Η υπόθεση του αγωγού GSI και η διάσταση απόψεων που παρατηρήθηκε μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Κύπρου ανέδειξε εκ νέου το ερώτημα αν είναι αυτονόητη η ταύτιση των στρατηγικών συμφερόντων των δύο κρατών. Εγινε σαφές ότι η Τουρκία δεν αποτελεί το αποκλειστικό εμπόδιο στην πόντιση του αγωγού GSI. Εγχώρια ελληνοκυπριακά οικονομικά συμφέροντα, τα οποία προτιμούν να μη διασυνδεθεί η Κύπρος στο ευρωπαϊκό ηλεκτρικό δίκτυο, ώστε να διατηρήσουν την ολιγοπωλιακή τους θέση στην κυπριακή αγορά ηλεκτρισμού, είναι αρκετά ισχυρά, ώστε να επηρεάζουν τη θέση της κυπριακής κυβερνήσεως στο ζήτημα.
Η θέση αυτή υπονομεύει τα ελλαδικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα, τα οποία προσβλέπουν στη λειτουργία της Κύπρου ως γέφυρας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Μέσης Ανατολής. Εγινε επίσης σαφές και ότι το δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται» μπορεί να παρερμηνευθεί ως ομηρεία της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος στην ανατολική Μεσόγειο.
Η ανάδειξη μιας διακριτής ελληνοκυπριακής πολιτικής και οικονομικής ελίτ υπήρξε αναπόφευκτη συνέπεια τόσο της ανεξαρτησίας της Κύπρου, όσο και των γεγονότων που οδήγησαν στον de facto αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων από τη διακυβέρνηση της Κύπρου. Συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές των ελληνοκυπριακών κυβερνήσεων κατά τη δεκαετία του 1960 δεν ανέδειξαν απλώς ένα νέο πολιτικό υποκείμενο το οποίο διεκδικούσε την υπεράσπιση των συμφερόντων του, συχνά χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τα συμφέροντα του «εθνικού κέντρου», πολλώ δε μάλλον της τουρκοκυπριακής κοινότητος.
Οδήγησαν και στη λήψη πρωτοβουλιών και αποφάσεων, οι οποίες σε συνδυασμό με τις εγκληματικές πρωτοβουλίες της ελλαδικής χούντας, έδωσαν την τέλεια πρόφαση στην Τουρκία να ακρωτηριάσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Αν οι ελλαδικές ευθύνες για την τραγωδία του 1974 αντισταθμίσθηκαν με την καταλυτική συμβολή της Ελλάδος στην ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ακόμη και χωρίς προηγουμένη λύση του Κυπριακού, το ζήτημα της υπάρξεως δύο πολιτικών ελίτ και δύο εθνικών συμφερόντων παραμένει.
Η πιθανή διάσταση συμφερόντων και στρατηγικής θα μπορούσε να γίνει κατανοητή και ανεκτή, αν το Κυπριακό δεν παρέμενε ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας. Στις ελληνικές συζητήσεις το Κυπριακό ορίζεται ως πρόβλημα εισβολής, κατοχής και ασφαλείας. Ωστόσο αυτή είναι η μία πτυχή του προβλήματος που αφορά τους Ελληνοκυπρίους. Η άλλη λέγεται αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στη διακυβέρνηση της Κύπρου.
Η έκκληση προς τη διεθνή κοινότητα να επιβάλει στην Τουρκία τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου γίνεται πολύ πειστικότερη, όταν συνοδεύεται από πρακτικά βήματα εντάξεως των Τουρκοκυπρίων στη διακυβέρνηση της Κύπρου.
Η εικαζόμενη από πολλούς διεθνείς παρατηρητές απροθυμία των Ελληνοκυπρίων να μοιρασθούν την εξουσία με τους τουρκοκυπρίους συμπολίτες των υπό όρους πολιτικής ισοτιμίας, όπως ορίζουν οι ιδρυτικές συμβάσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι άλλο ένα σημαντικό ζήτημα που δεν άπτεται των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδος, αλλά μόνον αυτών της ελληνοκυπριακής πολιτικής ελίτ. Αν η ασφάλεια της Κύπρου είναι και ελλαδική υπόθεση, είναι αυτονόητο ότι στη χάραξη της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής πρωταρχικό ρόλο πρέπει να έχουν και τα ελλαδικά συμφέροντα, τα οποία εκτείνονται πολύ πέραν της Κύπρου και των προβλημάτων της.
Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ


![Δημόσιο Χρέος: Γιατί «κατεβάζει» την παραγωγικότητα στην Ελλάδα [γραφήματα]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/12/debt-600x352.jpg)




