνοής, κρατώντας χαμηλούς τόνους, χωρίς ποτέ να θριαμβολογείς. Στη μουσική θα μιλούσαμε για συμφωνία. Ποιος παίζει καλύτερα απ΄ όλους; Μα, όπως έλεγε και ο αήττητος πρωταθλητής Αλεξάντρ Αλιόχιν, εκείνος που ξέρει να νικάει με τα μαύρα· χωρίς δηλαδή να βασίζεται στις επιθέσεις!». Είναι προφανής εδώ, η αλληγορία για τα πιο απαιτητικά βιβλία. Εξάλλου ο Μακάνιν που έχει τις ρίζες του στους μετρ του 19ου αιώνα, δεν το κρύβει: έγραψε το Ισπούκ (Τρομάρα- Σοκ- Πανικός), την πλέον πρόσφατη νουβέλα του, με τα άσπρα πιόνια, ενώ το μεγάλο έργο του, το Αντεργκράουντ, με τα μαύρα!

Ο μύθος του Σάτυρου και της Νύμφης βρίσκεται στον πυρήνα του Ισπούκ. Όμως ο συγγραφέας δεν υιοθετεί τη δημοφιλή σκοπιά της κατατρεγμένης Νύμφης, αλλά του Σάτυρου ο οποίος γερνά, αισθάνεται τη μοναξιά του και αρπάζεται από τον έρωτα για να κρατηθεί ζωντανός κόντρα σε όσα τον οδηγούν στην παραίτηση. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ρωτήσαμε τον Μακάνιν ποιον προτιμά από τους ποιητές στους οποίους αναφέρεται, τον Πούσκιν ή τον Λέρμοντοφ, απάντησε:

«Τον Πούσκιν επειδή με έμαθε να εκτιμώ την ομορφιά της ζωής, κάτι που θεωρώ πιο δύσκολο από το να οργίζομαι με τη ζωή». Γι΄ αυτό και τώρα, που έχει δει τόσα, έχει πια αναγνωριστεί, το μότο του είναι: «Να αγαπάς και να μην ξεχνάς ότι είσαι θνητός».