Οι φωτιές έκαιγαν ακόμα και οι νεκροί κείτονταν εκεί όπου είχαν πέσει, όταν η 10χρονη Γιοσίκο Νιγιάμα μπήκε στη Χιροσίμα, δύο ημέρες μετά την καταστροφή της από την ατομική βόμβα των Αμερικανών.
«Θυμάμαι πως ο αέρας ήταν γεμάτος καπνό και παντού υπήρχαν πτώματα… και είχε τόση ζέστη», λέει η Νιγιάμα σε συνέντευξή της από το σπίτι της στα προάστια της Χιροσίμα. «Τα πρόσωπα των επιζώντων ήταν τόσο παραμορφωμένα που δεν ήθελα να τα κοιτάζω. Αλλά έπρεπε».
Η Νιγιάμα και η μεγαλύτερη αδελφή της έτρεξαν στην πόλη για να ψάξουν τον πατέρα τους, Μιτσούγκι, ο οποίος εργαζόταν σε μια τράπεζα μόλις 1 χλμ. από το επίκεντρο της έκρηξης. Είχαν οδηγηθεί με την εκκένωση σε γειτονιά λίγο έξω από την πόλη, αλλά κατάλαβαν ότι κάτι φρικτό είχε συμβεί στη Χιροσίμα όταν είδαν φορτηγά να περνούν από το προσωρινό τους καταφύγιο μεταφέροντας βαριά καμένους τραυματίες.
Καθώς η Χιροσίμα ετοιμάζεται να τιμήσει τα 80 χρόνια από τότε που καταστράφηκε από την πρώτη πυρηνική επίθεση στον κόσμο, η 90χρονη Νιγιάμα είναι μία από τους λίγους χιμπακούσα – επιζώντες των ατομικών βομβαρδισμών – που είναι ακόμη σε θέση να θυμηθούν όσα φρικτά έζησαν όταν το σπίτι τους έγινε συντρίμμια μέσα σε μια στιγμή.
Στις 8.15 π.μ. της 6ης Αυγούστου 1945, το αμερικανικό βομβαρδιστικό ‘Enola Gay”, ένα B-29, έριξε την πυρηνική βόμβα στη Χιροσίμα. Η “Little Boy” εξερράγη περίπου 600 μέτρα πάνω από το έδαφος, με δύναμη ισοδύναμη με 15.000 τόνους ΤΝΤ. 60.000 έως 80.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ακαριαία, με τον αριθμό των θυμάτων να φτάνει τις 140.000 μέχρι το τέλος του έτους, καθώς οι επιζώντες υπέκυπταν στα εγκαύματα και στις ασθένειες που προκάλεσε η οξεία ακτινοβολία.
Τρεις ημέρες αργότερα, οι Αμερικανοί έριξαν βόμβα πλουτωνίου στο Ναγκασάκι, σκοτώνοντας 74.000 ανθρώπους. Και στις 15 Αυγούστου, η αποκαρδιωμένη Ιαπωνία παραδόθηκε, βάζοντας τέλος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Νιγιάμα, μία από τέσσερις αδελφές, δεν βρήκε ποτέ τον πατέρα της ή τα λείψανά του – πιθανότατα αποτεφρώθηκε μαζί με τους συναδέλφους του.
«Ο πατέρας μου ήταν ψηλός, και για πολύ καιρό, κάθε φορά που έβλεπα έναν ψηλό άνδρα από πίσω, έτρεχα προς το μέρος του νομίζοντας πως ίσως ήταν εκείνος», λέει. «Αλλά δεν ήταν ποτέ».
Καθώς ο αριθμός των επιζώντων του βομβαρδισμού που είδαν τις άμεσες συνέπειές του μειώνεται κάθε χρόνο, μένει στους νεότερους η ευθύνη να συνεχίσουν να περιγράφουν όσα φρικτά συνέβησαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.
Εσπασε τη σιωπή της
Για δεκαετίες, η Νιγιάμα, που είναι επισήμως καταγεγραμμένη ως χιμπακούσα, δεν είπε τίποτα για το τραύμα που υπέστη ως μαθήτρια – ούτε καν σε πρόσωπα της οικογένειάς της.
«Δεν ήθελα να θυμάμαι τι συνέβη», λέει. «Και πολλοί χιμπακούσα έμεναν σιωπηλοί γιατί ήξεραν ότι ίσως αντιμετώπιζαν διακρίσεις – όπως να μην μπορούν να παντρευτούν ή να βρουν δουλειά. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι τα παιδιά των χιμπακούσα θα γεννιούνταν με δυσμορφίες».
Μόνο όταν η εγγονή της, η Κιόκο Νιγιάμα – μαθήτρια Λυκείου τότε – τη ρώτησε για τις εμπειρίες της στον πόλεμο, έσπασε τη σιωπή της.
Πέρυσι, οι επιζώντες των επιθέσεων στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι αναγνωρίστηκαν για την καμπάνια τους υπέρ της κατάργησης των πυρηνικών όπλων, όταν το Nihon Hidankyo – ένα εθνικό δίκτυο χιμπακούσα – βραβεύτηκε με το Νομπέλ Ειρήνης.
Ομως οι επιζώντες τρέχουν ενάντια στον χρόνο, για να διασφαλίσουν ότι το μήνυμά τους θα μείνει ζωντανό σε έναν κόσμο που οδεύει προς μια νέα εποχή πυρηνικής ακροσφαλούς διπλωματίας.
Ο αριθμός των εγγεγραμμένων επιζώντων και των δύο επιθέσεων έπεσε φέτος κάτω από τις 100.000, σύμφωνα με το ιαπωνικό υπουργείο Υγείας, από πάνω από 372.000 το 1981. Η μέση ηλικία τους είναι 86 ετών. Μόνο ένας από τους 78 ανθρώπους που επιβεβαιώθηκε ότι βρισκόταν εντός 500 μέτρων από το επίκεντρο της έκρηξης στη Χιροσίμα είναι ακόμα ζωντανός – ένας άνδρας 89 ετών.
«Δεν μου αρέσει ο Αύγουστος», λέει η Νιγιάμα. «Εχω εφιάλτες κοντά στην επέτειο. Δεν θέλω να σκέφτομαι εκείνη τη μέρα – αλλά δεν μπορώ να την ξεχάσω. Ομως είμαι ευγνώμων που ακόμα θυμάμαι ότι είμαι χιμπακούσα».








