Η λέξη «φαινόμενο» ως περιγραφή του Ντοβ Φόρμαν δεν περιέχει καμία υπερβολή. Από την πρώτη φορά που διάβασα για εκείνον το υπέθετα και το επιβεβαίωσα καθώς συζητούσαμε σε μια καφετέρια της Βουλής των Κοινοτήτων την περασμένη εβδομάδα. Εναν χώρο όπως ακριβώς τον φαντάζεται κανείς: «βαριά» βρετανική αισθητική, μπουαζερί στους τοίχους και πολυέλαιοι σε γύψινες ροζέτες μονίμως αναμμένοι καθώς στο Λονδίνο ηλιόλουστες είναι ώρες όχι μέρες.
Στα 21 του χρόνια ο Ντοβ, πριν καν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο – εκτός από διάσημος παγκοσμίως –, είναι σύμβουλος επικοινωνίας στο βρετανικό κοινοβούλιο. Εχει 2,3 εκατ. ακολούθους στα social media. Ηταν στους 100 κορυφαίους δημιουργούς του «TIME», έκανε TEDx στα 18 του και όση ώρα μιλά, ο λόγος του θυμίζει καλή AI. Απαντήσεις γρήγορες χωρίς παύσεις, σαν να του έδωσες χρόνο να τις γράψει.
Αυτό που τον έκανε διάσημο ήταν «Η υπόσχεση της Λίλι». Η προγιαγιά του Λίλι Εμπερτ, Εβραία της Ουγγαρίας, είχε σταλεί στα 20 της χρόνια στο Αουσβιτς. Οταν έφτασαν στο κολαστήριο, η μητέρα, η μία από τις αδερφές της και ο μικρός αδερφός της οδηγήθηκαν αμέσως στους θαλάμους αερίων, ενώ η ίδια και οι δύο αδερφές της γλίτωσαν αφού επιλέχθηκαν για καταναγκαστικά έργα.
Η Λίλι δεν σταμάτησε ποτέ να μιλά για τη φρίκη που βίωσε μέχρι που πέρυσι το φθινόπωρο πέθανε σε ηλικία 100 ετών και αφού είχε τιμηθεί από τον βασιλιά Κάρολο και όχι μόνο για το θάρρος και την επιμονή της. Στη διάρκεια της πανδημίας ο 15χρονος τότε Ντοβ είχε αρχίσει να παρουσιάζει την ιστορία της στα social media του με τεράστια ανταπόκριση και έγραψε μαζί της το βιβλίο της «Η υπόσχεση της Λίλι» , το οποίο έσπασε ρεκόρ πωλήσεων και μεταφράστηκε σε 22 γλώσσες, ανάμεσά τους και τα ελληνικά (εκδ. Ανω Κάτω 2022, μτφ Σοφία Τάπα).
Τι θυμάσαι πιο έντονα; τον ρώτησα κάποια στιγμή. Ξέραμε μεγαλώνοντας, μου λέει, ότι η Λίλι είχε επιζήσει του Ολοκαυτώματος. Τον αριθμό στο χέρι της τον βλέπαμε τα καλοκαίρια, αλλά δεν τη ρωτούσαμε ποτέ τι είναι. Η Λίλι μιλούσε για το Ολοκαύτωμα συνεχώς, θυμάται, όχι για τον αριθμό και ποτέ στη διάρκεια του Σαββάτου, όταν αρνιόταν να το συζητήσει καθώς το Σάββατο είναι για τους Εβραίους ημέρα χαράς. Μέχρι που μια μέρα κάποιοι φίλοι του από το σχολείο είχαν πάει σπίτι του για το δείπνο του Σαββάτου και ένας από αυτούς παρακάλεσε τη Λίλι να του δείξει τον αριθμό. Και Σάββατο.
Ομως η Λίλι σήκωσε το χέρι της, τράβηξε πάνω το αριστερό της μανίκι και άρχισε διαβάζοντάς το: Α10572. Αυτή είναι η υπενθύμιση για τα εγκλήματα των Ναζί, για το τι έκαναν σε εμένα και την οικογένειά μου. Ποτέ δεν θα προσπαθήσω να το σβήσω. Θέλω πάντα να ζω μαζί του. Εκεί ήταν, εξηγεί, που κατάλαβα τι σήμαινε, μας το είπε και η ίδια άλλωστε: «Από εκείνη την ώρα δεν ήμουν πια η Λίλι Εμπερτ. Ημουν μόνο ένας αριθμός».
Πώς είναι σήμερα, τον ρωτώ, να φοράς το κιπά στον δρόμο; Αρπάζει αμέσως το τι σκέφτηκα και δεν του είπα. «Δεν θα έβγαζα ποτέ το κιπά μου. Δεν θα έκανα ποτέ κάτι που να δείχνει ότι δεν είμαι Εβραίος», μου λέει. Σήμερα όμως; Νιώθει ασφαλής; Η απάντηση, λέει, είναι ότι υπάρχουν απαγορευμένες ζώνες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Περιοχές της χώρας που έχουμε παραχωρήσει σε εξτρεμιστές. Ισλαμιστές και τους συμμάχους τους: την Ακροδεξιά και την Ακροαριστερά. Και οι δύο πιστεύουν στον αντισημιτισμό. Και οι δύο είναι επικίνδυνοι, όχι μόνο για τους Εβραίους αλλά για όλη την κοινωνία. Δεν υπάρχει, λέει, τίποτα το φιλοπαλαιστινιακό στο να θεωρεί κανείς πως όλοι οι Εβραίοι έχουν ευθύνη για ένα άλλο κράτος και το τι του αποδίδεται. Αυτός είναι καθαρός αντισημιτισμός.
Το γεγονός δε, συνεχίζει, ότι τώρα γίνεται πια αποδεκτό με αυτή τη μορφή δείχνει ότι έχουμε φτάσει σε ένα πολύ επικίνδυνο σημείο για την κοινωνία. Μετά την επίθεση στο Μάντσεστερ, προσθέτει, ο Κιρ Στάρμερ είπε πως θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να προστατέψει την εβραϊκή κοινότητα. Δύο ώρες μετά κατέλαβαν τους πιο μεγάλους σιδηροδρομικούς σταθμούς στη χώρα γιορτάζοντας την επίθεση. Αυτό δείχνει ότι δεν θα το κάνει ο Στάρμερ.
Αλλά επίσης και ότι, και να το κάνει, υπάρχουν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που δεν θα ενδιαφερθούν. Δεν τους ενδιαφέρουμε. Απλά. Η Λίλι πρόλαβε να δει την 7η Οκτωβρίου και την κατάσταση σε ολόκληρη τη χώρα. Ηταν πολύ λυπημένη, εξηγεί, αλλά λίγο αργότερα «μου είπε πως δεν μπορούμε να αφήσουμε τον αντισημιτισμό και τη διαστρέβλωση να περάσουν». Πως πρέπει να μιλάμε συνέχεια. Aυτό συνεχίζω να κάνω. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ξέρεις, δεν φτιάχτηκαν σε μια νύχτα. Προηγήθηκαν χρόνια με σκίτσα, με δαιμονοποίηση, με ψέματα, μέχρι που οι γείτονες να δουν διαφορετικά τους γείτονές τους, να στραφούν εναντίον τους, να γίνουν βίαιοι απέναντί τους και τελικά να τους στείλουν στον θάνατο. Και αυτό δεν πρέπει να το αφήσουμε να συμβεί. Ποτέ ξανά.







