Η ζωή του Βασίλη Μπισμπίκη, αλλά και το αποτύπωμά του στη δημοσιότητα, είχε περάσει από πολλές φάσεις μέχρι να φτάσει στην «μπισμπικιάδα» των τελευταίων ημερών, αυτή που πυροδότησε το «σβάρνα σε τέσσερις τροχούς» στη Φιλοθέη. Τόσο διαφορετικές, έως και αντιφατικές, που θα μπορούσαν να ήταν «σκηνοθετημένες», να αποτελούν το δραματουργικό υλικό για ένα μυθιστόρημα. Πνεύμα ανήσυχο και αντιδραστικό από τα πρώτα εφηβικά χρόνια του, ένα «άγριο παιδί», στιγματισμένο από τη συμπεριφορά του, που βιαζόταν να μεγαλώσει. Στην Γ’ Γυμνασίου αποβλήθηκε από όλα τα σχολεία της χώρας, ως πανκ και αναρχικός, παράτησε τα γράμματα και άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές, κυρίως της νύχτας, με πιο σταθερές αυτές του μπάρμαν και του κρουπιέρη στο καζίνο του Λουτρακίου – εκεί άλλωστε γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του.

Ωστόσο, στο σχολείο είχε την πρώτη του επαφή με το θέατρο. Συμμετείχε σε μια ερασιτεχνική παράσταση της «Ελένης» του Ευριπίδη που διακρίθηκε και παρουσιάστηκε, τιμητικά, στην Επίδαυρο, σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Δημήτρη Ροντήρη. Εκεί τον είδε ο Τάσος Ρούσσος, τότε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, που του είπε ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να πάει στη σχολή της πρώτης κρατικής σκηνής της χώρας. Κάτι που δεν ήταν δυνατόν αφού δεν είχε απολυτήριο λυκείου. Ως εξαιρετικό ταλέντο μπορούσε να φοιτήσει μόνο σε ιδιωτική δραματική σχολή και εκείνος διάλεξε την πιο φθηνή. Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα ήταν δύσκολα και τα έκανε ακόμη δυσκολότερα η ιδιοσυγκρασία του, που τον έσπρωχνε προς το περιθώριο και τις καταχρήσεις. Εμενε σε ξενοδοχείο στην Ομόνοια, πολλά βράδια δεν είχε να φάει και, όπως έχει πει ο ίδιος, στις ιερόδουλες και στις τραβεστί που τον περιέθαλπαν βρήκε στήριξη και αγάπη, στους οίκους ανοχής ένα πιάτο φαγητό και μια ζεστή θέση δίπλα στη σόμπα.

Λένε όμως ότι το θέατρο είναι θρησκεία και αν το πιστέψεις, μπορεί να σε σώσει. Κάπως έτσι φαίνεται να έγινε και με τον Βασίλη Μπισμπίκη που ανακάλυψε μέσα από αυτό μια άλλη πλευρά του εαυτού του, αλλά και έναν «οδηγό ζωής» που τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του. Από τα πρώτα κιόλας επαγγελματικά του βήματα πρωταγωνίστησε σε παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, αλλά ο ρόλος του στο καθημερινό σίριαλ «Τα μυστικά της Εδέμ» του Mega τον έκαναν, το 2011, γνωστό και αγαπητό στο ευρύ κοινό. Τα επόμενα χρόνια έπαιξε βασικούς ρόλους σε κάποιες από τις πιο δημοφιλείς σειρές, «έλαμψε διά του παρουσιαστικού και του ταλέντου του», όπως έγραφαν σε περασμένες εποχές οι κριτικοί, ωστόσο στις θεατρικές του επιλογές δεν εξαργύρωσε την τηλεοπτική του αναγνωρισιμότητα και επιτυχία. Το περιθώριο, σε πολλές εκδοχές, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν για αυτόν καταφύγιο έγινε πηγή έμπνευσης.

Σε ένα εγκαταλελειμμένο μηχανουργείο στον Ελαιώνα έστησε με την ομάδα του το Cartel, ένα θέατρο που το ρεπερτόριό του «συνομιλούσε» με την υποβαθμισμένη βιομηχανική περιοχή. Και άφηνε πίσω του τον τηλεοπτικό ζεν πρεμιέ που οι σκηνοθέτες τού έλεγαν ότι πρέπει να μεγαλώσει και να στραπατσαριστεί η ομορφιά του για να παίξει τους ρόλους που ήθελε. Πολύ γρήγορα ωστόσο το Cartel έγινε σημείο αναφοράς, το place to be για το θεατρικό κοινό στο σύνολό του. Οι δύσκολες παραστάσεις του έγιναν sold out, με κορυφαία το «Ανθρωποι και ποντίκια», μια εξελληνισμένη εκδοχή της ομώνυμης νουβέλας του Στάινμπεκ. Ετσι μπήκε υπό την αιγίδα της Στέγης και μετακόμισε σε νέο χώρο στου Ρέντη. Κι ύστερα ήρθε ο COVID.

Εν τω μεταξύ, ο Βασίλης Μπισμπίκης είχε ενώσει τη ζωή του με την, εκτός καλλιτεχνικού χώρου, Κωνσταντίνα Μπεκιάρη, με την οποία απέκτησαν έναν γιο, 12 ετών σήμερα. Και ενώ δεν ήταν ποτέ «αγαπημένο παιδί» των κουτσομπολίστικων εκπομπών, καθώς δεν τους έδινε τροφή η προσωπική του ζωή, έσκασε η «βόμβα». Ο αντισυμβατικός ηθοποιός ήταν ζευγάρι με τη Δέσποινα Βανδή. Μια ερωτική σχέση επίσης «κινηματογραφική», που τα ενσταντανέ της θύμιζαν τα «ονειρικά χορευτικά» στα μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Εκείνη λουσμένη στο φως της πίστας των μπουζουκιών, εκείνος στις σκιές του σκληρού θεατρικού ρεαλισμού. Εκείνη προσεγμένη, εκείνος χύμα. Και το σημαντικότερο, εκείνη εξοικειωμένη με τη δημοσιότητα, εκείνος χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η ιδιωτική του ζωή μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, να γίνει δημόσιο θέαμα. Η εικόνα του μπρουτάλ αρσενικού – ενισχυμένη από τους ρόλους του σε σειρές όπως οι «Αγριες μέλισσες», «Κομάντα και δράκοι», «Σασμός», «Αυτή η νύχτα μένει» – που χορεύει άτσαλα ζεϊμπέκικο μπροστά στην καλή του ήταν η «εικόνα εξωφύλλου» στη σχέση τους. Μιας σχέσης που, εκτός από αγάπη, είχε και τα χαρακτηριστικά της καψούρας. Ο,τι πρέπει για διαδικτυακό «λαϊκό ανάγνωσμα».

Και ήρθε το ξημέρωμα της 27ης Σεπτεμβρίου με τον Μπισμπίκη να «παίζει συγκρουόμενα» στον δρόμο της Φιλοθέης. Η οδηγική του συμπεριφορά κάκιστη και ο τρόπος που στη συνέχεια διαχειρίστηκε την κατάσταση επιεικώς αμήχανος. Από την άλλη, όμως, ένα κοινό για το οποίο ήταν ο «Μπισμπίκαρος» (ένα παρατσούκλι που ακόμη και αν λέγεται ειρωνικά υπονοεί ένα κιμπαριλίκι) βρήκε την ευκαιρία να κατασπαράξει το είδωλο. Επειδή δεν ήταν όπως ποτέ ο ίδιος δεν ισχυρίστηκε ότι είναι. Ενας άνθρωπος παράδειγμα προς μίμηση.