Νομίζω ότι οι περισσότερες πόλεις στην Ελλάδα έχουν έναν γενέθλιο μύθο, που

διατρέχει ωστόσο αφανώς και την ιστορία τους, μαζί με έναν ήλιο «κυκλοδίωκτο,

ως αράχνη» που μας διπλώνει «και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως» για να

θυμηθούμε τον Κάλβο.

Διαβάζοντας τον Πικιώνη χαίρομαι όταν λέει: «… στο χώμα το θεοφόρο το

σπαρμένο από τα θραύσματα των αγγείων, ανάμεσα απ’ τα χαίνοντα πηγάδια που μου

μιλούσαν για τους αρχαίους κατοίκους αυτής της γης, της γης μου, εμόρφωνα την

συνείδησή της, έπλαθα την ιστορία της…».

Εγώ ζω απ’ το 1936 στην Αθήνα, με μικρές περιόδους αποδημίας. Ωστόσο

δεν θα αναφερθώ σε αναμνήσεις, αλλά θα σταθώ στη λογική και τη συμπεριφορά

εκείνων των υπερεθνικών συστημάτων τα οποία, αδιαφορώντας για γενέθλιους

τόπους και αγάπες και ωθούμενα από τη λογική της μεγιστοποίησης, της

κερδοφορίας και της ισχύος, αλώνουν το ήθος των συνειδήσεων και κάμπτουν τις

τοπικές πολιτισμικές αντιστάσεις.

Έτσι, για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων, ο εκπρόσωπος της

εξαγώγιμης αρχιτεκτονικής ιδεολογίας Καλατράβα ήταν ενδεδειγμένος εκφραστής

του εκσυγχρονισμού και της ομοιογενοποίησης με τα εκκωφαντικά και επιδειξιμανή

μεγέθη, μακριά από το «μέτρον» μιας δικής μας παραδόσεως που οι σπουδαίοι

Έλληνες αρχιτέκτονες θα μπορούσαν να συνεχίσουν. H Αθήνα δεν είναι μια

οποιαδήποτε πόλη. Και τούτο, επειδή η πολιτισμική της ιστορία είναι ασύγκριτη

και μοναδική, γεγονός που απαιτεί περίσκεψη και σεβασμό για ό,τι χτίζεται σ’

αυτόν τον ιερό τόπο.

Ο Άρης Κωνσταντινίδης έγραψε: «Πρόλαβα να διαπιστώσω ότι η απώλεια του

παρελθόντος μας είναι η πρώτη κοινωνική ομαδική αυτοκτονία μας».

Μακραίωνες λοιπόν παραδόσεις προσχώνονται από τη βιομηχανοποιημένη λάβα

μιας κατευθυνόμενης μαζικής κουλτούρας. Εμείς περιοριστήκαμε να ξαναφτιάξουμε

τις πλατείες, να κρύψουμε με πανό τα ερείπια, να βάψουμε τις πολυκατοικίες

στην πρόσοψη, ενώ στα υπόγεια θα εξακολουθήσουν να ζουν μαζί με τις κατσαρίδες

χιλιάδες άνθρωποι, στοιβαγμένοι καθέτως, «προνομιούχοι» στους εσωτερικούς

χώρους, κοιτάζοντας τα σκιερά πηγάδια και ακούγοντας γαβγίσματα σκύλων

καλύπτοντας ψυχικές ερημίες και ανασφάλειες.

Μέσα σε αυτήν την ξέφρενη και ομόφωνη αποδοχή – που αντανακλά καθώς

φαίνεται ζωτικές μας ανάγκες οι οποίες χρήζουν βέβαια ερμηνείας -, είναι

δύσκολο να ακουστεί τούτη την ώρα κριτικός λόγος.