«Ο συλλέκτης» παίζεται με μεγάλη προσέλευση κοινού, κατά πλειονότητα πολύ νέων

παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, γύρω στα είκοσι. Επειδή πιστεύω πως το θέατρο

είναι από τις λίγες πλέον άμεσες επαφές των ανθρώπων με μια μίμηση ζώντων και

επειδή, όποιος το προσεγγίσει, είναι αδύνατον να μην ευεργετηθεί από τη μαγεία

του και επειδή, όπως και οι στατιστικές το αποδείχνουν, τώρα μόλις η νεολαία

μας έρχεται, δειλά δειλά, σε πρώτη επαφή με τη θεατρική σαγήνη, υπάρχει

κίνδυνος να μυηθεί στο θεατρικό μυστήριο με λανθασμένο τρόπο,

αποπροσανατολιστικά, επιφανειακά και δημαγωγικά, οφείλουμε να λέμε θαρρετά

όλοι τη γνώμη μας για να προλάβουμε μια τηλεορασοποίηση του θεάτρου.

Αυτό, κατά τη γνώμη μου, συμβαίνει με την παράσταση του «Συλλέκτη». Και πρώτα

η διασκευή του Μαρκ Χήλυ. Ρηχή, επεισοδιώδης, αφιλοσόφητη, αβαθέστατη και

αμαθέστατη. Από εκεί νομίζω αρχίζει το κακό και παρέσυρε και τη σκηνοθεσία.

Επειδή τιμώ ιδιαιτέρως την αποδεδειγμένη πνευματικότητα του Δημήτρη Λιγνάδη,

φιλολόγου και ηθοποιού με βαριά κληρονομιά οικογενειακής σοφίας, θεωρώ ότι δύο

είναι οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην τελείως γραμμική και άγευστη

πνευματικότητας αυτή παράσταση, η διασκευή και ο πρωταγωνιστής. Θα προσπαθήσω

να εξηγήσω και τα δύο.

Ο Φώουλς είναι ένας από τους μείζονες πεζογράφους της Βρετανίας.

Σπουδαίος φιλόλογος (που στα νιάτα του υπηρέτησε στην Αναργύρειο Σχολή Σπετσών

– όπου εμπνεύστηκε και το αριστούργημά του «Ο Μάγος») και στοχαστικός

μυθιστοριογράφος, είναι εκείνος που εισήγαγε στη νεώτερη πεζογραφία της

Βρετανίας μια μεταφυσική διάσταση, μια μυθολογική αντιμετώπιση της φύσης και

έναν ιδιαίτερο αναρχούμενο φιλοσοφικό στοχασμό.

Στον «Συλλέκτη» είναι εμφανή αυτά τα χαρακτηριστικά. Ο ιδιότυπος ήρωας της

νουβέλας δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ένας παθολογικά τρελός. Με τρελούς δεν

γίνεται πεζογραφία. Με ήρωες που καμώνονται τους τρελούς, με ηλίθιους, με

στερημένους ή άρρωστους ναι, αλλά όχι με τρελούς. Πεζογραφία και θέατρο μπορεί

να γίνει με λοξούς ανθρώπους, με προσωπικότητες με ιδιορρυθμίες, με ειδικές

χρήσεις της λογικής, με σοφιστές που αλλάζουν συνεχώς γένος ή είδος

επιχειρημάτων ή που αλλάζουν λογικό έλεγχο.

Ο ήρωας του Φώουλς είναι ένας απόλυτος εστέτ, ένας μεταφυσικός του έρωτα και

ένας αισθητικός της ομορφιάς στην πλέον ακίνητή της στάση. Ένας θανατόφιλος,

αλλά θανατόφιλος του ωραίου. Μια ιδιόμορφη εκδοχή ενός πλατωνικού

αντικειμενικού οπαδού των ιδεών.

Ο Κλεγκ συλλέγει πεταλούδες. Είναι ερωτευμένος με την ποικιλία τους, την

εξαίσια χρωματική τους ποικιλία, τα άπειρα σχήματά τους, τις εκλεκτικές τους

συγγένειες. Ως γνωστόν, οι περισσότερες πεταλούδες είναι εφήμερες, γεννιούνται

και πεθαίνουν σε λίγες ώρες. Ο ήρωας του Φώουλς μισώντας, απεχθανόμενος την

εφήμερη θνητότητα, αθανατίζει τα άπειρα είδη των πεταλούδων διατηρώντας στην

αιωνιότητα το σχήμα, την ποικιλία, το χρωματικό όργιο, την οργιώδη φαντασία

και τη μουσική της εύθραυστης αυτής δομής ζωής που μόνο νεκρή μπορεί να

προσφέρει θέα, απόλαυση, αισθητική χαρά και θαυμασμό για τη φυσική φαντασία.

Ο Κλεγκ σκοτώνει τα μιμήματα, τα είδωλα, τη ζώσα φύση για να δημιουργήσει ένα

μεταφυσικό μουσείο, έναν επέκεινα τόπο, έναν παράδεισο, όπου το θνητό

αναπαύεται ως ιδέα, ως μοναδική και αιώνια απεικόνιση του φθαρτού κόσμου.

Οι πεταλούδες της συλλογής του Κλεγκ είναι ένα πλατωνικό ΜΕΤΑΞΎ. Η

απονεκρωμένη και μνημειώδης φύση μετέχει στον κόσμο των αισθητών ως παρελθούσα

ζώσα φύση και νοσταλγεί τον κόσμο των νοητών απ’ όπου εξέπεσε στη φθαρτή ζώσα

ύλη και νοσταλγεί να επιστρέψει, διψώντας την ανάπαυση, την τέλεια ακινησία

της αιωνιότητας. Ο ήρωας του Φώουλς δεν μπορεί να ανεχθεί το πολλαχώς

λεγόμενον ον και τον αιωνίως μεταβαλλόμενο κόσμο του Ηράκλειτου και υπηρετεί

αφοσιωμένος διά βίου τον κόσμο της αιώνιας ακινησίας του Παρμενίδη. Με τη

διαφορά πως ο κόσμος εκείνος είναι απόλυτα νοητός και ταυτισμένος με το είναι,

ενώ ο κόσμος του Κλεγκ είναι μια κίνηση προς την ακινησία από τη ζωή στον

θάνατο, από το φθαρτό στο αιώνιο και από το είναι στην ακίνητη ιδέα.

Δηλαδή, για να μπούμε και στο μεδούλι του Φώουλς, ο ελληνοθρεμμένος αυτός

διανοούμενος, ο μονήρης και απομονωμένος μακριά από την χλαλοή των μεγάλων

πόλεων συγγραφέας, ο «Συλλέκτης» είναι μια κριτική του ευρωπαϊκού ιδεαλισμού

και μια υπεράσπιση του αρχαίου και του αγγλοσαξωνικού εμπειρισμού, της

διαλεκτικής και της ζωής. Λέει κάπου ο Ντέσμοντ Μόρρις, ο μεγάλος

ανθρωπολόγος, πως δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί εμείς στη Δύση κυρίως (κι

όπου βιαίως επιβάλαμε τη φιλοσοφία μας) θεωρούμε πως προοδεύσαμε λοιδορώντας

τους πρωτόγονους.

Ένας Αφρικανός όταν πεινάει και δεν έχει άλλο τρόπο να επιβιώσει τρώει έναν

άνθρωπο από τη διπλανή φυλή. Δεν καταλαβαίνω, λέει ο Μόρρις, τι σόι

«πολιτισμός» είναι ο δικός μας όπου σκοτώνουμε ανθρώπους και δεν τους τρώμε!

Γιατί, θα έλεγε ο Φώουλς, έχουμε μεταφέρει τον κόσμο τον χειροπιαστό, τον

κόσμο της κίνησης και των μεταβολών, σ’ ένα άλλο επίπεδο νοητό, όπου τον

έχουμε ακινητοποιήσει, είτε για να τον κωδικοποιήσουμε είτε για να τον

σπουδάσουμε είτε για να τον υμνήσουμε, να τον προσκυνήσουμε είτε για να τον

κατέχουμε. Τα σχεδιαγράμματα των βόνασσων στα σπήλαια της Αλταμούρας ήταν η

πρώτη μετάθεση από τα πράγματα στα σχήματα, από τη ζωή στην εικόνα, από την

κίνηση στην ακινησία. Κατέχοντας το σχήμα ο πρωτόγονος (που γίνεται πλέον

sapiens μ’ αυτό!) κατείχε την ιδέα, ενέτασσε τη ζωή στη γλώσσα και την αίσθηση

στη νόηση.

Δεν είναι τρελός ο Κλεγκ, πάσχει από την ιδεαλιστική επιδημία της Δύσης. Είναι

ένας ιδεοληπτικός. Πώς το λέει ο Πλάτων στο «Φαίδωνα»; Η φιλοσοφία (άρα η ζωή

ως επιχείρημα) είναι μελέτη θανάτου. Ο ήρωας του Φώουλς οδηγεί αυτό τον ορισμό

στα άκρα. Συλλέγει, όπως ο άλλος εκείνος ήρωας του Γκόγκολ, «νεκρές ψυχές».

Να γιατί ήταν τελείως λανθασμένη η διασκευή και παρέσυρε τον Λιγνάδη να

σκηνοθετήσει το έργο σαν μια ψυχοπαθολογική περίπτωση. Άλλο που δεν ήθελε ο

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης από το να επιστρατεύσει μια τελείως πεπαλαιωμένη

υποκριτική, της εποχής των βαμπίρ του βωβού σινεμά, γουρλωμένα μάτια, αφροί

στο στόμα, ερωτικοί σπασμοί, ναρκισσιστικά καμώματα, κυρίως αυτιστικές

αντιδράσεις και αυτοερωτικές ειδωλολατρίες. Για να παιχθούν (με άλλη διασκευή)

αυτοί οι ρόλοι χρειάζονται ηθοποιούς με βαθιά πνευματικότητα, εσωτερική

τεχνική, ασκητική και άκρα ταπείνωση. Ο Μαρκουλάκης έπαιζε όπως στο

εξπρεσιονιστικό «Νοσφεράτου» και το βωβό «Φάντασμα της Όπερας».

Η νεαρά ηθοποιός Μαρίνα Καλογήρου, που εκπροσωπεί τη ζωή, το θνητό, την

μεταβαλλόμενη φθαρτή ομορφιά, που πρέπει να συνδυάζει τον φόβο με την

περιέργεια, τον τρόμο με την προσδοκία ηδονής, τον οίστρο ζωής και θανάτου,

ήταν πειστικότερη και «ανθρωπινότερη». Ο χώρος που έντυσε λιτά η Εύα Νάθενα

διάβαζε καλύτερα τον Φώουλς από τη διασκευή και τη σκηνοθεσία.