«Είμαι χορτασμένος, επειδή στάθηκα τυχερός και δούλεψα πολύ. Δεν ζηλεύω τις

ανακαλύψεις των άλλων. Αντιθέτως, χαίρομαι. Θυμάμαι, όταν ο Ανδρόνικος

ανακάλυψε τους τάφους της Βεργίνας, τού έστειλα συγχαρητήρια επιστολή», λέει ο

αρχαιολόγος Γκιόργκι Κίτοφ

Μοιάζει έτοιμο να «μιλήσει». Εκφραστικό, χάλκινο, σε φυσικό μέγεθος το

πορτρέτο του βασιλιά των Θρακών Σεύθη Γ’ ήρθε στο φως κάτω από έναν σωρό από

πέτρες, στην κοιλάδα των Θρακών βασιλέων, κάπου 200 χλμ έξω από τη Σόφια.

«Προφήτης» όσων εντυπωσιακών κρύβονταν επτά μέτρα πιο μέσα. H πρόσοψη ενός

ναού, ένας διάδρομος 13 μ. και τρεις θάλαμοι που ακολουθούσαν – ο τάφος του

σημαντικού βασιλιά που ίσως αιχμαλώτισε τον Μακεδόνα διάδοχο του Μεγάλου

Αλεξάνδρου, Λυσίμαχο – έκρυβαν εκατοντάδες ευρήματα και μυστικά για τον κόσμο

των αρχαίων Θρακών. Είναι η πλέον πρόσφατη ανακάλυψη του διευθυντή του

Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών, Γκιόργκι Κίτοφ,

που εδώ και 12 χρόνια ανασκάπτει στην περιοχή και παρουσίασε την πλούσια

σοδειά του χθες στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.


Στην πρώτη από τις τρεις αίθουσες του ναού που μετατράπηκε σε τάφο προς τιμήν

του Σεύθη Γ’ είχε θυσιαστεί ένα άλογο

«Οι αρχαίες θρακικές φυλές δεν ζούσαν σε μικρές τρύπες, όπως λέει ο

Δημοσθένης», εξηγεί στα «NEA» ο Βούλγαρος αρχαιολόγος. «Τα αρχαιολογικά

ευρήματα αποδεικνύουν πως οι αρχαίοι Θράκες δεν ήταν άγριοι και πως δεν

αποτελούσαν την περιφέρεια του ελληνικού και του ρωμαϊκού κόσμου. Μπορούμε

πλέον να υποστηρίξουμε πως ήταν ισότιμοι σε θέματα πολιτισμού, θρησκείας και

πολέμου», λέει ο κ. Κίτοφ, που έχει ανακαλύψει τουλάχιστον τους 15 από τους

συνολικά 20 τάφους της Κοιλάδας των Βασιλέων – μια περιοχή ακτίνας 10 χλμ γύρω

από την πρωτεύουσα του Σεύθη (σήμερα βυθισμένη κάτω από τεχνητή λίμνη) με

ευρήματα από το τέλος του 6ου έως τις αρχές του 2ου αι. π.X., την εποχή της

μεγάλης ακμής του πολιτισμού των θρακικών φύλων.


Το χάλκινο κεφάλι αγάλματος που αποδίδεται στον Λύσιππο, ίσως να είναι το

μοναδικό αυθεντικό σωζόμενο έργο του διάσημου χαλκοπλάστη της αρχαιότητας

Τρεις επιγραφές με το όνομα του βασιλιά που έζησε στο τέλος του 3ου αι. –

αρχές 4ου αι. π.X. (σε περικεφαλαία και σε δύο χάλκινα αγγεία) ήταν αρκετές

για να ταυτιστεί ο τάφος με τον βασιλιά Σεύθη Γ’, που είναι και ο μόνος τάφος

για τον ιδιοκτήτη του οποίου οι αρχαιολόγοι μιλάνε με τόση βεβαιότητα. Όσο για

το χάλκινο πορτρέτο θεωρείται ότι απεικονίζει τον βασιλιά, καθώς μοιάζει με τη

μορφή του όπως απεικονίζεται σε νομίσματα της εποχής. «Πιστεύουμε ότι μπορεί

να είναι έργο του Λυσίππου, το οποίο μπορεί να το παρήγγειλε ο Σεύθης», λέει ο

αρχαιολόγος.

Δεκάδες χρυσά διακοσμητικά εξαρτήματα αλόγων, στεφάνια και αγγεία κρύβονταν

στον ακέραιο τάφο, που είχε συνολικό μήκος 23 μ. πλάτος 3,20 μ. και ύψος 4,5

μ. και αποτελεί «ένα από τα μεγαλύτερα και τα σημαντικότερα μνημεία της

θρακικής αρχιτεκτονικής». Το οικοδόμημα, που θυμίζει μυκηναϊκό τάφο, θεωρείται

πως πριν φιλοξενήσει τον νεκρό βασιλιά ήταν ναός. «Οι Θράκες συνήθιζαν να

θάβουν σε ναούς τους σημαντικούς νεκρούς τους διότι πίστευαν πως μετά γίνονταν

θεοί».


Και ελληνικά αριστουργήματα

H μοναδική έως τώρα χρυσή μάσκα βάρους 700 γραμμαρίων, που προήλθε από άλλο

τάφο της Κοιλάδας των Βασιλέων, χρονολογείται στον 5ο αι. π.X. και ίσως

απεικονίζει τον βασιλιά Τερεσό. «Στην πραγματικότητα είναι αγγείο πόσης»,

εξηγεί ο αρχαιολόγος. «Έχει κλειστά τα μάτια όχι επειδή ο βασιλιάς είναι

νεκρός, αλλά για να φανεί ότι απολαμβάνει το κρασί του»

H ελληνική παρουσία δεν απουσιάζει ούτε από την Κοιλάδα των Βασιλέων.

Αριστούργημα χαρακτηρίζεται ένα χρυσό δαχτυλίδι του τέλους του 5ου αι. που

απεικονίζει ή κωπηλάτη ή ακοντιστή, όπως και δύο ερυθρόμορφα αγγεία από την

Αθήνα. Το ένα μάλιστα έχει αποτυπωμένη μια άγνωστη στον ελληνικό κόσμο σκηνή:

Σατύρους να έχουν αιχμαλωτίσει κάτω από ένα δίχτυ τον Ηρακλή. Ελληνική μοιάζει

και μια ολόχρυση κύλικα που βρέθηκε στον τάφο του Σεύθη. «Εικάζουμε πως τα

περισσότερα πρέπει να ήταν δώρα, καθώς οι Έλληνες συχνά συμμαχούσαν με τους

Θράκες για να έχουν τα νώτα τους καλυμμένα. Ωστόσο δεν αποκλείεται κάποια να

είναι και λάφυρα», λέει ο Γκιόργκι Κίτοφ.