Εντάξει, μεγαλώσαμε. Δεν περιμένουμε δώρο από τον Αϊ-Βασίλη, αυτές οι μέρες είναι για να χαίρονται τα παιδιά και να αγχώνονται οι μεγάλοι, ο καθένας μας έχει τις δικές του, προσωπικές «Πρωτοχρονιές» ανεξαρτήτως ημερομηνίας. Είναι όμως αυτό το «χρονιάρες μέρες» που έλεγαν οι μανάδες μας και ενεργοποιεί διάφορα εντός μας. Συμβολικά, έστω και για μία μέρα μόνο, δίνουμε υποσχέσεις στον εαυτό μας, βάζουμε όρους, εξαγγέλλουμε ξεκινήματα, ορίζουμε αφετηρίες, παρόλο που γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να έχουν συνέχεια. Φαίνεται όμως ότι τη χρειαζόμαστε αυτήν την επανεκκίνηση, εξ ου και ο ψυχαναγκασμός της γιορτής. Και για να είμαι ειλικρινής, αναπολώ εκείνη την Πρωτοχρονιά της καραντίνας που μου έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσω ένα νεανικό μου όνειρο. Να αλλάξω χρόνο μόνη μου, στο σπίτι μου, με τις πιτζάμες μου, χωρίς ενοχές, χωρίς να χρειάζεται να δώσω εξηγήσεις, χωρίς να φοβάμαι ότι οι δικοί μου άνθρωποι θα ανησυχήσουν, θα πουν «Μα τι έπαθε αυτή;».

Και μετά ακούω τον Σαββόπουλο στις «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου». Βαυκαλίζομαι ότι γίνεται τυχαία, αλλά κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Απολύτως συνειδητά το κάνω. Διότι αυτή την τελευταία μέρα του χρόνου, ανάμεσα στις προετοιμασίες για το βράδυ, ένα μικρό κορίτσι τρυπώνει στο σπίτι μου, κυκλοφορεί όπου να ‘ναι, με αποσυντονίζει και κάπως με ενοχλεί. Εγώ είμαι. Κατευθείαν από εκείνες τις Πρωτοχρονιές που είχα πια καταλάβει ότι δεν υπάρχει Αγιος Βασίλης αλλά έπρεπε να προσποιηθώ ότι το πιστεύω διότι αλλιώς θα έχανα το δώρο. Εξάλλου η πρώτη μου Πρωτοχρονιά χωρίς Αγιο Βασίλη, στην Α’ Γυμνασίου νομίζω, ήταν καταστροφή. Ο επίσημος «δωροθέτης» ήταν πλέον ο πατέρας που εκείνες τις γιορτές μού έταξε ένα δώρο ταιριαστό στην ηλικία μου. Φανταζόμουν κάτι μεγαλίστικο και συναρπαστικό ή μάλλον συναρπαστικό επειδή θα ήταν μεγαλίστικο. Μέχρι και παπούτσι με τακούνι είχα φαντασιωθεί. Το μεγάλο κουτί όμως που άνοιγα με ανυπομονησία είχε μέσα τα… Απαντα του Παπαδιαμάντη. Σε έξι δερματόδετους τόμους, με το όνομά μου χαραγμένο στη ράχη, λες και τα είχαμε γράψει μαζί. Μου  πήρε χρόνια για να συμφιλιωθώ με τον «άγιο Σκιαθίτη», του κρατούσα μούτρα για εκείνη την Πρωτοχρονιά που κράτησα στα χέρια μου τη «Φόνισσα» αντί για τακουνάτα γοβάκια.

Και, στη συνέχεια, είναι σαν ο ίδιος ο Σαββόπουλος, καθώς τραγουδάει, να ανοίγει την πόρτα σε άλλες εκδοχές του εαυτού μου.

Από το χύμα στο σχήμα

Στη δεκαετία των 20 χρόνων μου, με τακούνια πιο ψηλά απ’ όσο φανταζόμουν εκείνη την Πρωτοχρονιά του Παπαδιαμάντη, με ξώπλατα φουστάνια που αψηφούσαν το κρύο (δεν κρυώνεις όταν η ηλικία σου έχει μπροστά το «δύο»), να σκέφτομαι από το καλοκαίρι, στην ηλιοθεραπεία, τι θα φορέσω στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Και εκείνη τη χρονιά που μπήκα στο αυτοκίνητο με τα ρόλεϊ στα μαλλιά για να τα βγάλω την τελευταία στιγμή και τρακάραμε. Και το πρώτο ρεβεγιόν στο δικό μου πλέον σπίτι, τότε που επανεκτίμησα τη μαγειρική της μάνας μου, αφού αν περίμενα από κέτερινγκ, νηστικοί θα είχαμε μείνει. Και η πρώτη μου Πρωτοχρονιά στο εξωτερικό και η άλλη η τετ α τετ με έναν άνδρα που νόμιζα ότι θα περνούσα μαζί του όλη μου τη ζωή, αλλά πριν έρθει το Πάσχα έκοψα ρόδα μυρωμένα.

Και τα τακούνια όλο και πιο ψηλά, μέχρι που έσκασε εκείνο το κότσι και άρχισαν να κονταίνουν (με τρίποντο τακουνάκι με βλέπω σήμερα, αν όχι με αθλητικά) και μαζί με τα τακούνια σαν να «κονταίνει» και η εορταστική διάθεση. Γιατί τώρα που έχω πια το κλειδί της γιορτής, όπως λέει το τραγούδι, όλο και περισσότερο θέλω να απομονωθώ σε εκείνο το παράσπιτο. Δεν μελαγχολώ. Αλλωστε χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι γι’ αυτό υπάρχουν οι Πρωτοχρονιές. Για να συνειδητοποιούμε ότι «τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα».

Να είσαι καλά, Διονύση Σαββόπουλε, όπου και να βρίσκεσαι. Να είμαστε καλά όλοι μας.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.