Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, υπήρξε ένας επαναπροσδιορισμός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, υπό την ιδεολογική επήρεια των νεοσυντηρητικών, που συνοδεύτηκε από μια αλλαγή στον τομέα της ασφάλειας και η οποία εκφράστηκε με την εισβολή στο Ιράκ το 2003.

«Εμείς μιλάμε για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Οι Ιρακινοί μιλάνε για δικαιοσύνη και τιμή». Αυτό ήταν το σχόλιο του αντισυνταγματάρχη Ντέιβιντ Κιλκάλεν το 2007, κατά τη διάρκεια ενός σεμιναρίου για τον ανταρτοπόλεμο και θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ώστε οι ΗΠΑ να διορθώσουν τα λάθη που έχουν κάνει.

Το σχόλιο του Κιλκάλεν «δεν αφορούσε απλώς το Ιράκ, αλλά και μια δέσμη προβλημάτων που προέρχονται από έναν κόσμο που έχει κουραστεί να ακούει το αμερικανικό μεγάφωνο», υπογράμμιζε τότε στην «Washington Post» ο Ντέιβιντ Ιγνάτιους.

Πράγματι, όταν οι άνθρωποι ακούγανε τότε τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους να κηρύττει περί δημοκρατικών αξιών, ερμήνευαν το «κήρυγμά» του ως συγκάλυψη της αμερικανικής ισχύος. Λίγα χρόνια μετά την εισβολή των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της «συμμαχίας των προθύμων» στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2003, ο ισχυρισμός του Αμερικανού Τζορτζ Μπους, ο οποίος σχεδόν έναν μήνα μετά την εισβολή δήλωνε κατηγορηματικά ότι ο πόλεμος κερδήθηκε, δεν άντεχε σε σοβαρό σχολιασμό.

Ομως, το ερώτημα που έθεταν οι αναλυτές της διεθνούς πολιτικής, «θα κερδίσουν τελικά οι Ηνωμένες Πολιτείες τον πόλεμο στο Ιράκ;», υπήρξε κομβικό. Από την εξέλιξη αυτού του πολέμου θα εξαρτιόνταν πολλά, τόσο για την περιοχή όσο και για τον κόσμο ολόκληρο.

Θα κρίνονταν, επίσης, οι πρωταγωνιστές, καθώς οι λαοί τους θα μπορούσαν να συμπεράνουν εάν η εξαπάτηση που υπέστησαν και οι θυσίες στις οποίες υποβλήθηκαν άξιζαν τον κόπο. Σχετικά σύντομα υπήρξαν ορισμένες σταθερές. Οπως το γεγονός ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν είχε καμία σχέση με την Αλ Κάιντα, όπως τελεσίδικα αποφάνθηκαν οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.

Ο κόσμος δεν έγινε πιο ασφαλής και μια από τις μεγαλύτερες χώρες της Μέσης Ανατολής διαλύθηκε και αργότερα τα απόνερα αυτής της διάλυσης κατέστρεψαν και τη γειτονική Συρία, την οποία θα «ανοικοδομήσει» σήμερα ένας πρώην επικηρυγμένος τρομοκράτης, ο Αλ Σάρα.

Η στρατηγική αναγκαιότητα της επέμβασης στο Ιράκ αμφισβητήθηκε άμεσα από εκείνους που έβλεπαν πριν απ’ όλα έναν πολιτικό πόλεμο, με στόχο, όχι τόσο την εξάλειψη ενός άμεσου κινδύνου, όσο την εδραίωση της επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή και την ενίσχυση της δημοτικότητας και της εξουσίας του προέδρου Μπους.

Σιγά σιγά το κόστος του πολέμου, τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε οικονομικό επίπεδο, άρχισε να αποκτά όλο και περισσότερη βαρύτητα, με αποτέλεσμα η αμερικανική κοινή γνώμη να αρχίσει να αλλάζει σκέψη απέναντι στον πόλεμο, ο οποίος άρχισε να στοιχειώνει τη δεύτερη θητεία που είχε εξασφαλίσει ο Μπους το 2004.

Σήμερα, περισσότερα από είκοσι χρόνια αργότερα, το «διεθνές θέατρο» έχει μεταβληθεί ριζικά, τόσο σε επίπεδο «σκηνικού» όσο και σε επίπεδο «θιάσων». Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια επιταχύνεται ο ρυθμός της αλλαγής με τις ηγεσίες να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο.


← Επιστροφή στο μενού του αφιερώματος


Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.