Αυτό που έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη της παιδικής μου ηλικίας είναι το «εν

φάτνη των αλόγων», όπως ακούγεται στον ύμνο της Γέννησης. Πρώτον, γιατί η λέξη

φάτνη δεν μου ήταν τότε απόλυτα οικεία και, δεύτερον, γιατί δεν μπορούσα να

εξηγήσω την προτίμηση του γιου τού ίδιου του Θεού μας να γεννηθεί μέσα σε

φάτνη αλόγων και όχι, αίφνης, σε φάτνη βοδιών ή σε κανονική φάτνη, λίκνο ή

κούνια, τέλος πάντων, για μωρά. Αργότερα, με τους μακροσκελείς μεγαλόστομους

λόγους που ήμουν υποχρεωμένος να υφίσταμαι στο σχολείο επ’ ευκαιρία εθνικών

επετείων, μου δημιουργήθηκε και απέχθεια (με διακατέχει ομολογώ ακόμα) ειδικά

προς τη λέξη λίκνο, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή συνοδεύεται από τη λέξη

πολιτισμός.

Η φάτνη φέρνει αναπόφευκτα στον νου τον στάβλο, τα άχυρα και μαζί την εύοσμον,

για ορισμένους, κοπριά. Μέσα στα άχυρα, λοιπόν, και δίπλα στις κοπριές και τα

ζεστά χνώτα των αλόγων γεννήθηκε ο Χριστός μας στη Βηθλεέμ. Αργότερα έμαθα ότι

μέσα σε μαντρί με κατσίκια, πρόβατα, τράγους και κριάρια γεννήθηκε ο Δίας, ο

Ερμής και δεν ξέρω και ποιος άλλος αρχαίος θεός. Τον Ρωμύλο και τον Ρέμο

ανέθρεψε μια λύκαινα. Προβατίνες, κατσίκες ή ελαφίνες θήλαζαν με το γάλα τους

αρχαίους θεούς, οι οποίοι είχαν μάλιστα φυγαδευτεί από νύμφες του βουνού και

των νερών, προκειμένου ν’ αποφύγουν τη δίωξη και τον θάνατο – όχι από τους

στρατιώτες του Ηρώδη, που είχε γίνει «θηριώδης», αλλά από την οργή, ενίοτε,

της ίδιας της μάνας τους ή και του θηριώδους πατέρα τους.

Οι στάβλοι, ωστόσο, και οι φάτνες αλόγων και βοδιών, όπως αργότερα διαπίστωσα,

αποτελούσαν για τους αρχαίους τεκμήρια πλούτου, ευμάρειας, εξουσίας, κοσμικής

και θεϊκής, όχι φτώχειας, μίζερης ή ταπεινής διαβίωσης. Η έκφραση μάλιστα

«βους επί φάτνη» ήταν παροιμιακή και δήλωνε άνεση και καλοζωία. Η έκφραση

«πλουσίαν έχειν φάτνην» είχε ανάλογη σημασία. Στον Πίνδαρο (Ο.13.92) «φάτναι

Ζηνός» (=φάτνες του Δία) αποκαλούνται οι φάτνες του θαυμαστού φτερωτού θεϊκού

αλόγου, του Πήγασου.

O Ρωμαίος «τουρίστας» του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανίας (1.32.7) αναφέρει ότι κοντά

στην ελώδη λίμνη της Μακαρίας πηγής στον Μαραθώνα υπήρχαν οι λεγόμενες

πέτρινες «φάτνες των αλόγων» του Πέρση σατράπη Αρταφέρνη, ακόμα και ίχνη της

σκηνής του στον βράχο. Ο Άγγλος περιηγητής συνταγματάρχης Leake είχε σχετίσει

τη σπηλιά στη δυτική πλαγιά του λόφου της Δρακονέρας, πάνω από την αλμυρή

λίμνη δίπλα στον Σχινιά, με τον στάβλο και τις «περίφημες» φάτνες του

Αρταφέρνη.

Οι Τεγεάτες, που μπήκαν πρώτοι στη σκηνή του Πέρση στρατηγού Μαρδόνιου, μετά

τη μάχη των Πλαταιών, και λαφυραγώγησαν το πλούσιο περιεχόμενό της, βρήκαν και

μιαν «αξιοθέατη χάλκινη φάτνη αλόγων», τόσο λαμπερή και περίτεχνη, ώστε την

αφιέρωσαν στον ναό της Αλέας Αθηνάς στην πατρίδα τους. Στο αρχοντικό τού ήρωα

Διομήδη τα άλογά του ήταν δεμένα με σιδερένιες αλυσίδες σε «ορειχάλκινες

φάτνες». Ακόμα και στην αρχιτεκτονική, τα μαρμάρινα πολυτελή και πολύχρωμα

φατνώματα (ορθογώνια βυθίσματα) των οροφών στους αρχαίους ναούς, αλλά και τα

ανάλογα ξύλινα φατνώματα στα «νεοελληνικά» αρχοντικά, έστω και αν βρίσκονται

αναποδογυρισμένα στο ταβάνι, από τις φάτνες των αλόγων έλκουν τη μορφή και την

ονομασία τους.

Ο Πέτρος Θέμελης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας.