Μία μπουγάδα και μια υβριδική φιγούρα, το σύμβολο του σταυρού, μια ανθρώπινη μορφή κι ένα νεκρό σώμα. Στοιχεία που μοιάζουν ασύνδετα μεταξύ τους και συχνά υπήρξαν «αόρατα» με την πρώτη ματιά. Επαιξαν, όμως, κυρίαρχο ρόλο στην ελληνική ζωγραφική του 20ού αι., καθώς ενέπνευσαν, αγαπήθηκαν, επέστρεψαν εμμονικά, κρύφτηκαν διακριτικά ή επέστρεψαν δυναμικά στα έργα 11 σημαντικών εικαστικών, που ο καθένας τους έγραψε ένα ξεχωριστό και σημαίνον κεφάλαιο στην ελληνική Ιστορία της Τέχνης.
Κι είναι αυτά, μαζί με πολλά ακόμη που συνθέτουν την πρωτότυπη έκθεση «Πρωτόλεια. Από την πρώιμη γραφή στο ώριμο έργο» με την οποία υποδέχεται το Μουσείο Μπενάκη τη φθινοπωρινή περίοδο. Μια διοργάνωση που κατάφερε να συγκεντρώσει 130 έργα με σπουδαίες υπογραφές – των Σπύρου Βασιλείου, Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Γιάννη Τσαρούχη, Γιάννη Μόραλη, Α. Τάσσου, Βάσως Κατράκη, Γιάννη Σπυρόπουλου, Αλέκου Κοντόπουλου, Δημήτρη Μυταρά, Γιάννη Γαΐτη και Χρύσας Ρωμανού –, αρκετά από τα οποία υπήρξαν άγνωστα ή αθέατα για δεκαετίες στο ευρύ κοινό. Και να τους δώσει ρόλο πρωταγωνιστή σε ένα ιδιαίτερο κυνήγι θησαυρού, όπου οι επισκέπτες καλούνται να ανακαλύψουν ιδέες και μοτίβα που εμφανίστηκαν σε πρωτόλεια – σε πρώιμες δοκιμές, ερασιτεχνικές ή σπουδαστικές, ενίοτε και ατελείς καθώς και ως δόκιμα πρόδρομα έργα – και να εντοπίσουν πώς, πότε και γιατί επανεμφανίστηκαν στη διαδρομή και τις ώριμες δημιουργίες των ζωγράφων.
«Ανακαλύπτουμε τα θεματικά μοτίβα ή τις χαρακτηριστικές μορφές και ιδέες που αποτέλεσαν τις “άγκυρες”, οι οποίες προσδιόρισαν το έργο των 11 αυτών καλλιτεχνών και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του λεξιλογίου τους. Είναι σαν να διαβάζεις το πρώτο κεφάλαιο ενός βιβλίου, που ως τώρα γνώριζες μόνο τα δυνατά του σημεία», λέει στα «ΝΕΑ» η επιστημονική υπεύθυνη και επιμελήτρια της Συλλογής έργων τέχνης της Τράπεζας της Ελλάδος, Χάρις Κανελλοπούλου, μία από τους τρεις επιμελητές της έκθεσης που συνδιοργανώνουν το Μουσείο Μπενάκη, το Κέντρο Πολιτισμού Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος και το Ιδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου.
11 ζευγάρια
Ενδιαφέρουσα δεν είναι μόνο η ιδέα του εντοπισμού των σπερμάτων ιδεών και μοτίβων στα έργα κορυφαίων ελλήνων εικαστικών, αλλά και ο τρόπος που είναι δομημένη η έκθεση. Τρεις επιμελητές – ένας από κάθε φορέα που συνδιοργανώνει την έκθεση – απεύθυναν πρόσκληση έρευνας και συγγραφής σε ιστορικούς και θεωρητικούς της τέχνης, επιζητώντας και τη δική τους οπτική επί του θέματος. Κάθε προσκεκλημένος ανέλαβε έναν καλλιτέχνη και δημιουργήθηκαν τα εξής 11 ζευγάρια: Σπύρος Βασιλείου – Αννυ Μάλαμα, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας – Εβίτα Αράπογλου και Ιωάννα Μωραΐτη, Γιάννης Τσαρούχης – Αννα Καφέτση, Γιάννης Μόραλης – Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Α. Τάσσος – Γιάννης Μπόλης, Βάσω Κατράκη – Σπύρος Μοσχονάς, Γιάννης Σπυρόπουλος – Ολγα Δανιηλοπούλου, Αλέκος Κοντόπουλος – Μπία Παπαδοπούλου, Δημήτρης Μυταράς – Αρετή Λεοπούλου, Γιάννης Γαΐτης – Ελενα Χαμαλίδη, Χρύσα Ρωμανού – Πολύνα Κοσμαδάκη. Η παρουσίαση ωστόσο δεν είναι ομοιόμορφη, καθώς ο κάθε καλεσμένος έχει ακολουθήσει τον δικό του τρόπο παρουσίασης, χωρίς να έχει υιοθετηθεί σε όλα τα ζεύγη η χρονολογική προσέγγιση.
Τι συνδέει τα πρωτόλεια λοιπόν ορισμένων από τους καλλιτέχνες, που έργα τους φιλοξενούνται στην έκθεση, με τις μετέπειτα δημιουργίες τους; Η ανθρώπινη μορφή εντοπίζεται ως σημείο εκκίνησης και επίμονης επιστροφής στην περίπτωση του έργου του Δημήτρη Μυταρά (1934-2017). Οι απαρχές μιας διαχρονικά ανθρωποκεντρικής ζωγραφικής βρίσκονται στις κυρίαρχες γυναικείες μορφές, ήδη σε σχέδια του 1950 και δεν την εγκαταλείπει σε καμία από τις εκδοχές του ώριμου έργου του. Στο έργο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1906-1994) αναδεικνύεται η θεματική των απλωμένων ρούχων, έτσι όπως εμφανίζεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 και επανέρχεται σε συνθέσεις του, σε διαφορετικές εκδοχές, επί περισσότερα από πενήντα χρόνια δημιουργίας. Το νεκρό σώμα και ο θρήνος, οι οπλισμένοι νέοι και οι νεαρές γυναίκες με λουλούδια στα χέρια, αλλά και το θέμα της μουσικής είναι από τα θέματα που επιστρέφουν διαρκώς στο έργο του Α. Τάσσου (1914-1985), ενώ ήδη από τις απαρχές του το 1954 στο έργο του Γιάννη Γαΐτη εμφανίζονται σταδιακά υβριδικές φιγούρες, για να εξελιχθούν μεταγενέστερα ως ανθρωπόμορφες στον καμβά, σε κατασκευές και σε χάπενινγκ στον δημόσιο χώρο, όπως αναφέρεται στη συνοδευτική έκδοση.
Δύο χρόνια προετοιμασίας
«Είναι μια έκθεση που λειτουργεί περισσότερο ως ερώτημα, παρά δίνει απαντήσεις», λέει από την πλευρά του ο υπεύθυνος της Πινακοθήκης Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη, Κωνσταντίνος Παπαχρίστου, μέλος της επιμελητικής ομάδας. «Εμείς αρχικά και εν συνεχεία οι επιμέρους επιμελητές με τους οποίους συνεργαστήκαμε εντοπίσαμε κάποια μοτίβα και ιδέες στα έργα των επιλεγμένων ζωγράφων και χαρακτών. Οι επισκέπτες θα τα δουν, θα βρουν ορισμένα εξ αυτών ή κάποια άλλα ή δεν θα διακρίνουν κανένα από αυτά τα στοιχεία. Η έκπληξη δεν ήταν προαπαιτούμενο, αλλά θα συμβεί», συνεχίζει και προσθέτει πως πρόκειται για μια απαιτητική έκθεση, για την πραγματοποίησή της οποίας χρειάστηκε καθημερινή δουλειά επί δύο χρόνια.
Τρία ήταν τα κριτήρια για την επιλογή των συγκεκριμένων καλλιτεχνών, σύμφωνα με την επιμελητική ομάδα: ο περιορισμός του χώρου, που καθόρισε και τον αριθμό των καλλιτεχνών, η απόφαση να παρουσιαστούν έργα ζωγράφων και χαρακτών που έχουν ολοκληρώσει τη διαδρομή τους εντός του 20ού αι. και η δυνατή καλλιτεχνική τους υπογραφή, ώστε να διαπιστωθεί ποιες εκπλήξεις μπορούν να προκύψουν.
«Θα έλεγα ότι είναι μια έκθεση – γρίφος και όχι μία ομαδική, στην οποία ο θεατής θα ξεκλειδώσει τις δικές του απαντήσεις είτε με γνώση, είτε με αισθητήριο, ώστε να κάνει τις προσωπικές του ερμηνείες και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα», επισημαίνει το τρίτο μέλος της επιμελητικής ομάδας, η καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου, Ειρήνη Οράτη.







