Ερωτώμενος και ερωτών ο Γιώργος Βέλτσος, δεν άφησε περιθώρια στην Έφη

Κυριακοπούλου ούτε να αντιπαρατεθεί ούτε καν να αντισταθεί

Πόσο «επικοινωνία» είναι η τηλεόραση; είναι ερώτημα που ακολουθεί τη

λειτουργία του μέσου, θέτοντας σε αμφισβήτηση το τελετουργικό της και όχι το

ίδιο το μέσο

Τα πλάνα κοντινά στα πρόσωπα. Φωτισμένα γλυκά, για να αναδεικνύονται με

σεβασμό τα χαρακτηριστικά. Ο φακός επιμένει στο ένα εκ των δύο, του

«καλεσμένου» της εκπομπής, αναζητώντας το λεπτεπίλεπτο «ρίγος» τής έκφρασης

που θα συνοδεύσει ιδανικά τον λόγο. H τηλεόραση είναι εικόνα. Και αυτήν έχει

στόχο εξ αρχής ο «καλεσμένος», που χάρη στην άριστη γνώση του συντακτικού της

επιδεικνύει ευκινησία, αλλάζει τον ρόλο του με την «οικοδέσποινα», για την

ακρίβεια γίνεται ο ίδιος ερωτώμενος και ερωτών, αποκαλύπτεται δηλώνοντας την

ίδια στιγμή ότι αυτό είναι τηλεοπτικώς αδύνατον να συμβεί.

Ποιος άλλος από τον Γιώργο Βέλτσο – που επιλέγει πάντα τον διαρκή «διάλογο» με

τους όρους (ή να πούμε θεσμούς;) της επικοινωνίας, μονίμως γοητευμένος από το

«παιχνίδι» που επιτρέπει η τηλεόραση και γι’ αυτό επαναστατημένος – θα επέλεγε

αυτήν τη διαρκή κίνηση από τον ένα ρόλο στον άλλο, μην αφήνοντας περιθώρια

στην οικοδέσποινα ούτε να αντιπαρατεθεί ούτε καν να αντισταθεί;

Όχι ότι η Έφη Κυριακοπούλου επέδειξε στην εκπομπή της «H ζωή είναι αλλού»

(ET1) – όπου είχε καλέσει τον Γιώργο Βέλτσο για να τον «παρουσιάσει» – τη

δυνατότητα να το κάνει. Ευγενική, αλλά «καθηλωμένη» στο ασφαλές τελετουργικό

τού τοκ-σόου, δεν κατάφερνε να «μπει» σε έναν πραγματικό διάλογο με τον

καλεσμένο της, παρά την εξαιρετική αρωγή μιας πολύ τηλεοπτικής σκηνοθεσίας,

που αναζητούσε αντιδράσεις στις κινήσεις των ματιών και κυρίως των χεριών –

στοιχεία πιο αποκαλυπτικά για μια προσωπικότητα και από τον ίδιο τον λόγο.

Εξ αρχής έθεσε ο «καλεσμένος» το ερώτημα για το πόσο «επικοινωνία» είναι ένα

τοκ-σόου. Πόσο «επικοινωνία» είναι ένα επιβεβλημένο, χαλύβδινο τελετουργικό,

που θέτει όρους σε εικόνα και λόγο. Ένα τελετουργικό που καταλήγει σε

«ευκολία» εν τέλει εκείνου που το υιοθετεί, ώστε να είναι η ασπίδα του σε

οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ικανότητας για διάλογο και, εν τέλει, αφήνει την

επιτυχία του εγχειρήματος ασφαλώς στον καλεσμένο και τη διάθεσή του να

«καταθέσει» στον φακό την «ψυχή» του, να «αποκαλυφθεί» ή όχι.

Το ενδιαφέρον «παιχνίδισμα», που στάθηκε εξαιρετικά εύκολο στον Γιώργο Βέλτσο

να το επιβάλει, ήταν μια διαρκής τραμπάλα μεταξύ θέσης-αντίθεσης από τον ίδιο

και ερήμην της οικοδέσποινας: «H τηλεόραση είναι φτιαχτή, δεν είμαστε εμείς

μπροστά στον φακό, είναι τα εκτοπλάσματά μας, θα μπορούσαμε να είμαστε

ψηφιακοί… είμαστε φαντάσματα» ξεκίνησε ο «καλεσμένος», με εμφανή τη διάθεση

να προκαλέσει την καθιερωμένη αδράνεια του θεατή.

Και η διστακτική αντίδραση της οικοδέσποινας έμοιαζε να μην μπορεί να

ανταποκριθεί στην πρόκληση: «Χαίρομαι που έχω απέναντί μου ένα φάντασμα σε

παγκόσμια πρωτοτυπία», λέει, εκλαμβάνοντας τη μεταφορά σαν κυριολεξία, για να

συνεχίσει θέτοντας την έτοιμη ερώτηση. Προτίμησε να προσγειώσει την κουβέντα

ανασύροντας τα στερεότυπα μιας τηλεοπτικής «παρουσίασης» με τυπικές ερωτήσεις

– ποιος είναι ο Βέλτσος ως καθηγητής, ως ποιητής, σε ποιο κοινό απευθύνεται

κ.λπ. -, δικαιώνοντας το αρχικό ερώτημα του καλεσμένου και εν τέλει

υπηρετώντας την αμφισβήτησή του.

H τηλεόραση των καταγγελιών και των ψυχαγωγικών δελτίων ειδήσεων είναι η μόνη

που μπορούμε να έχουμε; Δεν μπορούμε να έχουμε μια τηλεόραση που δεν θα

υπακούει σε κανόνες ενδυματολογικούς και μακιγιάζ; Και το κοινό; Σε ποιο κοινό

απευθύνεται ο Βέλτσος; Μήπως είναι μικρό; Μήπως επαίρεται για το «μικρό

κοινό»; Μα ποιο «κοινό», είναι η απάντηση. Δεν υπάρχει ένα, υπάρχουν πολλά.

Και δεν έμεινε μόνο στην μποντριγιαρικής καταγωγής αμφισβήτηση της

επικοινωνίας τής τηλεόρασης ο Βέλτσος. Μίλησε για τον συντηρητισμό και το

βόλεμα των νέων στα στερεότυπα του αμερικανικού σινεμά, για την ποίηση που την

«γράφει όποιος έχει φτάσει στο αμήν (Πάουντ), εγώ πάλι όχι… Την γράφω για να φτάσω».

Αν και βρέθηκε σε δύσκολη θέση η Έφη Κυριακοπούλου απέναντι στο μόνιμο

«παιχνίδισμα» του καλεσμένου της, ακριβώς επειδή τήρησε το τελετουργικό που

εκείνος αμφισβητούσε, κατάφερε να προσθέσει ψηφίδες οι οποίες συμπλήρωναν, όσο

ήταν τηλεοπτικώς δυνατό, την προσωπικότητά του: πλάνα από τη θαλασσινή

μυκονιάτικη θέα του πατρικού σπιτιού του Γιώργου Βέλτσου, αποσπάσματα από

ποιήματά του διαβασμένα από τον ίδιο και από το έργο του «Camera Degli Sposi»

σε σκηνοθεσία Μαρμαρινού. Τουλάχιστον ήταν μια εκπομπή που αμφισβητούσε τον

«καναπέ», ακόμη και θυμώνοντάς τον, διεκδικώντας και το ζάπινγκ, χλευάζοντας

ύπουλα τον εθισμό σε αυτό.