Τα τελευταία εικοσιτετράωρα ο εσωτερικός νομικός διάλογος επικεντρώνεται στην αναφορά στο άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας που ψηφίστηκε στη Βουλή σχετικά με την αναστολή εξέτασης αιτημάτων ασύλου. Παρά το γεγονός ότι η εργαλειοποίηση των ανθρώπινων ροών εκ μέρους της Λιβύης είναι πλέον αδιαμφισβήτητη, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι παρούσες συνθήκες ομοιάζουν με κατάσταση ανάγκης που απειλεί την ίδια την υπόσταση ενός κράτους. Τόσο το άρθρο 15 όσο και το ενωσιακό κεκτημένο, όπως έχει δομηθεί μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δημιουργούν ένα πλήρες πλαίσιο προστασίας δικαιωμάτων, που εκ των πραγμάτων προσδίδει όλως εξαιρετικώς χαρακτήρα στην επίκληση κατάστασης ανάγκης.
Με άλλα λόγια, η επίκληση κατάστασης ανάγκης λαμβάνει χώρα προκειμένου ένα κράτος να αποκριθεί σε εξαιρετικά οξείες πολιτικές ή κοινωνικές καταστάσεις που θέτουν σε κίνδυνο την πολιτειακή του οργάνωση. Συνεπώς, το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί μια εξαιρετική δικαιική περίσταση, μια παρένθεση στις περιόδους ομαλότητας που βιώνει κάθε ευνομούμενο κράτος.
Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της κατάστασης ανάγκης είναι νομικά επιβεβλημένος για τρεις λόγους. Πρώτον, για το προφανές, που δεν είναι άλλο από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η επίκληση ή έστω η αναφορά σε αυτήν επιτρέπει την επιβολή αυστηρών περιορισμών σε ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα. Η θεσμοποιημένη αναστολή ατομικών δικαιωμάτων διαταράσσει και ανατρέπει το κλασικό πρότυπο του κράτους δικαίου, όπως αυτό υφίσταται. Δεύτερον, ο εξαιρετικός χαρακτήρας λειτουργεί αποτρεπτικά για την καταχρηστική επίκλησή της από τα κράτη, κάτι που συνεπάγεται και τη συμμόρφωση των κρατών με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις.
Τέλος, αυτή η συμβατική και νομοθετική αυστηρότητα έχει διαμορφώσει αντιστοίχως και την πρακτική των κρατών. Η επίκληση κατάστασης ανάγκης από τα κράτη είναι ενδεικτική μιας πιθανώς ευάλωτης περιόδου, είτε για την εξωτερική τους πολιτική είτε στο εσωτερικό τους. Ετσι τα κράτη που προβαίνουν συχνά σε επίκληση ρητρών παρέκκλισης από διεθνείς υποχρεώσεις αντιμετωπίζονται διεθνώς με δυσπιστία, ενώ το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας επικεντρώνεται σε τυχόν υποχώρηση του κράτους δικαίου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, σε πλείστες περιόδους οξείας κρίσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, δεν υπήρξε αναφορά στο δίκαιο της ανάγκης.
Με βασική εξαίρεση τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας, τα κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν κατέφυγαν στη λύση της ανάγκης, ακόμα και σε περιόδους που αποτελούσαν αχαρτογράφητα ύδατα. Τα παραδείγματα είναι πολλά και ποικίλλουν: από την οικονομική κρίση, στις αυξημένες ανθρώπινες ροές που ακολούθησαν την Αραβική Ανοιξη και την ένοπλη σύγκρουση στη Συρία, μέχρι την υγειονομική κρίση που ακολούθησε τη διασπορά του COVID-19. Σε όλες τις παραπάνω κρίσιμες ιστορικά συγκυρίες, οπότε και θεμελιώδη δικαιώματα περιεστάλησαν, τα κράτη δεν ανέτρεξαν στο δίκαιο της ανάγκης.
Προς το παραπάνω συμπέρασμα συντείνουν θεωρία και νομολογία, τόσο διεθνώς όσο και σε εθνικό επίπεδο, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα διαθέσιμα νομικά εργαλεία σε περιόδους οξειών κρίσεων. Σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερη σημασία έχει η διαχείριση παρόμοιων καταστάσεων από άλλα κράτη του ευρωπαϊκού χώρου, ανάλογα με το συνταγματικό τους πλαίσιο. Ενα παράδειγμα διαβάθμισης μεταξύ των εκάστοτε περιόδων κρίσης προσφέρει το ισπανικό Σύνταγμα, που διακρίνει μεταξύ κατάστασης ανάγκης (που ενεργοποιείται σε περιόδους πολιορκίας και πολεμικών συγκρούσεων) και κατάστασης κινδύνου (state of alarm), που αξιολογείται ως λιγότερο σοβαρή απειλή για συγκεκριμένες περιφέρειες της χώρας. Και είναι ακριβώς η τελευταία διάταξη (άρθρο 116 παρ. 2) που ενεργοποιείται όταν η Ιβηρική Χερσόνησος δέχεται αυξημένες ανθρώπινες ροές.
Αν και το σχετικό άρθρο στο ελληνικό Σύνταγμα αφορά ρητά κατάσταση πολιορκίας (άρθρο 48), η τελολογική ερμηνεία της διάταξης δεν μπορεί παρά να συμβαδίσει με τις διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα, αλλά και τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των διάφορων κρίσιμων καταστάσεων. Επομένως, υφίστανται εκείνα τα ερμηνευτικά εργαλεία που δύνανται να διαμορφώσουν την εθνική στρατηγική απέναντι στην εργαλειοποίηση των ανθρώπινων ροών. Αλλωστε, είναι αναπόφευκτο ότι οι περίοδοι κρίσης λειτουργούν επιβαρυντικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για το κράτος δικαίου. Ακόμη όμως και σε τέτοιες περιόδους, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ομαλότητα και την ανάγκη παραμένει – και οφείλει να παραμένει – ενεργή και αναγνωρίσιμη.
Η Ιωάννα Πέρβου είναι επίκουρη καθηγήτρια Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, Νομική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης







