|
|
Όταν το μεσημέρι της Τρίτης 7/9, ο υπογράφων, όπως άλλωστε και όλα τα μέλη
της περί τους σεισμούς επιστημονικής κοινότητας, αμέσως μετά το πρώτο σοκ από
τον σεισμό, ακούγαμε την ανακοίνωση για σεισμό 5,9 Ρίχτερ με επίκεντρο περίπου
20 χλμ. βορειοδυτικά του κέντρου της Αθήνας, δεν μπορούσαμε να φαντασθούμε την
τεράστια έκταση της τραγωδίας που σιγά σιγά άρχισε να αποκαλύπτεται τις
επόμενες ώρες.
Από το ίδιο εκείνο απόγευμα ο συγγραφέας αυτού του άρθρου, όπως και δεκάδες
άλλοι συνάδελφοί του, όργωσε την περιοχή αναζητώντας στοιχεία σε όλες τις
τοποθεσίες που επλήγησαν βαριά. Και πρέπει να πει απερίφραστα ότι, έχοντας
αφιερώσει δεκάδες ώρες σε όλες τις περιοχές, συνταράχθηκε, αλλά και εξεπλάγη
πραγματικά από το μέγεθος της καταστροφής.
Ποια είναι όμως τα πρώτα συμπεράσματά μας;
1ον Η επικεντρική περιοχή (ή αλλιώς σεισμογόνος χώρος) εκτείνεται σε
πυκνά κατοικημένες περιοχές της βορειοανατολικής Αθήνας. Έχει περίπου
ελλειπτικό σχήμα και περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των Άνω Λιοσίων, του
Μενιδίου και της Δεκέλειας. Είναι δηλαδή μια σχετικά στενή ζώνη με κατεύθυνση
από ανατολικά προς δυτικά, με ελαφρά κλίση από νοτιοδυτικά προς
βορειοανατολικά. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει τόσο από τις τεράστιες βλάβες στις
περιοχές αυτές όσο και από τη χαρτογράφηση των επικέντρων του κυρίως σεισμού
και των μετασεισμών. Από τον μηχανισμό γένεσης του σεισμού (από τον τρόπο
δηλαδή που το σεισμογόνο ρήγμα διερρήχθη ή έσπασε) προκύπτει ότι το ρήγμα έχει
αντίστοιχη διεύθυνση και ότι η σεισμική ενέργεια διαδόθηκε από την εστία,
κυρίως προς τα δυτικά. Έτσι ο σεισμός ταρακούνησε πολύ πιο έντονα περιοχές
προς τα δυτικά – νοτιοδυτικά από τον στενό σεισμογόνο χώρο, σε σχέση με
περιοχές που βρίσκονται σε αντίστοιχες αποστάσεις προς τα ανατολικά –
βορειοανατολικά. (Έτσι, οι βλάβες για παράδειγμα στην Πετρούπολη και το
Καματερό, που απέχουν περίπου την ίδια απόσταση από τον σεισμογόνο χώρο με τη
Δροσιά, ήταν πολύ μεγαλύτερες. Το ίδιο στο Περιστέρι σε σχέση με τη Δροσιά ή
ακόμη μακρύτερα στον Ασπρόπυργο και την Ελευσίνα σε σχέση με τον Μαρααθώνα).
Είναι αυτό που λέμε ότι ο σεισμός φαίνεται ότι είχε έντονη κατευθυντικότητα
προς δυτικά – νοτιοδυτικά.
2ον Η κατεύθυνση του σεισμικού κύματος ήταν πολύ πιο ασθενική προς
νότια. Αυτό είναι πραγματικό ευτύχημα μέσα στη γενικότερη κακοτυχία γιατί
αν ήταν διαφορετικά θα είχαμε πολύ σημαντικότερες βλάβες στον εξαιρετικά
πυκνοκατοικημένο δήμο της κεντρικής Αθήνας, που βρίσκεται κυρίως προς τα νότια
του σεισμογόνου χώρου.
3ον Τα στοιχεία δείχνουν (βλέπε σχετικό χάρτη) ότι είχαμε: (α)
εξαιρετικά μεγάλες καταστροφές, που προκαταρκτικά μπορούν να βαθμονομηθούν σε
8 έως 9 στη δωδεκάβαθμη κλίμακα Μερκάλλι, σε μια ελλειπτική ζώνη
μήκους περίπου 8 χιλιομέτρων, πλάτους 3 χλμ. που περιλαμβάνει τα Άνω
Λιόσια, το Μενίδι, τμήματα του Ζεφυρίου και τη
Δεκέλεια. (β) Πολύ μεγάλες βλάβες, ελαφρύτερες όμως (εκτίμηση
7 έως 8 Μερκάλλι), σε ζώνη μήκους περίπου 15 χλμ. και πλάτους 8 χλμ.
που περιλαμβάνει το Καματερό, τη Μεταμόρφωση, τους
Θρακομακεδόνες, τμήμα της Φυλής, το υπόλοιπο τμήμα του
Ζεφυρίου, τμήμα της βόρειας Φιλαδέλφειας και της δυτικής
Κηφισιάς. (γ) Εκτεταμένες αλλά ελαφρύτερες βλάβες (6 έως 7
Μερκάλλι) σε μια ζώνη μήκους περίπου 25 χλμ. και πλάτους 15 χλμ. που
περιλαμβάνει την Ελευσίνα, τον Ασπρόπυργο, τμήμα του
Χαϊδαρίου, το μεγαλύτερο μέρος του Περιστερίου, τους
Αγίους Αναργύρους, τη Ν. Χαλκηδόνα, το νότιο τμήμα
της Ν. Φιλαδέλφειας, τη δυτική Ν.
Ιωανία, την Πεύκη, την Κάτω Κηφισιά και τη δυτική Ν. Ερυθραία).
4ον Οι επιταχύνσεις που καταγράφηκαν από αρκετά όργανα σε διάφορα
σημεία δείχνουν εξαιρετικά μεγάλες τιμές, αν και ήταν αρκετά μακριά από τον
σεισμογόνο χώρο (Μοναστηράκι, Σύνταγμα, Πειραιάς, Χαλάνδρι). Οι τιμές φαίνεται
να κυμαίνονται από περίπου 0,25 έως 0,50 της επιτάχυνσης της βαρύτητας. Στην
ίδια την επικεντρική περιοχή θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγαλύτερες. Τέτοιες
τιμές καταγράφονται συνήθως έπειτα από πολύ μεγαλύτερους σεισμούς (π.χ. 0,28
στην Κόρινθο στον σεισμό του ’81, 0,30 στην Καλαμάτα το ’86 ή περίπου 0,50 στο
Κόμπε της Ιαπωνίας στον σεισμό 7,2 Ρίχτερ του 1996).
Αυτό σημαίνει ότι τα κτίρια γενικά δέχθηκαν εξίσου μεγάλες οριζόντιες δυνάμεις
με πολύ μεγάλους σεισμούς, με τη διαφορά ότι η δράση της δύναμης διήρκεσε
αρκετά μικρότερο χρόνο.
5ον Γίνεται ακόμη σαφές ότι μεγάλο μέρος από τις βλάβες οφείλεται σε
σοβαρές ελλείψεις στην κατασκευή των κτιρίων και σε οφθαλμοφανείς κακοτεχνίες.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η ποιότητα του σκυροδέματος είναι καταφανώς
χαμηλή, που οι συνδετήρες (τσέρκια) είναι ανύπαρκτοι ή πολύ αραιοί, που ο
κυρίως οπλισμός (σιδηρόβεργες) είναι ελλιπέστατος.
Είναι, επίσης, εμφανές ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι πολύ πιο συχνές στις
λαϊκές περιοχές (Άνω Λιόσια, Μενίδι, Μεταμόρφωση, Καματερό κ.λπ.) απ’ ό,τι
στις «ακριβές» (Θρακομακεδόνες, Κάτω Κηφισιά κ.λπ.). Έτσι δεν μπορεί παρά να
διερωτηθεί κανείς, είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι ενώ π.χ. στους
Θρακομακεδόνες είχαμε την ίδια περίπου ένταση με τη Μεταμόρφωση (λίγο κάτω από
8 στην κλίμακα Μερκάλλι), στην πρώτη περίπτωση δεν είχαμε ευτυχώς κανέναν
νεκρό, ενώ στη δεύτερη δεκάδες.
Η επίδραση των εδαφικών συνθηκών
|
|
Τις μετασεισμικές αυτές ημέρες που όλοι ζούμε τα γεγονότα με τόσο έντονο
τρόπο, από τον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο ακούστηκαν και γράφηκαν πολλά από
«ειδικούς» και μη για τον ρόλο του εδάφους σ’ αυτό τον σεισμό. Τελικά το
«έδαφος» φάνηκε να αναδείχνεται η εύκολη δικαιολογία σχεδόν για τα πάντα…
Είναι βεβαίως γεγονός ότι οι εδαφικές συνθήκες στην τοποθεσία θεμελίωσης ενός
κτιρίου αποτελούν έναν από τους βασικούς παράγοντες που επιδρούν στον τρόπο με
τον οποίο θα συμπεριφερθεί ένα κτίριο κατά τη διάρκεια ενός σεισμού. Αυτή όμως
η πραγματικότητα έχει περίπλοκες πτυχές. Π.χ., δεν σημαίνει πάντοτε ότι το
σκληρό-ανθεκτικό έδαφος είναι καλό και το σχετικά μαλακό είναι χειρότερο.
Εξαρτάται ακόμη από το είδος του κτιρίου, την απόσταση από το επίκεντρο και
από τον τρόπο θεμελίωσης. Όλη πάντως η σχετική γνώση που αυξήθηκε με ταχείς
ρυθμούς τις τελευταίες δύο με τρεις δεκαετίες έχει συμπυκνωθεί με ιδιαίτερα
αποδοτικό τρόπο στον νέο αντισεισμικό κανονισμό (ΝΕΑΚ).
Τι μπορούμε, όμως, να πούμε σε πρώτη φάση για την επίδραση των εδαφικών
συνθηκών σε αυτό τον σεισμό;
α. Είναι σαφές ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι τοπικές εδαφικές
συνθήκες (ύπαρξη σχετικά μαλακών εδαφών με μικρότερο ή μεγαλύτερο βάθος μέχρι
τον βράχο) ενίσχυσαν σημαντικά τις σεισμικές δυνάμεις, ιδιαίτερα για σχετικά
υψηλά κτίρια (από τριώροφα έως πενταώροφα). Ο παράγων αυτός σε συνδυασμό με
ανεπαρκείς θεμελιώσεις (δηλαδή απλά πέδιλα χωρίς συνδετήριους δοκούς) φαίνεται
ότι συνέβαλε σημαντικά σε αρκετές περιπτώσεις καταρρεύσεων ή πολύ μεγάλων
βλαβών. Για παράδειγμα, στο κεντρικό Μενίδι ή στην περιοχή της Λίμνης των Άνω
Λιοσίων, όπου υπάρχουν τέτοιες συνθήκες, οι βλάβες σε κτίρια του παραπάνω
τύπου ήταν σαφώς μεγαλύτερες από εκείνες σε ανάλογα κτίρια των βορειότερων
περιοχών αυτών των δήμων, όπου το έδαφος είναι πολύ σκληρότερο έως και βραχώδες.
β. Οι κατασκευές που ήταν θεμελιωμένες σε πρανή (πλαγιές), αν μάλιστα
υπήρχαν και επιχωματώσεις, καταπονήθηκαν με πολύ εντονότερο τρόπο. Η περίπτωση
της Ρικομέξ φαίνεται να εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία, όπως και αρκετές
περιπτώσεις στους Θρακομακεδόνες.
γ. Επιφανειακές διαρρήξεις του εδάφους δεν εντοπίσθηκαν παρά μόνο σε
ελάχιστες περιπτώσεις. Μια τέτοια περίπτωση φαίνεται να έχουμε στην περιοχή
της Μονής Δαφνίου, που βρίσκεται κοντά στην προέκταση της σεισμογόνου ζώνης
προς τα δυτικά. Η επιφανειακή αυτή διάρρηξη φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τις
σημαντικές ζημιές που παρουσίασε η Μονή.
Μερικές σκέψεις για το αύριο και τα επόμενα χρόνια
Τούτη την ώρα δεν είναι δυνατό να διατυπωθούν ολοκληρωμένες προτάσεις για το
τι πρέπει να γίνει στο άμεσο και το απώτερο μέλλον. Όμως ορισμένες σκέψεις,
βασισμένες στα προκαταρκτικά αυτά πορίσματά μας, ίσως θα ήταν χρήσιμες:
(1ον) Αφού ολοκληρωθούν ταχύτατα και με συντονισμένο τρόπο οι έλεγχοι,
πρέπει να προχωρήσουμε στις επισκευές. Αυτές πρέπει να γίνουν με τον καλύτερο
τρόπο, με τις τελευταίες σχετικές τεχνολογικές μεθόδους, ύστερα από επαρκείς
μελέτες ειδικών, και με αυστηρό έλεγχο της επίβλεψης των επισκευών αυτών.
Σχετικά πρέπει να αποδοθούν ικανά κονδύλια από το κράτος. Ας πάνε λίγο πίσω
κάποια από τα, όχι και τόσο χρήσιμα, μεγάλα προγραμματισμένα έργα, επιτέλους,
για την ασφάλεια τόσων φτωχών ανθρώπων που ζουν κατά κανόνα σε αυτές τις περιοχές.
(2ον) Να εξετασθεί η διεύρυνση ελεύθερων χώρων όπου θα απαγορευθεί η
δόμηση και θα γίνουν πάρκα κ.λπ.
(3ον) Να γίνει πολύ αυστηρότερη η παραγωγή ιδιωτικών έργων. Να
καταρτισθεί, π.χ. μητρώο κατασκευαστών, να επιβληθεί ο έλεγχος της ποιότητας
των δομικών υλικών, να γίνει εφικτή η άσκηση του ρόλου του επιβλέποντος μηχανικού.
(4ον) Να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στη διερεύνηση των εδαφικών συνθηκών
πριν από την έκδοση όλων των οικοδομικών αδειών. Σχετικά επιβάλλεται να
καταρτισθούν χάρτες μικροζωνικής για όλα τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα
της χώρας. Χάρτες δηλαδή που να απεικονίζουν το είδος των εδαφών, το βάθος
μέχρι τον βράχο και τις μηχανικές ιδιότητές τους. Για σχετικά μεγάλα κτίρια να
θεσπισθεί απαραιτήτως η απαίτηση εδαφοτεχνικής έρευνας.
(5ον) Να ενισχυθεί σημαντικά και άμεσα, καθώς και να συντονισθεί
αποτελεσματικά η επιστημονική έρευνα στους τομείς της Σεισμολογίας και της
Αντισεισμικής Τεχνολογίας. Πανεπιστήμια και σχετικά ερευνητικά κέντρα (τα
Σεισμολογικά Ινστιτούτα, το ΙΤΣΑΚ, το ΙΓΜΕ, το ΚΕΔΕ κ.λπ.) είναι ανάγκη να
αποκτήσουν τους απαραίτητους πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό και τους
απαραίτητους μηχανισμούς συντονισμού της δουλειάς τους, για να προχωρήσουν
απερίσπαστοι στο έργο τους. Επιτέλους, ας καταλάβουν οι αρμόδιοι ότι τέτοιοι
πόροι μπορεί να περιορίσουν αφάνταστα το κόστος μελλοντικών σεισμών και το
κυριότερο να σώσουν ζωές. Ίδωμεν λοιπόν…
Ο Γιάννης Πρωτονοτάριος είναι δρ του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Μασαχουσέτης
(ΜΙΤ) και διδάσκει Εδαφομηχανική και Γεωτεχνική Σεισμική Μηχανική στο ΕΜΠ.