Αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, χώροι κουλτούρας, μοντέρνα εστιατόρια και εκδηλώσεις ζηλευτές σε μια πρώην κακόφημη συνοικία που μεταμορφώνεται σε in γειτονιά. Υπαίθριες, πολυεθνικές αγορές και βόλτες δίπλα στο ποτάμι, τόσο κοντά στο City όσο και… μίλια μακριά του.
«Χρειαζόμαστε διαβατήριο για να περάσουμε στη νότια όχθη του Τάμεση!», λένε μεταξύ αστείου και σοβαρού οι Λονδρέζοι του City. Και δεν εννοούν την απόσταση φυσικά, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά την ταξική διαφορά που θεωρούν ότι τους χωρίζει από την πάλαι ποτέ φτωχογειτονιά του Νότου.

Η νότια όχθη του Τάμεση άργησε να κτιστεί: συνέβη τον 18ο και 19ο αιώνα οπότε αστικοποιήθηκε και αναπτύχθηκε αλλά με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν της βόρειας όχθης. Κι αυτό γιατί το 1574 η πουριτανική αυτοδιοίκηση του City απαγόρευσε τη λειτουργία θεάτρων, τα οποία μεταφέρθηκαν εδώ.

Αντίθετα με την αυστηρή, σνομπ και ακριβή όψη του βόρειου τμήματος, το νότιο προσείλκυσε τις περισσότερο «underground» μορφές της πόλης- μεταξύ των οποίων μεγάλους συγγραφείς και ποιητές (όπως ο William Βlake που έζησε σε ένα σπίτι στο Southbank για δέκα χρόνια)- κι εκείνοι εμπνεύστηκαν από τη ζωή τους εκεί και το σκηνικό που είχαν γύρω τους: καπηλειά και οίκοι ανοχής γέμιζαν τους δρόμους, μετανάστες έβρισκαν εδώ μια κοινωνία που τους αποδεχόταν, γυναίκες ελευθέρων ηθών (οι αποκαλούμενες «χήνες του Γουίντσεστερ») καλούσαν τους άνδρες της απέναντι όχθης για μια νύχτα χωρίς όρια και ταμπού, απόκληροι ντόπιοι ζούσαν στις παράγκες και τις φτωχογειτονιές σε μια ελευθεριότητα που τρόμαζε και αηδίαζε τους καθωσπρέπει Λονδρέζους του Βορρά. Οι ιμπρεσάριοι εκμεταλλεύτηκαν τις χαμηλές τιμές και το ποιόν των κατοίκων της και άρχισαν να φτιάχνουν θεατρικές σκηνές και χώρους διασκέδασης μακριά από τη λογοκρισία και τους περιορισμούς του Λονδίνου. Τα λουκέτα όμως δεν άργησαν να μπουν, αφού οι χώροι χαρακτηρίστηκαν ως «οίκοι ανοχής» και «χαρτοπαικτικές λέσχες». Η περιοχή «εκτός νόμου» και «εκτός Λονδίνου», έμεινε για χρόνια οριοθετημένη και απομονωμένη, αποτέλεσε γκέτο διασκέδασης και έγινε πυρήνας για το θέατρο του 19ου αιώνα.

Βιομήχανοι και βιοτέχνες εκμεταλλεύτηκαν τις τιμές, την κακή φήμη της περιοχής, τη θέση δίπλα στον Τάμεση και την κοντινή απόσταση από το κέντρο και εγκατέστησαν εδώ αποθήκες και εργοστάσια. Έτσι ο 18ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από την έκρηξη της βιομηχανίας και κατ΄ επέκταση την αύξηση του πληθυσμού αφού χρειάζονταν εργατικά χέρια. Στα 1848 έφτασε στο Southbank ο σιδηρόδρομος, για χάρη του οποίου γκρεμίστηκαν ολόκληρες γειτονιές και φτιάχτηκε ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς της χώρας (εντυπωσιακό είναι το ότι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα περνούσαν από τον σταθμό μέχρι και 700 ατμοκίνητα τρένα την ημέρα!).

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε συθέμελα και το Southbank το οποίο ξανακτίστηκε το 1951 και καθιερώθηκε ως χώρος διεξαγωγής του Φεστιβάλ του Λονδίνου. Οι αντιγνωμίες για την αξιοποίηση της περιοχής καθυστέρησαν ακόμη περισσότερο την εξέλιξή της μέχρι το 1984 οπότε γκρεμίστηκαν τα ετοιμόρροπα κτίρια, άρχισαν να φτιάχνονται πάρκα και πεζόδρομοι και το Southbank μπήκε οριστικά σε τροχιά ανάπλασης.

Σήμερα η περιοχή που αναπτύσσεται στις νότιες όχθες του Τάμεση φιλοξενεί μερικά από τα σπουδαιότερα αξιοθέατα της πόλης στον τομέα της αρχιτεκτονικής και του πολιτισμού και ζει σε έναν ζηλευτό πυρετό εξέλιξης.