«Oι συγγραφικοί πόθοι δεν εκπληρώνονται ποτέ», λέει στα «ΝΕΑ» ο Μένης Κουμανταρέας. «Ο συγγραφέας πάντα έχει ή νομίζει ότι έχει κάτι καινούργιο να πει. Νομίζω πάντως ότι δεν επανέλαβα τον εαυτό μου και δεν κάθησα στις ευκολίες μου. Και μπορώ να πω τώρα- ελπίζω να μην ακούγεται υπερφίαλο – ότι μπορεί να έχω γράψει καλά και λιγότερο καλά βιβλία, δεν έχω όμως γράψει ένα κακό βιβλίο». Τον Μένη Κουμανταρέα τιμά σήμερα ο εκδοτικός του οίκος, ο Κέδρος, σε ειδική εκδήλωση στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς με αφορμή τα 45 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου, της συλλογής διηγημάτων «Τα μηχανάκια». Οι ιστορίες εκείνες με πρωταγωνιστές απροσάρμοστους εφήβους είχαν εκδοθεί από τον Φέξη με εξώφυλλο του Νίκου Κούνδουρου. Ο Κέδρος το ξαναβγάζει τώρα με το ίδιο, ελάχιστα αλλαγμένο, εξώφυλλο. «Σήμερα θα ήταν αδύνατον μεν να έχει γραφτεί έτσι, ωστόσο μου λένε ότι το κείμενο είναι ακόμα ζωντανό και ενδιαφέρει. Αλλιώς δεν θα το ξαναέβγαζα. Θα έμπαινε στη ναφθαλίνη για τον χειμώνα», λέει.

Ο Μένης Κουμανταρέας στα 45 αυτά χρόνια έχει γράψει κάτι λιγότερο από είκοσι βιβλία. Βιβλία που άφησαν εποχή από την «Κυρία Κούλα» και τη «Βιοτεχνία υαλικών» μέχρι τη «Φανέλα με το εννιά» και από το «Κουρείο» μέχρι το νεώτερο «Δυο φορές Έλληνας» και το «Νώε». Έγραφε πολύ πριν ξεκινήσει, αλλά εκείνη την εποχή τον βασάνιζαν οι αμφιβολίες. «Ο άνθρωπος που με έσπρωξε να εκδώσω τα κείμενά μου, λέγοντάς μου ότι ήταν καλύτερα από άλλα

ΙΝFΟ

Στις 20.00, στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138), με αφορμή την επανέκδοση του πρώτου του βιβλίου «Τα μηχανάκια», μιλούν για τον Μένη Κουμανταρέα οι Τζένη Μαστοράκη, Βασίλης Παπαβασιλείου, Βαγγέλης Ραπτόπουλος.

κείμενα συνομιλήκων μου, ήταν ο Βασιλικός». Τα «Μηχανάκια», πάντως, «τα αντιμετώπισαν συμπαθητικά», θυμάται σήμερα. «Υπήρχαν και μερικές αστείες κρίσεις, όπως ότι ασχολούμαι με «νοσηρές καταστάσεις». Ξεχώρισε όμως η κριτική του Δημήτρη Ραυτόπουλου στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Όχι γιατί ήταν ευνοϊκή, αλλά γιατί έβλεπε καθαρά το βιβλίο». Το 1967 έβγαλε το δεύτερο βιβλίο του, το «Αρμένισμα», για το οποίο τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος αλλά και κυνηγήθηκε στα δικαστήρια μεσούσης της δικτατορίας. «Κατηγορήθηκε ως άσεμνο και ως βιβλίο που παρασύρει τους νέους σε… ακολασία! Πέρασα από τέσσερις απανωτές δίκες. Στο τέλος αθωώθηκα, αλλά μου είχε κοστίσει. Σκεφτείτε ότι όταν ο δικηγόρος μου είπε ότι και ο Αριστοφάνης ήταν ελευθεριάζων και βωμολόχος, ο εισαγγελέας απάντησε: «Μα, και ο Αριστοφάνης καταδικαστέος είναι»».

Ο Μένης Κουμανταρέας είναι από τους λίγους συγγραφείς της γενιάς του που κατάφεραν τα βιβλία τους να γίνονται γεγονός για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχει λ.χ. βραβευτεί τόσο το 1967 και το 1975 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τη «Βιοτεχνία υαλικών») όσο και το 1997 (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος) για τη συλλογή «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω». Και τα βιβλία του κάνουν σημαντικές πωλήσεις σχεδόν πάντα- το «Δυο φορές Έλληνας», βιβλίο του 2001, ξεπέρασε τα 50.000 αντίτυπα. «Τότε το κοινό ήταν πολύ πιο μικρό, ήταν όμως επίσης πιο συνεκτικό. Ο νέος συγγραφέας δεν κινδύνευε να χαθεί στη χιονοστιβάδα των εκδόσεων, όπως σήμερα», λέει.

«Ψυχολογία» και απήχηση


Η «Φανέλα με το εννιά», που έγινε και ταινία, είχε τη μεγαλύτερη απήχηση από όλα τα βιβλία του Μένη Κουμανταρέα, λόγω ποδοσφαίρου. «Το μυθιστόρημα αυτό κατηγορήθηκε από κύκλους διανοουμένων, όχι όμως από τον κόσμο ούτε από τους ποδοσφαιριστές. Είχε κάποια πραγματολογικά λάθη που μου τα επεσήμανε ο Σαργκάνης, μου είχε πει όμως και το άλλο: «η ψυχολογία των παικτών έχει αποδοθεί τέλεια, άρα τι άλλο θες;»».