Δωμάτιο 18. 4ος όροφος του ξενοδοχείου «Καρέρα» στο Σαντιάγο της Χιλής. Απέναντι τοΠροεδρικό Μέγαρο. Η «Μονέδα». Ο κύριος με το μαύρο ταρταρούγα γυαλί, το άψογοκουστούμι, το πυκνό μαύρο μαλλί, το μουστάκι σαν μικρή κοντή βούρτσα μεταξύ της μύτηςκαι του άνω χείλους τραβάει λίγο την κουρτίνα του δωματίου και κοιτάει προς το Προεδρικό Μέγαρο. Από κάτω συγκεντρωμένο πλήθος με φωτογραφίες μεγάλες και κάδρατου Πινοτσέτ πανηγυρίζουν, ανάβουν καπνογόνα, χοροπηδούν και λένε συνθήματα. Έχειμόλις κερδίσει τις εκλογές ο Χοσέ Αντόνιο Καστ. Δηλωμένος θαυμαστής του Αουγκούστο Πινοτσέτ.
Με το 58% έχει αφήσει πίσω του την αντίπαλό του Γιανέτ Χάρα. Οι δημοσκοπήσεις προδιέγραφαν τη νίκη του Καστ και οι οπαδοί και νοσταλγοί τουστρατιωτικού δικτάτορα είχαν βγει στους δρόμους ακόμα και πριν από τις εκλογές. Τα μηνύματα έρχονταν σωρηδόν από διεθνείς ηγέτες.
Πρώτος πρώτος ο Τραμπ. Από μεγάλη γιγαντοοθόνη της πλατείας εικονογραφήθηκε το δικότου ολιγόλεπτο μήνυμα συγχαρητηρίων στον νικητή των εκλογών της Χιλής. Ακολούθησε ο Μιλέι, ηγέτες όπως ο Ορμπαν, η Μελόνι, ο Ροδρίγο Πας, ο Ναγίμπ Μπουκέλε, ο Ερντογάν. «Εγώ σώθηκα, δεν με έφαγε. Η συμπλοκή ήταν αστραπιαία αλλά οι άνθρωποί μουκατάφεραν να με φυγαδέψουν από το Προεδρικό Μέγαρο. Ζήτησα άσυλο και το βρήκα στην Κούβα του φίλου μου Φιντέλ. Έμεινα χρόνια εκεί. Αυτό το κάθαρμα κατάφερε να κυβερνήσει τη χώρα μου για πολλές δεκαετίες.
Όλα του τα χρόνια βασάνιζε, απήγαγε,εξαφάνιζε προοδευτικό κόσμο. Τα διαβήματα διαμαρτυρίας ήταν λιγοστά και εξασθενημένα. Από χώρες όπως η Γαλλία, η Ελλάδα, η Νότια Αφρική. Λιγοστοί ηγέτες όπως ο Μαντέλα. Αθλητές όπως ο σύντροφος Ντιέγκο Μαραντόνα. Ο γύψος ήταν μακρύς και έχω ταλαιπωρηθεί πολύ όλα αυτά τα χρόνια πηγαινοερχόμενος κρυφά στη χώρα μου.
Συναντώντας τους δικούς μου ανθρώπους και προσπαθώντας να καταλάβω τι είναι αυτό που έκανε τους Χιλιανούς να ανεχτούν αυτό το κάθαρμα για τόσες δεκαετίες». Θα μπορούσε να ήταν θεατρικός μονόλογος αν δεν ήταν τα λόγια του Σαλβαδόρ Αλιέντε που μόνος του μέσα στο δωμάτιο κάνει κύκλους στο μικρό σαλόνι, μετακινώντας την κουρτίνα και κοιτώντας προς το Προεδρικό Μέγαρο. Παλεύει να καταλάβει τι έχει συμβεί στην πατρίδα του, όχι εκείνη τη μέρα. Αλλά τη μακρινή, την 11η Σεπτέμβρη του 1973.
Τότε τη γλίτωσε. Δεν κατάφερε να τον δολοφονήσει ο Πινοτσέτ. Ο Αλιέντε με μία ομάδα στρατιωτικών διέφυγε της χώρας και βρήκε λύση με τη βοήθεια μελών του ΚΚ Χιλής και του Κορβαλάν. Στη χώρα του εγκαθιδρύθηκε για πάρα πολλά χρόνια μέχρι που πέθανε ο Πινοτσέτ. Από κει και πέρα το αστικό δημοκρατικό σύστημα της Χιλής ενάλλασσε τις κυβερνήσεις. Πρόσφατα υπήρξε μία ελπίδα με προοδευτική κυβέρνηση αλλά χθες τα πράγματα άλλαξαν πάλι.
Η δεξιά τραμπική στροφή του πλανήτη επίδρασε και στη Χιλή. Οι οπαδοί του Πινοτσέτ απενοχοποιημένα τριγυρνούν στους δρόμους με φωτογραφίες του. Μεθυσμένοι πανηγυρίζουν και μιλούν για εκδίκηση. Ο Σαλβαδόρ από το 1992 έχει επιστρέψει στη Χιλή.
Μεγάλος πια. Για καλό και για κακό έχει κλείσει μόνιμα αυτή τη σουίτα, σε αυτό το ξενοδοχείο στην κεντρική πλατεία του Σαντιάγο. Συναντά συνεργάτες, φίλους του. Εμψυχώνει τις προοδευτικές δυνάμεις της χώρας. Κάνει το δικό του rebranding. Φαίνεται όμως πως η ιστορία και τα δικά της πισωγυρίσματα δεν αστειεύονται και αυτή η μισητή φάτσα του Πινοτσέτ πλέον έχει γεμίσει όλη την κεντρική πλατεία εν μέσω ιαχών, φωνών και κραυγών. Μια μικρή αντιδιαδήλωση συγγενών αγνοουμένων από τη δικτατορία του Πινοτσέτ καταστέλλεται πολύ γρήγορα από την αστυνομία. Οι χήρες, οι μανάδες, οι σύντροφοι διαφόρων αγνοουμένων σκορπίζονται στην πλατεία του. Σε λίγο ο Αλιέντε θα κάνει ορισμένα τηλεφωνήματα για να δει πώς θα χειριστεί τη νέα όλη πραγματικότητα. Από το εσωτερικό τηλέφωνο καλεί στη ρεσεψιόν και ζητάει έναν διπλό εσπρέσο κι ένα τοστ.
Σχηματίζει έναν αριθμό στο κινητό του. Ενός παλιού και γνώριμου φίλου. Του Σεπούλβεδα. «Γλίτωσες από τους κορωνοϊούς ρε μπαγάσα και γράφεις τα βιβλία σου ήσυχος και πράος στο Παρίσι. Εκεί που μάλλον θα έρθω και εγώ. Τα έμαθες τα νέα εδώ; Τι έχει συμβεί; Από κάτω τα καθάρματα έχουνε μαζευτεί με κάδρα του Πινοτσέτ. Νίκησαν, καλέ μου φίλε, οι Φρίντμαν και Θάτσερ».
Ο Αλιέντε γεμάτος συγκίνηση δεν κάθεται καν. Είναι όρθιος, έχει βγει στο μπαλκόνι και από το κινητό του μιλάει με τον διάσημο συγγραφέα ανακοινώνοντάς του τις δυσάρεστες ειδήσεις από τη χώρα τους. «Λουίς, είναι μόδα στις εφημερίδες οι στήλες με τα «Αν ζούσε» και με τα «What if». Aν είχαμε νικήσει και σε είχα κάνει υπουργό και αν σε αυτή τη χώρα είχε εγκαθιδρυθεί όντως δημοκρατία θα αναβιώνανε αυτά τα καθάρματα; Θα μπορούσαν αυτά τα φαντάσματα να επιστρέψουν στην πλατεία του Σαντιάγο και σε όλες αυτές τις λαϊκές συνοικίες της πόλης και της χώρας μας; Την έχουμε πατήσει αγαπητέ και με βλέπω και μένα σύντομα να έρχομαι για πάντα στο Παρίσι». Κατέβασε το κινητό και κινήθηκε προς εσωτερικό του δωματίου την ώρα που το room service του ξενοδοχείου χτύπαγε διακριτικά το καμπανάκι για να εισέλθει με τον δίσκο με τον καφέ και το τοστ.







