Δύο τηλεοπτικές υποθέσεις, η Eurovision και το σκήνωμα, κάνουν ουρές

Μα είναι δυνατόν μία ολόκληρη χώρα να μην έχει άλλο ενδιαφέρον από το «θαύμα»

ενός σώματος που δεν «λειώνει» και από τη λαχανόσουπα της Γιουροβίζιον, για

την οποία τα έχει δώσει όλα; Να μην έχει άλλο θέμα συζήτησης από το «σκήνωμα»,

τα «θαύματα της πίστης» και από το βιντεοκλίπ της Βίσση; Αυτά πάντως

εμφανίζονται ως τα μείζονα ζητήματα του έθνους αυτήν την εποχή. Ο δημόσιος

διάλογος, παγιδευμένος, παραμένει προσανατολισμένος εκεί όπου υπαγορεύει η

«ατζέντα» των κυνηγών τηλεθέασης, οι οποίοι έχουν την πεποίθηση ότι ο κόσμος

στον οποίο απευθύνονται είναι υπανάπτυκτος, θρησκόληπτος και εθνοχουλιγκάνος.

H υπερσύγχρονη τηλεοπτική τεχνολογία τίθεται στην υπηρεσία της άποψης

εκείνης που θέλει να επικρατεί στη χώρα Μεσαίωνας, ο κόσμος να σύρεται πίσω

από υποτιθέμενα «θαύματα» παντός είδους και από δήθεν «θαυματοποιούς», να

σταυροκοπιέται μπροστά σε καντήλια και την ανοιχτή τηλεόραση. Αν δε δεν ανήκει

σε αυτήν την κατηγορία και πεισματικά αρνείται να ενταχθεί, να μην έχει να

επιλέξει και πάλι παρά από έναν μικρό κύκλο θεμάτων και προσώπων, πάντα τα

ίδια, ανακυκλούμενα από εκπομπή σε εκπομπή.

Το αποτέλεσμα είναι η εξωφρενική διόγκωση των πλέον απίθανων, όπως για

παράδειγμα τις ημέρες αυτές η υπόθεση του «σκηνώματος» του Βησσαρίωνος. H

«θαυματοποιός» διαδικασία είναι απλή. Κάποιος «σφυρίζει» σε δημοσιογράφους

τηλεοπτικών εκπομπών, κατά προτίμηση πρωινών, πως βρέθηκε σώμα μοναχού που δεν

έχει λειώσει, εξυπηρετώντας φυσικά τους στόχους της εμπορευματοποίησης του

ζητήματος. Αρχικώς στέλνουν μια κάμερα να καταγράψει την «κίνηση» των πιστών

και έχουν μια, δυο δηλώσεις από γιαγιούλες που σταυροκοπιούνται. Την επομένη

παρουσιάζουν και τον χώρο του «θαύματος». Αρχίζουν κατόπιν οι συζητήσεις σε

πάνελ, όπου υποτίθεται εκπροσωπούνται «όλες οι απόψεις», οι υπέρ των

«θαυμάτων» και οι «κατά». Οι παρουσιαστές είναι τάχα αμέτοχοι, αλλά δεν χάνουν

ευκαιρία να στηρίξουν την «πίστη του λαού», ενώ αφήνουν να πλανώνται δήθεν

απορίες για το πώς συνέβη το παράδοξο γεγονός, αφού η «επιστήμη δεν έχει

απάντηση». Ουδείς θέτει το εύλογο ερώτημα από πού κι ώς πού ένα μακάβριο

ζήτημα αποτελεί «θαύμα».

Από τη μία εκπομπή στην άλλη, από του Αυτιά και του Παπαδάκη έως το

δελτίο ειδήσεων του Παυλόπουλου, μία και μόνη αντίληψη για το ζήτημα

επικρατεί: εκείνη που καλλιεργεί την ατμόσφαιρα του διφορούμενου, του

παράδοξου, ώστε να τροφοδοτηθεί η αφέλεια και η ευπιστία μιας κατηγορίας

τηλεοπτικού κοινού στο οποίο απευθύνονται οι εν λόγω εκπομπές. Αυτές άλλωστε

αξιοποίησαν σαν να ήταν «ευαγγέλιο» τις δηλώσεις του συνταξιούχου ιατροδικαστή

Γιαμαρέλλου, ο οποίος αναγνωρίστηκε από τους ανωτέρω παρουσιαστές τουλάχιστον

ως η απόλυτη αυθεντία επί ζητημάτων αγίων και σκηνωμάτων. Και για να

αξιοποιηθεί η ατμόσφαιρα, συνεχίστηκε η παραγωγή θεμάτων του τύπου «η πίστη

έσωσε κλινικά νεκρό» και άλλα παρόμοια «θαυματοποιά» ζητήματα. Απέχει από όλο

αυτό το πανηγύρι της θρησκοληψίας η κρατική τηλεόραση, αλλά οργανώνει το δικό

της, το γιουροβιζιονικό. Μέγιστη εθνική επένδυση, άρα όλοι στις επάλξεις. Να

στηρίξουμε. Αλήθεια τι; Τον πολιτισμό; Τον τουρισμό; Τους Καρβελοβίσσηδες; Το

ακλόνητο επιχείρημα είναι ότι χρειαζόμαστε τη διασκέδαση, η οποία άλλωστε θα

φέρει «τουρίστες» στον τόπο. Και τι θα τους πουλήσουμε, αλήθεια; Μουζάκα και

σουβλάκι; Αυτά τα πουλάμε ήδη. Και μετά τη Γιουροβίζιον, τι; Πόση διάρκεια θα

έχει το εθνικό σουξέ; Ποια είναι η κατεύθυνση;

Μια χώρα που σπάει πλάκα

Στα πάνελ, η παρουσία του Γιώργου Καρατζαφέρη αποτελεί το κορυφαίο άλλοθι μιας

δημοκρατικής πολυφωνίας, που εξασφαλίζει θεαματικό αντίλογο σε όλα τα πολιτικά

κόμματα. Σε αυτήν την ωραία «τηλεοπτική δημοκρατία» – η οποία φροντίζει

απολύτως να ενισχύσει και το λαϊκό αίσθημα της απογοήτευσης από την πολιτική,

να εκτονώσει τα πάθη του λαού στις ουρές του IKA και στα ράντζα των

νοσοκομείων προβάλλοντας την αγανάκτησή του – βρίσκει πρόσφορο έδαφος ο λόγος

ενός τηλεοπτικού πολιτικού, ο οποίος αξιοποιεί θαυμάσια την ατμόσφαιρα

σκοταδισμού και απογοήτευσης που παράγει η κυρίαρχη τηλεοπτική ενημέρωση, για

να εμφανιστεί ο ίδιος ως αδιάφθορος σωτήρας.

Δύο όψεις της ζωής διογκώνονται ώς το μη περαιτέρω: η μία της οργής και της

απογοήτευσης που θαμπώνει τη θέα προς οποιαδήποτε δράση, πλην της εκτόνωσης

μπροστά στον τηλεοπτικό φακό με κραυγές ή στα μοναστήρια με προσευχές και

«θαύματα» και η άλλη της ξέφρενης, μανιοκαταθλιπτικής διασκέδασης, του

ξεσαλώματος, που δεν παίρνει τίποτε στα σοβαρά. Όλα μια πλάκα, σε μία χώρα που

σπάει πλάκα με μια τηλεόραση της πλάκας.