Οι Εθνικοί Λογαριασμοί για το 2024 και το πρώτο εξάμηνο 2025 εγείρουν ορισμένα ερωτήματα. Κατ΄ αρχάς, να διευκρινιστεί, ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας αποτελείται από α) την κατανάλωση, β) τον σχηματισμό κεφαλαίου και γ) τη διαφορά εξαγωγών και εισαγωγών. Ειδικά το μέγεθος «σχηματισμός κεφαλαίου» περιλαμβάνει δύο επιμέρους στοιχεία: τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και ένα από τα πιο ακανθώδη και «περίεργα» μεγέθη των Εθνικών Λογαριασμών: «τα αποθέματα» (inventories), δηλαδή – με απλουστευτικό τρόπο – προϊόντα που παράγονται, αλλά δεν έχουν διατεθεί ακόμα στην αγορά.

Πού βρίσκεται το ερώτημα ή το αξιοπερίεργο;

Το μέγεθος «σχηματισμός κεφαλαίου» είναι στις χώρες της ευρωζώνης όσο ακριβώς και ο «σχηματισμός ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου». Η διαφορά τους – δηλαδή τα «αποθέματα» – είναι σχεδόν μηδενικά. Είναι λογικό. Οι επιχειρήσεις και οι παραγωγοί δεν παράγουν προϊόντα αν ξέρουν ότι δεν μπορούν να πουληθούν στην αγορά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, π.χ. στα χρόνια της επιδημίας του κορωνοϊού, η απότομη πτώση της παραγωγής μπορεί να οδηγήσει, παροδικά, στην απότομη αύξηση των αποθεμάτων. Αυτές είναι πολύ ειδικές καταστάσεις. Σε ομαλές συνθήκες, όπως το 2023, στην Ελλάδα τα «αποθέματα» αντιπροσώπευαν το 1,05% του ΑΕΠ, ενώ η μέση τιμή για τα έτη 2017-2020 ήταν 1,2% του ΑΕΠ. Ακόμα και με τα έτη της πανδημίας (2020-2022), η μέση τιμή ήταν 1,7% του ΑΕΠ. Το 2024, ξαφνικά, εκτινάσσονται απότομα στο 4,1%, και μια αποκλιμάκωση εμφανίζεται το 2ο τρίμηνο του 2025. Η πτώση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο του 2025 ήταν πιθανότατα το αναγκαίο αντιστάθμισμα των όσων προηγήθηκαν, καθώς, διαφορετικά, θα φτάναμε σε – στατιστικά και οικονομικά – αλλοπρόσαλλες καταστάσεις.

Γιατί παρουσιάζουν τόσο ενδιαφέρον οι εξελίξεις αυτές; Η απάντηση έχει τεράστια σημασία. Το ύψος που εμφανίζονται τα αποθέματα στις στατιστικές καθορίζει αν το ΑΕΠ, δηλαδή οι αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας, είναι ή εμφανίζεται να είναι χαμηλότερο ή μεγαλύτερο. Είναι λογικό να θεωρήσει κανείς, ότι τα αποθέματα του 2023  ύψους 1,05% του ΑΕΠ εκφράζουν μια ομαλή φάση. Ας δεχθούμε και ότι ακόμα μεγαλύτερα αποθέματα (π.χ. 1,5% του ΑΕΠ) θα ήταν μια λογική εικόνα –που δεν είναι. Στην περίπτωση όμως, που το 2024 τα αποθέματα εμφανίζονταν να είναι 1,5% του ΑΕΠ (και όχι 4,1%), θα είχαμε καταγράψει σημαντική μείωση του ΑΕΠ (-0,9%, αντί αύξηση 2,3% που γνωρίζουμε). Αντίστοιχη ανατροπή θα σημειωνόταν στα μεγέθη του ΑΕΠ και το 2025, οπότε αντί για αύξηση 2% το πρώτο εξάμηνο του 2025 θα εμφανιζόταν αύξηση 1,2%. Στην ουσία θα είχαμε μια κολοσσιαία ανατροπή στην εικόνα της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την εικόνα που εμφανίζεται. Παιχνίδια αριθμών ή άλλο; Εξαρτάται.

Οι εξελίξεις αυτές θέτουν ερωτήματα:

Πρώτον, γιατί η Ελλάδα εμφανίζει σταθερά τόσο μεγάλες τιμές ΑΕΠ που οφείλονται σε «αποθέματα», ενώ στις χώρες της ευρωζώνης είναι σχεδόν μηδενικά;

Δεύτερον, πώς εξηγείται, ότι ιδιαίτερα το 2024 και 2025 σημειώνεται μια, στην κυριολεξία, εκτίναξη των «αποθεμάτων» για 2-3 τρίμηνα;

Τρίτον, πώς εξηγείται, επίσης, ότι με τον τομέα της βιομηχανικής μεταποίησης να αντιπροσωπεύει το 9% της παραγωγής (του ΑΕΠ), τα αποθέματα έφτασαν το 2024 να αντιπροσωπεύουν 4,1% του ΑΕΠ, δηλαδή το 45% της βιομηχανικής παραγωγής; Είναι εξωπραγματικά αφύσικο. Σήμερα, τα βιομηχανικά προϊόντα κυρίως είναι αυτά που μπορούν να αποθεματοποιηθούν. Ο αγροτικός τομέας πιθανό να δημιουργεί κάποια αποθέματα, αλλά ελάχιστα, ο τομέας ορυχεία – μεταλλεία έχει εντελώς οριακό βάρος στην οικονομία και τυχόν αποθέματα θα συνιστούσαν επίσης αμελητέο μέγεθος. Εκαναν μήπως άλλοι τομείς/κλάδοι τόσα αποθέματα, τι είδους και πώς εξηγείται; Τρελάθηκαν οι επιχειρήσεις και παράγουν για τις αποθήκες τους;

Τίθεται, συνεπώς, αφενός το τεχνικό ερώτημα «σε τι συνίστανται τα αποθέματα αυτά και γιατί σημειώθηκε τέτοια απότομη και μεγάλη μεταβολή» και αφετέρου ένα ερώτημα ουσίας: «τι ακριβώς συμβαίνει με τις στατιστικές αυτές, δεδομένου ότι το μέγεθός τους καθορίζει αποφασιστικά το αν στην πραγματικότητα η οικονομία εξελίσσεται με τους ρυθμούς που ανακοινώνονται ή με πολύ χαμηλότερους, και αν οι δείκτες της οικονομίας είναι αντιπροσωπευτικοί ή όχι».

Στο τέλος – τέλος, αν τόσο σημαντικό τμήμα του ΑΕΠ παρέμεινε ως «απόθεμα» έξω από την αγορά, θα εξηγούσε ίσως τη γενικότερη εισοδηματική καχεξία που χαρακτηρίζει την οικονομία, και που δεν δικαιολογείται από ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξης του 2,3%, που είχαν ανακοινωθεί.

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά πιθανό να σχετίζεται με:

  • Προσωπική αδυναμία, που αφορά τη γνώση μου για το στατιστικό υπόβαθρο – δικαιολογημένη ίσως, όταν δεν υπάρχουν εξηγήσεις.
  • Εξαιρετικά έντονες, αλλά μη ορατές από εμάς, μεταβολές στο παραγωγικό σύστημα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας – ποιες όμως;
  • Λανθασμένες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, όπως στις στατιστικές ανεργίας (όμως ελάχιστα πιθανό).
  • Greek stastics.

Το θέμα δεν είναι μόνο ελληνικό. Εμπλέκεται και η Eurostat (Ευρωπαϊκή Στατιστική Yπηρεσία), που έχει την ευθύνη της αξιοπιστίας των Εθνικών Λογαριασμών κάθε κράτους και καλό θα ήταν να εξετάσει το θέμα όχι με καθυστέρηση δύο ετών, όπως με τις δημοσιονομικές στατιστικές του 2009. Ο,τι και να είναι θα έπρεπε να υπάρχουν εξηγήσεις που να μην αφήνουν σκιές για ένα τόσο κρίσιμο μέγεθος της οικονομικής μας πορείας, που επιπλέον επηρεάζει έντονα και τις πολιτικές αναλύσεις.

Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι πρώην υπουργός