Τον Απρίλιο του 1995 διοργανώθηκε στην Αθήνα μια πομπώδης εκδήλωση στο

Καλλιμάρμαρο στάδιο. Ο τότε πρόεδρος της IAAF, Πρίμο Νεμπιόλο, θέλησε να

τιμήσει μια ομάδα βετεράνων αθλητών. H προσέλευση δεν ήταν εντυπωσιακή, αλλά

ανάμεσα στους δώδεκα ηλικιωμένους άνδρες εκείνης της βραδιάς βρισκόταν ένας

εύθραυστος Τσέχος που κουβαλούσε επί σαράντα τρία χρόνια στους ώμους έναν

θρύλο.

Ο Εμίλ Ζάτοπεκ δεν νοιαζόταν για τις ελληνικές παράτες και καθυστέρησε στην

τελετή παρουσίασης των αναμνηστικών μεταλλίων. Έφτασε στο στάδιο αφότου είχε

τελειώσει η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση. Προχώρησε κατευθείαν στον μπουφέ και

συνάντησε έναν παλιό φίλο του από τα σοβιετικά χρόνια, τον διάσημο ποδηλάτη

Γιαν Βέσελυ. Ήταν και οι δύο πάνω από εβδομήντα. Κάθισαν παράμερα και πέρασαν

όλο το βράδυ μαζί.

Κάμποσα χρόνια αργότερα, τη χρονιά που πέθανε ο Ζάτοπεκ, ζήτησαν από τον

Βέσελυ να μιλήσει για τον Τσέχο φίλο του. Ο Βέσελυ θυμήθηκε εκείνη τη βραδιά

στην Αθήνα, και είπε ότι ο Ζάτοπεκ κρατούσε ακόμη μαζί του μια ασπρόμαυρη

δημοσιογραφική φωτογραφία από το Ελσίνκι του 1952.

Πόσα μπορεί, άραγε, να καταλάβει κανείς κοιτώντας την έκφραση ενός προσώπου σε

μια παλιά, τσαλακωμένη φωτογραφία;

***

Στο στάδιο όλοι γνώριζαν ποιος ήταν ο Εμίλ Ζάτοπεκ. Ήξεραν για τα εκκεντρικά

του πειράματα με τις διαλειμματικές προπονήσεις, που τότε ήταν ανήκουστες για

τους δρόμους αντοχής. Ήξεραν ότι πολλές φορές έτρεχε φορώντας βαριές

στρατιωτικές αρβύλες, για να σκληραγωγήσει τα πόδια του. Είχαν ακούσει ότι

έτρεχε μόνος τις νύχτες στους δρόμους της σκοτεινής Πράγας, κρατώντας έναν

φακό, και όταν η δουλειά του στην αστυνομία της Τσεχοσλοβακίας δεν του άφηνε

χρόνο για τρέξιμο, εκείνος συνήθιζε να ανεβοκατεβαίνει αμέτρητες φορές τις

σκάλες του αστυνομικού μεγάρου.

Οι περισσότεροι είχαν έρθει για να παρατηρήσουν με περιέργεια αυτόν τον άκομψο

τριαντάχρονο Τσέχο, που έτρεχε με τους ώμους αφύσικα σηκωμένους και τα χέρια

σφιγμένα στο στήθος. Ο Εμίλ Ζάτοπεκ είχε διαρκώς μια αποκρουστική έκφραση

αγωνίας στο πρόσωπο. Έτρεχε με το στόμα ανοιχτό και τη γλώσσα κρεμασμένη στο

χείλος της κάτω γνάθου. Το κεφάλι του ήταν διαρκώς γερμένο στα αριστερά. Τα

πόδια του κάλπαζαν εμπρός, αλλά ο κορμός του έμοιαζε να σύρεται με κόπο, λίγα

εκατοστά πιο πίσω. Ήταν τόσο παράξενη και έντονη η εικόνα του Εμίλ Ζάτοπεκ

όταν έτρεχε, ώστε ακόμα και όταν κυκλοφορούσε όπως όλοι στον δρόμο οι άνθρωποι

που τον συναντούσαν δεν έβλεπαν εμπρός τους τον Εμίλ Ζάτοπεκ, αλλά ένα έντομο

που κινούνταν με ασυντόνιστες κινήσεις.

Αυτές ήταν οι σκέψεις των θεατών, όταν τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν τους δρομείς

για την κούρσα των πέντε χιλιάδων μέτρων. Ο Εμίλ Ζάτοπεκ θα αγωνιζόταν ανάμεσα

σε φίλους: τον Γερμανό Χέρμπερτ Σέιντ, τους Βρετανούς Κρις Τσάταγουεϊ και

Γκόρντον Πίρι, τον Γκαστόν Ρέιφ από το Βέλγιο και τον Αλγερινό Αλέν Μιμούν,

που εκπροσωπούσε τη Γαλλία. Ο γιατρός της αποστολής από την Τσεχοσλοβακία είχε

προειδοποιήσει τον Ζάτοπεκ ότι δεν είχε αποθεραπευτεί πλήρως από την εγχείρηση

στους λεμφαδένες, στην οποία είχε υποβληθεί δυο μήνες νωρίτερα, εκείνος όμως

δεν ήθελε να απουσιάζει από αυτήν τη συντροφιά.

Όταν στάθηκαν στη γραμμή της εκκίνησης, ο Ζάτοπεκ είχε αποφασίσει ότι – για

τον ίδιο – ο αγώνας ήταν εξαρχής χαμένος. Στράφηκε τότε στον Χέρμπερτ Σέιντ,

που αγωνιζόταν με τον αριθμό 740, και του είπε ότι θα τον βοηθούσε να κερδίσει

εκείνος. Συμβούλευσε τον Γερμανό φίλο του να αποφύγει να οδηγήσει τον αγώνα

για τα πρώτα δύο χιλιόμετρα και να τον αφήσει να θέσει αυτός ένα συντηρητικό

τέμπο ως την πέμπτη στροφή.

***

Στο άκουσμα της πιστολιάς του αφέτη, οι εξήντα έξι χιλιάδες θεατές ξεσπούν σε

χειροκροτήματα. Στα πρώτα μέτρα τίθεται επικεφαλής ο Τσάταγουεϊ. Οδηγεί το

πρώτο τετρακοσάρι σε αργό τέμπο, ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούν εν σειρά. Ο

Ζάτοπεκ βρίσκεται στην «ουρά» της ομάδας, πίσω από τον Σέιντ. Κάνουν ακόμα

έναν γύρο χωρίς να αλλάξει τίποτα. Στα οκτακόσια μέτρα η υπομονή του Σέιντ

εξαντλείται. Επιταχύνει, φτάνει τον Τσάταγουεϊ και παίρνει την πρώτη θέση

«τραβώντας» μαζί του τον Ζάτοπεκ, που είναι αποφασισμένος να τρέξει μαζί με

τον Γερμανό πρωταθλητή. Στα επόμενα τετρακόσια μέτρα, ο Ζάτοπεκ προσπαθεί δύο

φορές να περάσει τον Σέιντ για να τον απαλλάξει από την κορυφή της κούρσας,

όμως ο Σέιντ αρνείται να αλλάξει τον ρυθμό του. Στο τέλος, ο Ζάτοπεκ του

φωνάζει: «κάνε δυο στροφές μαζί μου Χέρμπερτ» και περνάει σε ρόλο οδηγού. Ο

Σέιντ ακολουθεί.

H σειρά δεν αλλάζει στην κορυφή. Ο Ζάτοπεκ οδηγεί τους έξι προπορευόμενους

αθλητές που έχουν αποκοπεί από τους υπόλοιπους σχηματίζοντας μια σφιχτή ομάδα.

Περιμένουν τον επόμενο που θα αποφασίσει να περάσει πρώτος αλλάζοντας το

τέμπο. Συνεχίζουν χωρίς ανακατατάξεις για το επόμενο ενάμισι χιλιόμετρο.

Μπαίνοντας στην τέταρτη στροφή, ο Μιμούν είναι αυτός που τελικά παίρνει την

πρωτοβουλία και ξεκινά για την κορυφή. Ο Σέιντ το αντιλαμβάνεται και,

φοβούμενος την επίθεση του Αλγερινού, στρέφει το βλέμμα προς τα πίσω και

προσπερνά τον Ζάτοπεκ αναγκάζοντας όλους να τρέξουν πιο γρήγορα.

Όσο περνά ο χρόνος, η σειρά πίσω από τον Σέιντ αλλάζει διαρκώς, καθώς οι

δρομείς είναι πλέον νευρικοί και θέλουν να βρίσκονται σε καλή θέση για την

τελική επίθεση. Ο ρυθμός ανεβαίνει ακόμα πιο πολύ και ο καθένας υπολογίζει τις

δυνάμεις που του απομένουν. Ο Ζάτοπεκ ακολουθεί τον Σέιντ. Τρέχει την κούρσα

παθητικά, αφήνοντας την πρωτοβουλία στον Γκόρντον Πίρι, που αποφασίζει να

φύγει μπροστά. Προσπερνά τον Ζάτοπεκ και τον Σέιντ, και επιδιώκει να ξεφύγει

από την ομάδα, που όμως τον ακολουθεί ασθμαίνοντας. Το τέμπο έχει γίνει πλέον

δυσβάσταχτο.

Πρώτος εγκαταλείπει ο Ρέιφ, που βγαίνει στον τρίτο διάδρομο αφήνοντας τους

υπόλοιπους να συνεχίσουν. Βγαίνοντας από τη δεύτερη στροφή, πριν χτυπήσει το

καμπανάκι, και με πεντακόσια μέτρα να απομένουν, ο Πίρι εξαντλείται και αυτός.

Ένας ένας τον προσπερνούν οι Σέιντ, Τσάταγουεϊ, Μιμούν και Ζάτοπεκ. Όταν

μπαίνουν στο τελευταίο τετρακοσάρι, ο Τσέχος δρομέας με τον αριθμό 903 δείχνει

εξαντλημένος, αλλά ακολουθεί τους τρεις πρώτους. Σε αυτό το σημείο παύει να

κυριαρχεί ο έλλογος νους. Το σώμα παίρνει τον πρώτο λόγο και κινείται σχεδόν

αυτόματα. Υπάρχει ένα όριο πέρα από το οποίο η συνείδηση πέφτει σε μια

ιδιότυπη ύπνωση.

Ο Ζάτοπεκ κάνει μια αψυχολόγητη προσπάθεια να περάσει πρώτος. Τα καταφέρνει.

Τέσσερις δρομείς για τρία μετάλλια. Τριακόσια μέτρα ως το τέλος. Ο Ζάτοπεκ

είναι έτοιμος να καταρρεύσει. Δεν θα αντέξει πολύ. Μόλις μπαίνουν στο βιράζ,

βλέπει απογοητευμένος να τον προσπερνούν με τη σειρά οι Τσάταγουεϊ, Σέιντ και

Μιμούν, που τρέχουν σαν μανιασμένοι.

Διακόσια μέτρα από τον τερματισμό. Οι Τσάταγουεϊ, Σέιντ και Μιμούν

διαγκωνίζονται για την πρωτιά. Ο Ζάτοπεκ βρίσκεται δύο μέτρα πίσω τους. Τα

πόδια του είναι βαριά, ο διασκελισμός του γίνεται με κάθε βήμα και πιο

επίπονος, το κεφάλι του τραντάζεται δεξιά και αριστερά. Ο Σέιντ αποφασίζει να

οδηγήσει, αλλά ο Τσάταγουεϊ αντιδρά αμέσως πάνω στη στροφή. Ο Μιμούν

ακολουθεί. Βλέποντας τους τρεις τους να απομακρύνονται, ο Ζάτοπεκ σπρώχνει τον

εαυτό του στα όρια και εξαντλεί τα τελευταία αποθέματα δύναμης που διαθέτει

για να τους ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή, ο προπορευόμενος Τσάταγουεϊ

ανακαλύπτει ότι έχει κάνει το σπριντ πολύ νωρίς. Καταρρέει λίγο πριν από την

τελική ευθεία, σκοντάφτει και σωριάζεται στο χωμάτινο στάδιο. Ο Ζάτοπεκ βλέπει

την κατάρρευση του Άγγλου δρομέα και καταλαβαίνει ότι μόλις έχει κερδίσει ένα

Ολυμπιακό μετάλλιο. Αρκεί να αντέξει. Υποφέρει. Το πρόσωπό του έχει

μεταμορφωθεί σε μια τρομαχτική μάσκα, τα πόδια του χτυπούν το χώμα σχεδόν

απελπισμένα και το κεφάλι του κλυδωνίζεται. Τα πάντα συμβαίνουν μέσα σε

ελάχιστα δευτερόλεπτα. Οι Σέιντ και Μιμούν συνεχίζουν και εκείνοι

εξαντλημένοι. Οι τρεις δρομείς περνούν δίπλα από τον έρποντα Τσάταγουεϊ.

Εκείνη τη στιγμή απέχουν μεταξύ τους μόνο δύο διασκελισμούς.

Τότε συμβαίνει κάτι μοναδικό. Μέσα σε μόλις τρία μέτρα, ο Ζάτοπεκ προσπερνά

τον έκπληκτο Μιμούν, τρέχοντας με τα μάτια κλειστά και το στόμα ορθάνοιχτο,

σαν να καταδιώκει την τελευταία αναπνοή που θα τον κρατήσει στη ζωή. Ο Μιμούν

προσπαθεί μάταια να αντιδράσει. Τα χέρια του μοιάζουν να χουφτιάζουν τον αέρα,

μα είναι ανίκανος να τρέξει πιο γρήγορα. Ο Σέιντ μένει απρόσμενα τρίτος,

κοιτώντας απορημένος μέσα από τα θολωμένα γυαλιά του. Όλα αλλάζουν μέσα σε

λίγα μέτρα.

Το στήθος του Ζάτοπεκ κόβει την ταινία του τερματισμού. Το χρονόμετρο δείχνει

14.06.6, σχεδόν εννιά δευτερόλεπτα κάτω από το Ολυμπιακό ρεκόρ του Σέιντ.

***

Λίγες στιγμές αφότου τερμάτισε, ο Εμίλ Ζάτοπεκ επέστρεψε μεμιάς από τη σιωπή.

Μόνο τότε άκουσε το πλήθος που ζητωκραύγαζε. Γύρισε το βλέμμα προς τα πίσω και

αντίκρισε για πρώτη φορά τα βασανισμένα πρόσωπα του Μιμούν και του Σέιντ. Είχε

– μόλις εκείνη τη στιγμή – επιστρέψει στον κόσμο.

Τα τελευταία βήματα ο Εμίλ Ζάτοπεκ τα είχε τρέξει απόλυτα μόνος. H κούρσα των

πέντε χιλιάδων μέτρων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι το 1952 έχει

καταγραφεί ως μια από τις δραματικότερες στην ανθρώπινη ιστορία. Σε εκείνους

τους αγώνες, μέσα σε μόλις μια εβδομάδα, ο Εμίλ Ζάτοπεκ κέρδισε την κούρσα των

πέντε χιλιομέτρων, των δέκα χιλιομέτρων και τον μαραθώνιο (που έτρεχε για

πρώτη φορά στη ζωή του) σημειώνοντας ολυμπιακά ρεκόρ και στα τρία αγωνίσματα.

Το κατόρθωμα του Τσέχου δρομέα ονομάστηκε η «τριπλή κορόνα» [triple crown],

δεν έχει επιτευχθεί έκτοτε και θεωρείται πλέον αδύνατον να επαναληφθεί, μια

και τα ρεκόρ στους δρόμους αντοχής έχουν κατεβεί σε πολύ χαμηλούς χρόνους. Ο

«υπέροχος Τσέχος» αγωνίστηκε σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη εδραιωθεί η

παγκόσμια εξουσία των MME. Αγωνιζόταν μόνος. Δεν ήταν επαγγελματίας αθλητής.

Δεν είχε καν προπονητή. Το καθεστώς τον αντιμετώπιζε με καχυποψία. Αποσύρθηκε

το 1958 και δέκα χρόνια αργότερα έπεσε σε δυσμένεια, όταν υποστήριξε ανοιχτά

τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ κατά τη διάρκεια της «άνοιξης της Πράγας». Μετά την

σοβιετική εισβολή ο Ζάτοπεκ έχασε τη θέση του στην αστυνομία, αποβλήθηκε από

το Κομμουνιστικό Κόμμα και καταδικάστηκε σε χειρωνακτική εργασία σε έναν

σταθμό υγραερίου και ακολούθως σε ένα ορυχείο ουρανίου. Αποκαταστάθηκε μόλις

το 1970. Το καθεστώς τον είχε λυγίσει. Διαφώνησε με τη «Χάρτα 77» και

υποστήριξε ανοιχτά το μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών του Λος Άντζελες το 1984. Ο

βετεράνος δρομέας ήταν πλέον βαριά άρρωστος. Κατάφερε όμως να ταξιδέψει στο

Σίδνεϋ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και – όπως αναφέρει η γυναίκα του Ντάνα –

χάρηκε σαν παιδί όταν παρακολούθησε την κούρσα των πέντε χιλιομέτρων, αν και

δεν μετρούσε πια τους γύρους ούτε παρακολουθούσε τον χρόνο όπως έκανε παλιά.

Πέθανε το ίδιο καλοκαίρι, όταν επέστρεψε στην αγαπημένη του Πράγα.