Μια μέρα στα τέλη Φεβρουαρίου του 2016, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ έστειλε μήνυμα σε όλους τους υπαλλήλους του Facebook κάνοντας παρατήρηση για τους τοίχους στα κεντρικά γραφεία στο Μένλο Παρκ, που είχαν δοθεί σε όλους να γράφουν ό,τι θέλουν. Κάποιος, σε δύο περιπτώσεις, είχε τραβήξει μια γραμμή σβήνοντας τη φράση «Black Lives Matter» (το κεντρικό σύνθημα του κινήματος διαμαρτυρίας της άσκησης υπερβολικής βίας από αστυνομικούς σε μαύρους πολίτες) και είχε γράψει «All Lives Matter» –δηλαδή όλες οι ζωές έχουν αξία. Ο Ζάκερμπεργκ ζητούσε από όποιον το έκανε, να το σταματήσει. Ενας από τους εργαζομένους, ο Μπέντζαμιν Φέρναου αποφάσισε ότι ήταν ενδιαφέρουσα είδηση, και την προώθησε σε ένα σάιτ τεχνολογίας, το Gizmodo.

Μια εβδομάδα αργότερα, ο Φέρναου είδε και κάτι άλλο ενδιαφέρον. Σε μια άλλη εσωτερική επικοινωνία, το Facebook καλούσε τους εργαζομένους να υποβάλουν πιθανές ερωτήσεις που θα έκαναν στον Ζάκερμπεργκ εάν τον συναντούσαν. Μια από τις πιο δημοφιλείς ερωτήσεις ήταν: «Τι ευθύνη έχει το Facebook στο να συμβάλλει να μην εκλεγεί πρόεδρος ο Τραμπ το 2017;». Το τράβηξε και αυτό φωτογραφία και το έστειλε στον φίλο του στο Gizmodo. Την επόμενη ημέρα, παρ’ ότι είχε ρεπό, όταν ξύπνησε βρήκε 30 κλήσεις από τα γραφεία του Facebook. Του είπαν να πάει εκεί σε 10 λεπτά. Η υπεύθυνη ερευνών της εταιρείας τον ρώτησε εάν ήξερε τον ιδιοκτήτη του Gizmodo και του έδειξαν τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει μαζί του στο Gchat. Απολύθηκε επιτόπου.

Κάπως έτσι, με αυτή την ιστορία που ήταν η αρχή των προβλημάτων για το Facebook τα τελευταία δύο χρόνια, φθάσαμε σήμερα το πιο δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο να δέχεται επικρίσεις απ’ όλους, να βλέπει χρήστες να το εγκαταλείπουν, κυβερνήσεις να το καταγγέλλουν για παραβίαση στη χρήση των προσωπικών δεδομένων εκατομμυρίων ανθρώπων, να το κατηγορούν για αδιαφορία, ανικανότητα ή ακόμα και συνέργεια. Και ο ίδιος ο Ζάκερμπεργκ, αυτός ο ιδιοφυής 34χρονος που δημιούργησε το 2004 το Facebook, το οποίο σήμερα έχει 500 εκατομμύρια χρήστες, να δέχεται πιέσεις προκειμένου να καταθέσει για το μέγα σκάνδαλο που ξέσπασε από τη χρήση προσωπικών δεδομένων εκατομμυρίων λογαριασμών από την εταιρεία Cambridge Analytica. Επικεφαλής της εταιρείας ήταν ο στενός σύμβουλος του Τραμπ Στιβ Μπάνον, ο οποίος χρησιμοποίησε τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών προκειμένου να επηρεάσει τις εκλογές υπέρ του Τραμπ. Ιδού η απάντηση σε εκείνο το ερώτημα των εργαζομένων του Facebook πριν από δύο χρόνια. Ιδού και η ευθύνη.

Ενώ αρχικά αρνήθηκε να καταθέσει τόσο στη Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ, τελικά, και υπό την πίεση κυβερνήσεων και πολιτών, ο Ζάκερμπεργκ δέχθηκε να καταθέσει ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου. Ετσι, ο γιος του οδοντιάτρου από τη Νέα Υόρκη που έχει γίνει σήμερα ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, αναμένεται στις 10 Απριλίου να αναλύσει την άποψή του στην Επιτροπή Δικαιοσύνης της Γερουσίας, μαζί με τους διευθύνοντες συμβούλους της Alphabet και του Twitter.

Mea culpa δήλωσε ο Μαρκ μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου και «κάνουμε ό,τι μπορούμε» διαβεβαίωσε σε μια ανακοίνωση 937 λέξεων. Μάλλον όμως δεν είναι αρκετές για να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της εταιρείας του. Οι πέντε ημέρες σιωπής που προηγήθηκαν, ενώ όλος ο κόσμος βούιζε, έπληξαν σοβαρά το γόητρό του.

Κι όμως, ήταν μόλις πέρυσι τέτοιον καιρό όταν ο Μαρκ και η σύζυγός του Πρισίλα Τσαν προσέλαβαν τον ειδικό στις πολιτικές σφυγμομετρήσεις Τζόελ Μπένενσον, πρώην σύμβουλο του προέδρου Ομπάμα και στέλεχος της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον το 2016. Η πρόσληψη φούντωσε τις φήμες ότι ο Ζάκερμπεργκ θέλει να οικοδομήσει πολιτικό προφίλ.

Η εταιρεία του Μπένενσον ανέλαβε να κάνει έρευνα για το φιλανθρωπικό ίδρυμα Τσαν – Ζάκερμπεργκ, το οποίο διαχειρίζεται την τεράστια περιουσία τους. Το ζευγάρι έχει δεσμευθεί να δώσει το 99% των μετοχών του Facebook –με αξία που υπολογίζεται σε 45 δισεκατομμύρια δολάρια –σε φιλανθρωπικά έργα. Η προσθήκη του Μπένενσον στην ομάδα τους ήταν άλλο ένα σημάδι ότι ήθελαν να συνδέσουν το φιλανθρωπικό έργο με την πολιτική. Λίγο νωρίτερα είχαν προσλάβει τον Ντέιβιντ Πλαφ, επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα το 2008 και τον Κεν Μέλμαν, υπεύθυνο για την επανεκλογή του Τζορτζ Μπους το 2004.

Με όλες αυτές τις προσλήψεις, οι φήμες ότι ο Μαρκ θέλει να διεκδικήσει τον Λευκό Οίκο φούντωσαν.

Και ο ίδιος δεν έκανε τίποτα για να τις κατευνάσει αναρτώντας φωτογραφία από ένα ταξίδι του στην Αϊοβα –παραδοσιακά την πρώτη πολιτεία που ψηφίζει στις προκριματικές. Το ενδιαφέρον του για τον δημόσιο βίο το είχε δείξει και το 2010, όταν στη διάρκεια μιας εμφάνισης στο σόου της Οπρα ανακοίνωσε ότι δωρίζει 100 εκατομμύρια δολάρια για να φτιαχτεί το δημόσιο σχολικό σύστημα στο Νιούαρκ. Τα χρήματα όμως δεν απέδωσαν το επιθυμητό αποτέλεσμα, και έτσι το δώρο έγινε σύμβολο της αποτυχίας των καλών προθέσεων.

Πριν από λίγο καιρό ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ είχε δηλώσει πως «οι άνθρωποι εμπιστεύονται ανθρώπους, όχι θεσμούς». Ομως ο ίδιος και η ομάδα του δείχνουν όλο και πιο αναξιόπιστοι. Τον προηγούμενο μήνα το περιοδικό «Wired» έβαλε στο εξώφυλλό του μια εικόνα του Μαρκ σαν να ήταν χτυπημένος. Και ίσως είναι. Διότι οι άνθρωποι ναι, εμπιστεύονται άλλους ανθρώπους. Ομως μπορεί και να χάσουν την εμπιστοσύνη τους. Για πάντα.