Το τηλέφωνο του Ελ. Βενιζέλου στο σπίτι ήταν το 85, ενώ του δικηγόρου Σ.

Σημίτη, πατέρα του σημερινού Πρωθυπουργού, το 349. Αυτό φαίνεται λογικό, αν

σκεφτεί κανείς ότι εκείνη την περίοδο υπήρχαν στην Αθήνα μονάχα 60 τηλέφωνα

και στον Πειραιά άλλα 30

Στα τέλη τού… προπερασμένου αιώνα, όταν το ελληνικό κράτος άρχισε να

εγκαθιστά τα πρώτα τηλεφωνικά κέντρα, οι αριθμοί κλήσεις ήταν διψήφιοι ή και

τριψήφιοι. Το τηλέφωνο του Ελ. Βενιζέλου στο σπίτι ήταν το 85, ενώ του

δικηγόρου Σ. Σημίτη, πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, το 349. Αυτό φαίνεται

λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι εκείνη την περίοδο υπήρχαν στην Αθήνα μονάχα 60

τηλέφωνα και στον Πειραιά άλλα 30. Σήμερα, 106 χρόνια αργότερα, τα πράγματα

έχουν αλλάξει. Τα σταθερά τηλέφωνα υπολογίζονται τουλάχιστον σε 6 εκατομμύρια,

ενώ οι αριθμοί κλήσεις από επταψήφιοι θα αρχίσουν να γίνονται εντός του

Ιουλίου δεκαψήφιοι. Ο λόγος που οδήγησε πριν από λίγο καιρό την Εθνική

Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων στο να συντάξει το νέο Εθνικό

Σχέδιο Αριθμοδότησης είναι ότι… ξεμείναμε από τηλεφωνικούς αριθμούς! Το νέο

Σχέδιο θα εξασφαλίσει περίπου 100 εκατομμύρια καινούργιους αριθμούς και με

αυτόν τον τρόπο θα καλύψει τις ανάγκες της χώρας μας για πολλά χρόνια. Τα

πράγματα βέβαια ήταν πολύ διαφορετικά στη δεκαετία του 1880, όταν κάποιες

ιδιωτικές εταιρείες ξεκίνησαν από μόνες τους να εγκαθιστούν τηλεφωνικές

γραμμές, επειδή δεν μπορούσαν να περιμένουν την Υπηρεσία των Ταχυδρομείων και

Τηλεγραφείων να τους εξυπηρετήσει.

Ιδιωτικό το πρώτο!

Έτσι, λοιπόν, η Εταιρεία Διανοίξεως Διώρυγας Ισθμού Κορίνθου απέκτησε το πρώτο

της τηλέφωνο το 1882, δηλαδή 13 ολόκληρα χρόνια προτού το κράτος εγκαθιδρύσει

επισήμως στην Αθήνα το πρώτο τηλεφωνικό κέντρο. Την ίδια σχεδόν ημερομηνία, το

1885 η εταιρεία Βαρφ, που είχε έδρα τη Ζάκυνθο, απέκτησε και εκείνη το πρώτο

της τηλέφωνο, ενώ το ίδιο παράδειγμα ακολούθησαν η Υφαντουργική Εταιρεία

Φαλήρου, η Ελληνική Χαρτοποιία Φαλήρου, η εταιρεία Μαρκότσι στη Σύρο, η

Βυρσοδεψία Ρουσσάκη στην Αθήνα, κ.ά. Οι τηλεφωνικές συσκευές που είχαν

αποκτήσει οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις δεν είχαν καντράν, αλλά ήταν

μαγνητικές. Ουσιαστικά χρησίμευαν σαν μέσο ενδοεπικοινωνίας. Δινόταν δηλαδή η

δυνατότητα στον διευθυντή της εταιρείας να μιλάει από το τηλέφωνο στο σπίτι

του με το εργοστάσιο, όπου υπήρχε άλλο τηλέφωνο. Εκείνη την εποχή η τηλεφωνική

επικοινωνία λεγόταν «τηλεφωνική συγκοινωνία».

Τα πρώτα 90 κρατικά

Όταν το 1895 η Υπηρεσία Ταχυδρομείων και Τηλεγραφημάτων τροφοδότησε με 90

τηλέφωνα, σε Αθήνα και σε Πειραιά, τις κρατικές υπηρεσίες, οι αριθμοί κλήσεων

ήταν διψήφιοι. Το υπουργείο Οικονομικών, για παράδειγμα, είχε τον αριθμό 01.

Όμως όταν ο αρχηγός της Αστυνομίας ήθελε να μιλήσει με τον υπουργό, δεν θα

καλούσε ο ίδιος τον αριθμό 01 (αφού τα τηλέφωνα δεν είχαν ακόμη καντράν), αλλά

θα σήκωνε το ακουστικό, θα κουνούσε τη μανιβέλα και θα συνδεόταν με το κέντρο

και από εκεί θα περνούσαν τη γραμμή στο υπουργείο.

Οι πρώτοι δέκα διψήφιοι αριθμοί ανήκαν στα υπουργεία. Η δεύτερη δεκάδα αριθμών

ανήκε στην Αστυνομία, η τρίτη και η τέταρτη στον Στρατό, στο δικαστικό σώμα,

στις φυλακές, κ.λπ. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα 30 τηλέφωνα του Πειραιά είχαν

δοθεί σε υπηρεσίες όπως η Αστυνομία, το Τελωνείο, το Φρουραρχείο, η Τράπεζα

των Εθνών, αλλά και σε μεγάλες εισαγωγικές εταιρείες. Ένα τηλεφώνημα από την

Αθήνα στον Πειραιά και αντίστροφα ήταν υπεραστικό. Ο Ανδρέας Μηλιώνης,

οικονομολόγος και στέλεχος της διεύθυνσης Εμπορικής Ανάπτυξης του ΟΤΕ, λέει

ότι «εκείνα τα χρόνια το τηλέφωνο ήταν κάτι έξω από την κοινωνία. Η ανάγκη

απόκτησής του δεν άγγιζε τον κόσμο, έστω και αν είχαν περάσει περίπου 25

χρόνια από την ανακάλυψή του».

Οι πρώτοι 400 συνδρομητές

Καθώς ο καιρός περνούσε και μπήκε ο 20ός αιώνας, ο αριθμός των τηλεφώνων

αυξήθηκε και έφθασε τα 300, ενώ οι αριθμοί κλήσης από διψήφιοι έγιναν

τριψήφιοι. Στη δεκαετία του 1900 όλο και περισσότερος κόσμος άρχισε να

επιδιώκει την απόκτηση τηλεφώνου.

Το 1902 ο συνολικός αριθμός των κατόχων τηλεφώνου στην Αθήνα, τον Πειραιά και

το Νέο Φάληρο δεν ξεπερνά τους 400, ενώ αργότερα, στο χρονικό διάστημα 1903 –

1909, οι συνδρομητές έφθασαν τους 600. Ο αριθμός των τηλεφώνων συνέχισε να

αυξάνει με μεγάλο ρυθμό και τον Δεκέμβριο του 1922 οι συνδρομητές τηλεφώνου

πλησίαζαν τους 2000.

Ύστερα από λίγα χρόνια, στα 1930, όταν ιδρύθηκε η Ανώνυμος Ελληνική Τηλεφωνική

Εταιρεία (ΑΕΤΕ), στο πλαίσιο συμβατικής υποχρέωσης της εταιρείας Siemens προς

το ελληνικό δημόσιο, λειτουργούσαν στη χώρα 15.000 τηλέφωνα.

Μέχρι τότε τα τηλέφωνα στην Αθήνα είχαν τετραψήφιους αριθμούς κλήσεων, ενώ

στην επαρχία είχαν τριψήφιους.

Από το ’30 έως το ’60…

Το 1931 η ΑΕΤΕ άρχισε να τοποθετεί, σε 42 μεγάλες πόλεις 3000 τηλέφωνα, τα

οποία διέθεταν καντράν. Τα τηλέφωνα στην Αθήνα ήταν πλέον πενταψήφια, ενώ στην

επαρχία τετραψήφια. Τα ψηφία των αριθμών κλήσης δεν άλλαξαν παρά μόνο στις

αρχές της δεκαετίας του 1960. Τότε οι τηλεφωνικοί αριθμοί κλήσης στην Αθήνα

έγιναν εξαψήφιοι και στα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να αλλάζουν για

μια ακόμα φορά, ώστε να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση, και έγιναν επταψήφιοι.

Η αλματώδης ανάπτυξη

Την ίδια στιγμή αυτό που μεταβαλλόταν, και μάλιστα πολύ γρήγορα, ήταν ο

αριθμός των κατόχων τηλεφωνικών συσκευών. Όταν ιδρύθηκε ο ΟΤΕ το 1949, υπήρχαν

63.000 τηλέφωνα σε ολόκληρη τη χώρα. Το 1956 τα τηλέφωνα ανέρχονταν σε 105.000

και το 1967 σε 532.000. Ο αριθμός αυτός ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο το 1971, ενώ

το 1978 τα 2.000.000. Το 1991 ο αριθμός των τηλεφώνων διπλασιάστηκε και έφθασε

τα 4.189.501, ενώ σήμερα ξεπέρασαν τα 6.000.000.

Τηλεφωνική μετάδοση αποτελεσμάτων των πρώτων Ολυμπιακών

Στη μετάδοση των αποτελεσμάτων των Ολυμπιακών Αγώνων που αναβίωσαν στην Αθήνα

το 1896 βοήθησε και το τηλέφωνο. Η εισαγωγή της τηλεφωνίας στην Ελλάδα έγινε

με την ψήφιση του Νόμου ΒΝΖ από την κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη. Τη χρονιά

εκείνη και ακριβώς επειδή πλησίαζε ο καιρός για την έναρξη των Αγώνων,

τοποθετήθηκαν δύο τηλεφωνικοί πίνακες τύπου Standard ­30 συνδρομητών ο

καθένας­ στο Κεντρικό Τηλεγραφείο Αθηνών και ένας ακόμα στο Τηλεγραφικό

Γραφείο Πειραιά. Έτσι, από αυτές τις γραμμές αρκετές διατέθηκαν για να

διευκολυνθούν οι δημοσιογράφοι που ήλθαν στην Αθήνα από το εξωτερικό για

λογαριασμό των εφημερίδων τους.