Oπως και το «Εμφυτο ελάττωμα», η ταινία «Μια μάχη μετά την άλλη» (Οne battle after another, ΗΠΑ, 2025), τελευταία δημιουργία του Πολ Τόμας Αντερσον («Θα χυθεί αίμα»), είναι εμπνευσμένη από μυθιστόρημα του πιο μυστηριώδους και αινιγματικού αμερικανού συγγραφέα των τελευταίων 60 χρόνων: του Τόμας Πίντσον και του «Vinyl». Και είναι μια ακραία, δραματοποιημένη εικόνα της Αμερικής των καιρών μας: είναι το απόλυτο χάος συμπυκνωμένο μέσα σε 170 λεπτά, με τον Λεονάρντο ντι Κάπριο να δίνει τον παλμό της ιστορίας σαν χαλασμένος δείκτης καρδιογραφήματος. Ως πρώην μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης, ο Μπομπ (Ντι Κάπριο) εδώ και 16 χρόνια ζει αποκομμένος από τον υπόλοιπο πλανήτη, κρυμμένος σε ένα δάσος της αμερικανικής suburbia μαζί με τη μιγάδα κόρη του (Τσέιζ Ινφίνιτι). Ολα θα αλλάξουν όταν ο Μπομπ και η κόρη του μπουν στο στόχαστρο του Λόκτζο (Σον Πεν), ενός εντελώς «βαρεμένου» στρατιωτικού που έχει υψηλούς στόχους αλλά για να τους πετύχει θα πρέπει πρώτα να βγάλει από τη μέση ένα εμπόδιο. Η κόρη του Μπομπ ενδέχεται να είναι η δική του κόρη, και αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Γιατί προκειμένου να εισχωρήσει στο κλαμπ της ελίτ americana που θέλει, ο Λόκτζο οφείλει να είναι αμόλυντος. Μέσα από αυτή την ιδέα που φτιάχνει μια θρίλερ κατάσταση, ο Πολ Τόμας Αντερσον θέτει σε λειτουργία τον μηχανισμό της ταινίας που ακολουθεί κατά γράμμα τον τίτλο της: η μία μάχη ακολουθεί την άλλη σε έναν πόλεμο δίχως τέλος. Το απίστευτο κυνηγητό που θα ακολουθήσει, με τον Ντι Κάπριο να τρέχει σαν τρελός από ‘δώ κι από ‘κεί φορώντας μια φθαρμένη καρό ρόμπα, στόχο έχει να ξεμπροστιάσει την Αμερική με τον πιο αμείλικτο, τον πιο άγριο, τον πιο βάναυσο, μα και πιο αστείο τρόπο. Και τα καταφέρνει. Δεν υπάρχει τομέας που αυτή η ταινία να μη θίγει (το σενάριο του Αντερσον θα κερδίσει σίγουρα υποψηφιότητα για Οσκαρ). Από το τεράστιο ζήτημα των λαθρομεταναστών μέχρι τη στρατιωτική παράνοια και από τη μάστιγα του ρατσισμού μέχρι τα μυστικά κυκλώματα εκείνων που στην πραγματικότητα κινούν τα νήματα σε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου. Εν ψυχρώ δολοφονίες, κατάχρηση εξουσίας, βία για τη βία, σμπαραλιασμένες οικογένειες, ένα κράτος υπό διάλυση, κάτω του μηδενός – αλλά όλα αυτά με χιούμορ, αυτό το βιτριολικό χιούμορ που χαρακτηρίζει όλες τις δουλειές του Αντερσον και που εδώ απογειώνεται.

Απαγορευμένα βιβλία

Γραμμένο πριν από 22 χρόνια, το επίσης διάσημο βιβλίο «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» της Ιρανής Αχάρ Ναφέσι βρήκε τον δρόμο προς τη μεγάλη οθόνη από τον Ισραηλινό Εραν Ρίκλις, γνωστό από ταινίες που εστιάζουν σε θέματα που αναδεικνύουν τη γυναικεία προσωπικότητα, με πιο γνωστή τη «Λεμονιά» (2008). Στη συμπαραγωγής Ισραήλ / Αγγλίας / Ιταλίας ταινία «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» (Reading Lolita in Tehran, 2024) η πάντα γοητευτική Γκολσιφτέχ Φαραχανί υποδύεται τη συγγραφέα, μια δυναμική ιρανή καθηγήτρια πανεπιστημίου, που έχοντας επιστρέψει στη χώρα της από σπουδές στη Δύση αποφασίζει να ανοίξει τα μάτια φοιτητών και φοιτητριών εντάσσοντας στα μαθήματά της δυτική λογοτεχνία. Από τη «Λολίτα» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ μέχρι την «Περηφάνια και προκατάληψη» της Τζέιν Οστιν και τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Ομως οι εποχές είναι δύσκολες και το θεοκρατικό καθεστώς της ιρανικής επανάστασης του αγιατολάχ Χομεϊνί που ανεβαίνει στην εξουσία, ενώ η καθηγήτρια ήδη διδάσκει, θα προκαλέσει τεράστια προβλήματα στην ίδια αλλά και στις φοιτήτριές της. Βιβλίο και ταινία δεν λένε κάτι καινούργιο υποστηρίζοντας ότι ο πολιτισμός είναι η ισχυρότερη μορφή αντίστασης καθώς το σώμα μπορεί να υποκύψει, το πνεύμα όμως ποτέ. Ο Ρίκλις είναι πολύ καλός storyteller, η άποψή του είναι ολοκληρωμένη και το γεγονός ότι έχει μοιράσει την ταινία σε κεφάλαια ανάλογα με τα βιβλία που η Ναφέσι διδάσκει, βοηθά την ταινία να αποκτήσει μια πλήρη εικόνα μιλώντας για τη χειραφέτηση της γυναίκας υπό δύσκολες κοινωνικές συνθήκες.

Filmmaking πάνω από το στόρι

Ανάμεικτα συναισθήματα αφήνει πίσω της η ενδιαφέρουσα αλλά παράξενη διεθνούς συμπαραγωγής 2024 ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη «Harvest» (που σημαίνει θερισμός). Παρακολουθούμε στιγμές από την καθημερινότητα των κατοίκων μιας «κοινότητας» σε μια αγροτική περιοχή στην οποία και ζουν και εργάζονται. Ο χρόνος δεν ορίζεται· πιθανόν κάπου στον Μεσαίωνα, παρότι μικρές λεπτομέρειες – κάποια αντικείμενα ή η μορφή κάποιων κτισμάτων – δηλώνουν μια πολύ πιο πρόσφατη εποχή, σύγχρονη. Ο ιδιοκτήτης της περιοχής (Χάρι Μέλινγκ) προσπαθεί να διαχειριστεί τη θέση του ως «εξουσιαστής» αυτής της μικρής, ενωμένης κοινότητας χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, ενώ ένας από τους κατοίκους, ο Γουόλτερ (Κέιλεμπ Λόντρι Τζόουνς), ο οποίος γνωρίζει τον ιδιοκτήτη από παιδί, θα γίνει ο καταλύτης της ιστορίας. Βάση του σεναρίου είναι το ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζιμ Γκρέις που, κατά δήλωσή της, η Τσαγγάρη αγάπησε (το σενάριο υπογράφει η ίδια με την Τζόσλιν Μπαρνς). Σε αντίθεση π.χ. με προηγούμενες ταινίες της σκηνοθέτριας, το «Attenberg» ή το «Chevalier», όπου η αφήγηση είναι πιο ξεκάθαρη, εκείνο που κυρίως εκτιμάς στο «Harvest» είναι το «guerrilla filmmaking», το οποίο υπερτερεί του στόρι, που κάπως σχηματικά δείχνει να βάζει στο εδώλιο του «κατηγορουμένου» τον καπιταλισμό με την άφιξη ενός εξωτερικού παράγοντα, έτοιμο να ισοπεδώσει τα πάντα. Η ταινία μοιάζει να υποστηρίζει κάτι σαν «είμαστε όλοι μαζί σε ένα τίποτα», μότο που, απ’ ό,τι φαίνεται, υπήρξε «οδηγός» της και ως κατασκευής. Σε κάθε περίπτωση, γυρισμένη στα βόρεια της Σκωτίας, αυτή η ταινία σε βάζει (αν δεχτείς να μπεις) μέσα σε έναν πολύ μυστήριο αλλά γοητευτικό κόσμο φτιαγμένο από το χώμα, τη λάσπη, τις πέτρες, τα ζώα, το φαγητό, τους χορούς, τις φορεσιές, τις αγροτικές εργασίες και τους ανθρώπους.

Το πορτρέτο ενός ηγέτη

Γνωρίζοντας τι εστί Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (1922-1984) και πόσο έντονη προσωπικότητα υπήρξε ως ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας στην πιο ισχυρή περίοδό του, τη δεκαετία του 1970, στεναχωριέσαι κάπως νιώθοντας ότι αυτό που απουσιάζει από την ταινία «Μπερλινγκουέρ: Η μεγάλη ελπίδα» (Berlinguer: La grande ambizione, Iταλία, 2024) του Αντρέα Σέγκρε είναι το νεύρο. Ενώ ως βιογραφικό – ιστορικό δράμα η ταινία ακολουθεί με συνέπεια (και προφανώς με καλά μελετημένα τα ιστορικά γεγονότα) στιγμές από τη ζωή και τη δραστηριότητα του δημοφιλέστερου ίσως ηγέτη του ΚΚΙ, που το 1976 με 1,7 εκατομμύρια ψηφοφόρους παραλίγο να οδηγηθεί στην εξουσία, το καλοφτιαγμένο σύνολο έχεις την αίσθηση ότι κινείται στον αυτόματο πιλότο και ότι το λάδι από τις μηχανές της ταινίας λείπει. Προκειμένου να τονίσει το ενωτικό πνεύμα του Μπερλινγκουέρ που οραματιζόταν ένα σοσιαλιστικό έθνος όχι του θεαθήναι αλλά επί της ουσίας του, για το καλύτερο μέλλον της χώρας, ο Σέγκρε δίνει έμφαση στα συμβούλια, στις συναντήσεις και στα συνέδρια του Μπερλινγκουέρ με διάφορα πρόσωπα. Δεκτόν, αλλά από κάποια στιγμή κάπως βαρετό και επαναλαμβανόμενο. Θα έλεγε κανείς ότι η προσπάθειά του συγκινεί με έναν καθαρά νοσταλγικό τρόπο, λες και η ταινία αναρωτιέται πού είναι, αλήθεια, σήμερα ηγέτες όπως ο Μπερλινγκουέρ. Σε αυτό συμβάλλουν τα μέγιστα οι εμβόλιμες σκηνές επικαίρων της εποχής (μια τεχνική που είδαμε προσφάτως και στην ισπανική ταινία «Το 47»). Από την άλλη πλευρά, όμως, η απόδοση αυτού του θέματος νιώθεις ότι γίνεται μηχανικά, λες και η ταινία φοβάται μην αγνοήσει κάτι σημαντικό και κατηγορηθεί για αυτό. Κάποιες «επιμέρους» σκηνές πάντως λάμπουν. Ανάμεσά τους οι συναντήσεις του Μπερλινγκουέρ με πρόσωπα – κλειδιά της τότε πολιτικής: τον γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης Λεονίντ Μπρέζνιεφ (Νικολάι Ντάντσεφ) στο πλαίσιο του 25ου κομμουνιστικού συνεδρίου όταν ο Μπερλινγκουέρ απομακρύνθηκε από τη σκιά των Σοβιετικών, τον Τζούλιο Αντρεότι (Πάολο Πιερομπόν) ενώ βρισκόταν πια στο τιμόνι του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και τον τότε πρόεδρο των Χριστιανοδημοκρατών, πρώην πρωθυπουργό Αλντο Μόρο (Ρομπέρτο Σιτράν).

Ταξικός έρωτας, άφθονο σεξ

Δεύτερη συνεργασία του μεξικανού σκηνοθέτη Μισέλ Φράνκο με την αμερικανίδα σταρ Τζέσικα Τσαστέιν μετά τη «Μνήμη» (2023), η ταινία «Χαμένα όνειρα» (Dreams, ΗΠΑ / Μεξικό, 2025) δίνει την ευκαιρία στη δεύτερη να παίξει έναν κόντρα ρόλο που περιέχει αρκετές «καυτές» ερωτικές σκηνές, εκείνες που δεν θα έβλεπες ποτέ με εκείνη σε μια μεγάλη παραγωγή του Χόλιγουντ. Μέχρι εδώ καλά. Το πρόβλημα όμως είναι ότι νιώθεις ότι για αυτές τις σκηνές και μόνο γυρίστηκε ολόκληρη η ταινία. Στην πραγματικότητα, ο Φράνκο δεν έχει και πολλά να πει. Δόξα τω Θεώ, από ταξικά μελοδράματα έχουμε χορτάσει, και αυτό ακριβώς είναι τα «Χαμένα όνειρα»: μια ιστορία αδιέξοδου «ταξικού έρωτα» αμπαλαρισμένη ως art house ταινία, πράγμα που σημαίνει μινιμαλισμό στους διαλόγους, σχεδόν μηδενική δράση και κάμερα που κουνιέται δίχως λόγο. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να μας απασχολήσει σήμερα ένα θέμα τόσο χιλιοειπωμένο που σου δίνει την εντύπωση ότι ξέρεις ακριβώς τι θα δεις πολύ πριν το δεις. Αρα, το μόνο που μένει είναι το γυμνό της Τσαστέιν, δηλαδή αυτό που δεν είχε ο «Μάγκας στα σαλόνια» του Κώστα Καραγιάννη με τη Μέμα Σταθοπούλου και τον Γιάννη Βόγλη.

Τσεκουρώματα

Στο καλά σκηνοθετημένο αλλά ανόητο splatter «Κλείδωσες; Οι άγνωστοι 2» (The Strangers: Chapter 2, HΠA, 2025) ένας μασκοφόρος τύπος με τσεκούρι τσεκουρώνει ό,τι βρει μπροστά του. Τέλος. Τελικά μεγάλο κακό έκανε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ με το τσεκούρι της αριστουργηματικής «Λάμψης» (1980), αλλά το χειρότερο εδώ είναι το πού κατέληξε ο καψερός ο Ρένι Χάρλιν του «Πολύ σκληρός για να πεθάνει 2».

  • Τέλος, προβάλλεται και η παιδική ταινία «Το κουκλόσπιτο της Γκάμπι: Η ταινία» (Gabby’s Dollhouse: The Movie, HΠΑ / Καναδάς, 2025) του Ράιαν Κρέγκο που στηρίζεται σε γνωστή σειρά ψηφιακής πλατφόρμας.