Τα πρώτα δισκάκια 78 στροφών τα εντόπισε στην Κωνσταντινούπολη πριν από δεκατέσσερα χρόνια και προέρχονταν από την Ηπειρο. Αυτό ήταν το έναυσμα για τον Κρίστοφερ Κινγκ να στρέψει το βλέμμα του στις μουσικές παραδόσεις και να αρχίσει να εξερευνά τις ρίζες της πολιτισμικής ταυτότητας σε περιοχές όπως τα Βαλκάνια και η Ανατολία από την παραδοσιακή μουσική της Βορειοδυτικής Ελλάδας και της Νότιας Αλβανίας. Ο αμερικανός εθνομουσικολόγος, συγγραφέας του ευπώλητου βιβλίου «Ηπειρώτικο μοιρολόι» (εκδ. Δώμα), παραγωγός και ένθερμος υποστηρικτής της παραδοσιακής μουσικής, εξηγεί: «Οι ήχοι αυτών των δίσκων είχαν την ίδια συναισθηματική ένταση με τα μπλουζ, το γκόσπελ και την κάντρι μουσική που αγαπούσα για περισσότερα από είκοσι χρόνια στην Αμερική. Ετσι, ήταν φυσικό να θελήσω να κατανοήσω το πλαίσιο της ηπειρώτικης μουσικής ακούγοντας τις κουλτούρες που την περιβάλλουν, συμπεριλαμβανομένων των Βαλκανίων και της Ανατολίας». Αυτός θα είναι και ένας άξονας της διάλεξης που δίνει την ερχόμενη Δευτέρα με τίτλο «Βαριά τραγούδια από την Ανατολία με τους Zelişah και Mustafa» (Deep Songs from Anatolia featuring Zelişah and Mustafa), η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της σειράς «Μουσική στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη».
Ο Κρ. Κινγκ θα αποκαλύψει, μέσω της μεθοδολογίας του, την ποικιλομορφία των μελωδιών της Ανατολής, των ρυθμών και της μουσικής γλώσσας που μοιράζονται το ελληνικό, το τουρκικό και το αρμενικό ρεπερτόριο. Θα παίξει σπάνιους δίσκους 78 στροφών από τις αρχές του 20ού αιώνα με στόχο να εξερευνήσει τις ιστορικές ρίζες της μουσικής αυτής παράδοσης και τη «μετανάστευσή» της μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. «Παρόλο που υπάρχουν μείζονες και ελάσσονες κλίμακες στο ανατολιακό ρεπερτόριο, η πραγματική προσέγγιση ευθυγραμμίζεται περισσότερο με την ελληνική παραδοσιακή μουσική και το ρεμπέτικο. Δηλαδή, η ανατολική και η ελληνική μουσική χρησιμοποιούν “δρόμους” για να εκφράσουν το μακάμι, τη διαίρεση των φθόγγων και των τόνων. Οι ανατολιακές εκτελέσεις αυτοσχεδιασμών ή ταξιμιών αποτελούν έναν τρόπο να υφαίνονται μαζί διάφορα μακάμια σε μια πολύ προσωπική, βαθιά συναισθηματική έκφραση. Σε θεμελιώδες επίπεδο, υπάρχει μια ιδιόρρυθμη, πνευματική ποιότητα σε μεγάλο μέρος της ανατολιακής παραδοσιακής μουσικής».
Θα παίξετε σπάνιους δίσκους 78 στροφών από τις αρχές του 20ού αιώνα. Τι καθιστά αυτές τις ηχογραφήσεις πολύτιμες για την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής, της τουρκικής και της αρμενικής μουσικής;
Για μένα, η μελέτη των ηχογραφήσεων 78 στροφών είναι κρίσιμη για την κατανόηση των τελευταίων 120 χρόνων εξέλιξης της παραδοσιακής μουσικής. Αυτοί οι δίσκοι λειτουργούν σαν ένα αρκετά ακριβές «στιγμιότυπο» παγωμένο στον χρόνο, που δείχνει πώς έπαιζαν, ερμήνευαν, κατέγραφαν και προωθούσαν τη μουσική. Οι εμπορικοί δίσκοι 78 στροφών μπορεί να παραμορφώνουν την πραγματικότητα, αλλά δεν λένε ψέματα – όπως και οι ακαδημαϊκές επιτόπιες καταγραφές. Επειδή πολλές από αυτές τις ηχογραφήσεις έγιναν όταν οι καλλιτέχνες βρίσκονταν στο απόγειο της εκφραστικής τους δύναμης και συχνά χωρίς να κατανοούν ούτε τη διαδικασία της ηχογράφησης ούτε την εμπορική απήχηση της μουσικής τους, οι δίσκοι συλλαμβάνουν συχνά την πιο «οργανική» μορφή της παραδοσιακής μουσικής. Σημαντικό είναι επίσης ότι πολλές ηχογραφήσεις έγιναν πριν η Αυτοκρατορία εξελιχθεί σε έθνη – κράτη. Συχνά οι ομάδες των μουσικών αποτελούνταν από ομιλητές διαφορετικών γλωσσών ή από ανθρώπους διαφορετικών θρησκευτικών και εθνοτικών καταβολών. Αυτές οι ηχογραφήσεις αποτυπώνουν εκείνη την έννοια του κοσμοπολιτισμού που μόλις τώρα αρχίζουμε να εκτιμούμε.
Πώς προσεγγίζετε τη «μετανάστευση» και μεταμόρφωση των μουσικών στυλ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα που δείχνουν αυτή την ανταλλαγή;
Εξετάζω και ακούω την κρίσιμη περίοδο από περίπου το 1908 μέχρι το 1958, μια καμπύλη που ξεκινά πριν από τον σχηματισμό των εθνικών κρατών Ελλάδας και Τουρκίας, περνά μέσα από την ανταλλαγή πληθυσμών και φτάνει μέχρι τη δεκαετία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν μια μεγάλη, δυναμική περίοδος μουσικής και πολιτισμικής ανταλλαγής, αλληλεπίδρασης και δανεισμού. Η μουσική ταξίδευε σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία επειδή ταξίδευαν οι άνθρωποι – και την έπαιρναν μαζί τους. Ετσι, μουσικές από την Αίγυπτο, την Ηπειρο, τη Βορειοδυτική Αφρική και από όλα τα Βαλκάνια ακούγονταν στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια ηχογραφούνταν. Για μένα τα καλύτερα παραδείγματα πολιτισμικού δανεισμού και ώσμωσης είναι το ρεμπέτικο, ο αμανές, η μουσική της Καππαδοκίας και το βαθύ ρεπερτόριο των πόντιων/λαζών μουσικών. Στοιχεία όλων αυτών των στυλ – σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό – υπάρχουν τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα. Και ενδιαφέρον είναι ότι το «μουσικό πνεύμα» των χωριών της Ανατολίας μοιάζει πολύ με αυτό της Βόρειας Ελλάδας και του Αιγαίου.
Ως άνθρωπος βαθιά αφοσιωμένος στη διατήρηση παραδοσιακής μουσικής, ποιες προκλήσεις βλέπετε σήμερα στη διάσωσή της και στη μετάδοσή της;
Η κύρια πρόκληση είναι ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο, κεντρικό αρχείο των παραδοσιακών μουσικών μορφών που συναντώνται στα Νότια Βαλκάνια, την Ανατολία, τη Μικρά Ασία και τη Μεσόγειο. Υπάρχουν μόνο μικρότερα, μεμονωμένα αρχεία που επικεντρώνονται σε μία γλώσσα, μία εθνοτική ομάδα ή μία συγκεκριμένη υποπεριοχή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η συνολική μουσική κουλτούρα να εμφανίζεται κατακερματισμένη και ελλιπής. Συνεπώς, η αφήγησή μας για τη μουσική κουλτούρα είναι αποσπασματική και με ελλιπή κατανόηση.







