Την περίοδο 1939-1945, η ανθρωπότητα θα ζήσει για δεύτερη φορά στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα τη φρίκη του πολέμου. Μέσα στο παγκόσμιο σκηνικό της πιο καταστροφικής σύγκρουσης στην Ιστορία, η Ελλάδα έπαιξε έναν δυσανάλογα σημαντικό ρόλο σε σχέση με το μικρό της μέγεθος και τις περιορισμένες στρατιωτικές της δυνατότητες. Η αντίσταση του ελληνικού λαού απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία – Ιταλία) αποτέλεσε σημείο αναφοράς και επηρέασε την εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ελληνική εξωτερική πολιτική: από την ουδετερότητα στην αντίσταση

Την ώρα που τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν, η Ελλάδα του καθεστώτος Μεταξά και υπό την εποπτεία του Γεωργίου Β’ παρέμενε σταθερά προσανατολισμένη προς τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία θεωρούσε δεδομένη τη γεωπολιτική τοποθέτηση της Αθήνας, προκειμένου να ελέγχει τον μεσογειακό χώρο. Πρωθυπουργός και βασιλιάς – παρότι διατηρούσαν θετικές προσωπικές αναμνήσεις από τη «Γερμανία» των αρχών του αιώνα – ήταν πεπεισμένοι ότι, για το καλό της χώρας αλλά και για την πολιτική τους επιβίωση, έπρεπε να παραμείνουν σταθεροί στο πλευρό των Βρετανών.

Σύμφωνα και με το δόγμα του Ελευθερίου Βενιζέλου από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, για τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας απέναντι στην κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, ο Μεταξάς παραδεχόταν: «Η Ελλάς δεν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη από θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη υπό ξηράς. […] Εις το οποίον ευρίσκεται η Αγγλία».

Ωστόσο, καθώς το Λονδίνο αδυνατούσε να προσφέρει ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη, και στο πλαίσιο της πολιτικής κατευνασμού (appeasement) των Δυτικών απέναντι στον Χίτλερ, ο Μεταξάς διατηρούσε κάποια ελευθερία κινήσεων, τηρώντας μια πολιτική ουδετερότητας απέναντι στο Τρίτο Ράιχ, διατηρώντας τις παραδοσιακές στενές οικονομικές-εμπορικές, αλλά και πολιτιστι- κές σχέσεις και ελπίζοντας να αποφύγει μια πολεμική εμπλοκή της χώρας του στην επερχόμενη σύγκρουση. Αυτή η φαινομενική ουδετερότητα εξυπηρετούσε και το Βερολίνο, που ασφαλώς δεν έτρεφε αυταπάτες για τη στάση που θα κρατούσε σε μια αντιπαράθεση ο Γεώργιος υπό την πίεση των Βρετανών και ο Μεταξάς υπό την πίεση του βασιλιά, αλλά επεδίωκε αφενός να έχει στη διάθεσή του τις πρώτες ύλες της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων και σε πολιτικό επίπεδο να εξασφαλίσει τη μη παρουσία αντίπαλων (κυρίως βρετανικών) στρατευμάτων στην περιοχή, τα οποία θα μπορούσαν να απειλήσουν τα νώτα της Βέρμαχτ στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση προς ανατολάς.

Οι ενέργειες του Μουσολίνι στην Αλβανία και η προετοιμασία των Δυτικών για πόλεμο με τη ναζιστική Γερμανία οδήγησαν τελικά στην εγκατάλειψη της ουδετερότητας από την Αθήνα. Ο Μεταξάς αποδέχτηκε την αγγλογαλλική εγγύηση του Απριλίου 1939, αποφασισμένος να αποκρούσει κάθε ιταλική αξίωση. Παρότι απέφευγε να απαντήσει στις προκλήσεις των Ιταλών, οι τελευταίες εντάθηκαν μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία το φθινόπωρο του 1939 και την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε στον Μεταξά το τελεσίγραφο που ζητούσε την κατάληψη στρατηγικών θέσεων σε ελληνικό έδαφος, ο Έλληνας δικτάτορας απάντησε αρνητικά, ερμηνεύοντας το κοινό αίσθημα της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού. Η απάντηση αυτή – το ιστορικό «Όχι» – επιβεβαίωσε τις αποφάσεις και τις ενέργειες που είχαν ήδη καθορίσει την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης στο πλευρό των Συμμάχων.

Η «Μάχη της Ελλάδας»

Αμεσα κηρύχθηκε γενική επιστράτευση και τέθηκε σε κίνηση ο πολεμικός μηχανισμός της χώρας με τη συγκέντρωση και προώθη- ση μονάδων στο μέτωπο. Τις ελλείψεις των μέσων συμπλήρωσαν ο ενθουσιασμός και το υψηλό ηθικό των στρατευμένων Ελλήνων, που έφτασαν στο μέτωπο μετά από εξαντλητικές πορείες, εν μέσω απαισιόδοξων – από πλευράς των Αγγλων, αλλά ακόμα και του ίδιου του Γενικού Επιτελείου Στρατού – προβλέψεων για αποτελεσματική αντίσταση. Ο πόλεμος κατά των Ιταλών μπορεί να χωριστεί γενικά σε δύο περιόδους, η πρώτη ως τα τέλη περίπου του Δεκεμβρίου και η δεύτερη ως τη γερμανική επίθεση. Στην πρώτη περίοδο τα ελληνικά στρατεύματα αμύνθηκαν σθεναρά, ανέκοψαν την ιταλική προέλαση στο ελληνικό έδαφος και στη συνέχεια αντεπιτέθηκαν φθάνοντας στη Βόρεια Ηπειρο, μετά από επανειλημμένες νίκες. Η δεύτερη περίοδος χαρακτηρίζεται από ανάσχεση της ελληνικής προέλασης και την ιταλική αντεπίθεση του Μαρτίου 1941, η οποία ωστόσο δεν επηρέασε τις θέσεις των αντιμαχομένων.

Τον Απρίλιο του 1941 υπεισήλθε ο γερ- μανικός παράγοντας και άλλαξε η μορφή του πολέμου. Ηταν σαφές ότι οι γερμανικές δυνάμεις ήταν ασύγκριτα καλύτερα εξοπλι- σμένες από τις ελληνικές, οι οποίες εξάλλου δεν διέθεταν τεθωρακισμένα και ουσιαστική αεροπορική υποστήριξη. Επειδή σχεδόν το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων παρέμενε στο αλβανικό μέτωπο, όπου ο πόλεμος με τους Ιταλούς συνεχιζόταν, το βάρος της γερμανι- κής επίθεσης έπεσε από ελληνικής πλευράς στα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά». Παρά την ηρωική αντίσταση των αμυνομένων και το γεγονός ότι τα οχυρά λόγω της κατασκευής τους και της αυτοθυσίας των υπερασπιστών τους άντεξαν σε μεγάλο βαθμό τις σφοδρές επιθέσεις, η μάχη διήρκεσε μόλις τέσσερις μέρες, καθώς η γερμανική επίθεση μέσω Γιου- γκοσλαβίας υπερκέρασε τις θέσεις άμυνας και απείλησε τα μετόπισθεν των ελληνικών στρατευμάτων. Η συνθηκολόγηση υπεγρά- φη στις 9 Απριλίου. Αφού είχε καταληφθεί η Θεσσαλονίκη, οι γερμανικές μονάδες κατευ- θύνθηκαν ταχύτατα προς τον Νότο και στις 27 του μήνα εισήλθαν στην Αθήνα. Ταυτόχρονα και μέχρι τις αρχές Μαΐου είχαν καταληφθεί και τα σημαντικότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους, ενώ την 1η Ιουνίου 1941 μετά από ηρωική αντίσταση έπεσε και η αυλαία της Μάχης της Κρήτης.

Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας

Από την αρχή, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος θεωρήθηκε καμπή στην εξέλιξη του γενικού πολέμου. Η απόφαση μιας μικρής και φτωχής χώρας και ενός λαού, που αγωνιζόταν για την τιμή και την αξιοπρέπειά του, να μην απαντήσει θετικά στις αξιώσεις της Ιταλί- ας και να πολεμήσει, προκάλεσε έκπληξη σε όλο τον ελεύθερο κόσμο. Πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες, αλλά και πνευματικοί άνθρωποι εξέφρασαν τον θαυμασμό τους για τον αγώνα των Ελλήνων, ενώ μετά τις πρώτες τους νίκες ο Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάν- δας της ναζιστικής Γερμανίας, έγραφε στο ημερολόγιό του ότι «οι Ιταλοί κατέστρεψαν τη στρατιωτική αίγλη του Αξονα».

Οταν τελικά οι δυνάμεις της Βέρμαχτ έμπαιναν στην Αθήνα, στα τέλη Απριλίου 1941, μετά από πόλεμο έξι μηνών απέναντι στον Αξονα, ο γάλλος ακαδημαϊκός και αρ- γότερα υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Μορίς Σουμάν, σε μήνυμά του από το BBC στους υποδουλωμένους λαούς της Ευρώπης, ανέφερε: «Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της μαρτυρικής υποδουλωμένης, ματωμένης, αλλά ζωντανής Ευρώπης… Ποτέ μια ήττα δεν υπήρξε τόσο τιμητική για κείνους που την υπέστησαν». Λίγες εβδομάδες αργότερα,

όταν ξεκινούσε η επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ενωση, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Μόσχας έστελνε το ακόλουθο μήνυμα στους Ελληνες: «Πολεμήσατε άοπλοι και νικήσατε, μικροί εναντίον μεγάλων. Σας οφείλουμε ευγνωμοσύνη, διότι κερδίσαμε χρόνο για να αμυνθούμε. Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευχαριστούμε».

Ο θαυμασμός απέναντι στους Ελληνες ήταν διάχυτος στους πρωταγωνιστές της εποχής. Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμε- ρικής Φραγκλίνος Ρούζβελτ σε ραδιοφωνικό του μήνυμα εκθείαζε τον ελληνικό αγώνα. Δήλωνε μεταξύ άλλων: «Οι Ελληνες δίδαξαν διά μέσου των αιώνων την αξιοπρέπεια. Οταν όλος ο κόσμος είχε χάσει κάθε ελπίδα, ο ελ- ληνικός λαός τόλμησε να αμφισβητήσει το αήττητο του γερμανικού τέρατος αντιτάσσο- ντας το υπερήφανο πνεύμα της ελευθερίας». Στο ίδιο πνεύμα, μετά το τέλος του πολέμου, ο στρατηγός Ντε Γκωλ ανέφερε σε ομιλία του στο Γαλλικό Κοινοβούλιο: «Αδυνατώ να δώσω το δέον εύρος της ευγνωμοσύνης που αισθάνομαι για την ηρωική αντίσταση του Λαού και των ηγετών της Ελλάδος».

Ακόμα και η πλευρά των αντιπάλων ανα- γνώρισε τον αγώνα των Ελλήνων. Ο Μουσο- λίνι λίγο μετά την ιταλική ήττα, τον Απρίλιο

του 1941, είχε παραδεχθεί ότι ο πόλεμος με την Ελλάδα απέδειξε ότι τίποτε δεν εί- ναι ακλόνητο στα στρατιωτικά πράγματα και ότι πάντοτε μας περιμένουν εκπλήξεις, ενώ και ο ίδιος ο Χίτλερ ύμνησε τον έλληνα στρατιώτη, λέγοντας στο γερμανικό κοινο- βούλιο (Reichstag) ότι η ιστορική δικαιοσύνη τον υποχρεώνει να αναφέρει ότι από όλους τους αντιπάλους των Γερμανών ο Ελληνας πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Εξάλλου, εκτός από τα εγκωμιαστικά σχό- λια της διεθνούς κοινότητας, που επηρέασαν θετικά τη μέχρι τότε απαισιόδοξη ατμόσφαι- ρα, το γεγονός ότι άλλαξαν οι εκτιμήσεις για την έκβαση του πολέμου έκανε αρκετές χώρες, που θεωρούνταν βέβαιο ότι θα τάσ- σονταν υπέρ του Αξονα, να αναθεωρήσουν

τη στάση τους.

Ο αντίκτυπος στην εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Είναι σαφές ότι η ελληνοϊταλική αναμέτρηση μπορεί να φάνηκε αρχικά ως ένα τοπικό πολεμικό επεισόδιο στο πλαίσιο της πα- γκόσμιας σύρραξης, όμως η απροσδόκητη έκβασή της άλλαξε τα μέχρι τότε δεδομένα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο επιχει

ρησιακό επίπεδο ανάγκασε τη χιτλερική Γερμανία να δεσμεύσει σημαντικές στρα- τιωτικές δυνάμεις στα Βαλκάνια και στην επίθεση στην Ελλάδα, που διαφορετικά θα αξιοποιούνταν σε άλλα μέτωπα. Ετσι, δό- θηκε στους Βρετανούς η δυνατότητα και ο χρόνος να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και στην Αφρική, και αυτό επηρέασε τις ευρύτερες στρατιωτικές εξελίξεις.

Εν μέσω πολέμου ο Σερ Αντονι Ιντεν, υπουργός Πολέμου και Εξωτερικών της Βρε- τανίας, δήλωνε στο κοινοβούλιο: «Ασχέτως προς ό,τι θα πουν οι ιστορικοί του μέλλοντος, εκείνο το οποίον μπορούμε να πούμε εμείς τώρα είναι ότι η Ελλάς έδωσε αλησμόνητο μάθημα στον Μουσολίνι, ότι αυτή υπήρξε η αφορμή της επανάστασης στη Γιουγκοσλα- βία, ότι αυτή κράτησε τους Γερμανούς στο ηπειρωτικό έδαφος και στην Κρήτη για έξι εβδομάδες, ότι αυτή ανέτρεψε τη χρονολογι- κή σειρά όλων των σχεδίων του Γερμανικού Επιτελείου και έτσι έφερε γενική μεταβολή στην όλη πορεία του πολέμου».

Μετά τη νίκη του Στάλινγκραντ και τη συνθηκολόγηση του στρατάρχη Paulus ο Στάλιν ανέφερε σε ομιλία του, που μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός Μόσχας: «Λυπάμαι διότι γηράσκω και δεν θα ζήσω επί μακρόν διά να ευγνωμονώ τον Ελληνικό Λαό, του οποίου η αντίσταση έκρινε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Στα απομνημονεύματά του, ο σοβι- ετικός στρατηγός Ζούκοφ αναφέρει: «Εάν ο ρωσικός λαός κατόρθωσε να ορθώσει αντί- σταση μπροστά στις πόρτες της Μόσχας, να συγκρατήσει και να ανατρέψει τον γερμανικό χείμαρρο, το οφείλει στον ελληνικό λαό, που καθυστέρησε τις γερμανικές μεραρχίες όλον τον καιρό που θα μπορούσαν να μας γονατί- σουν. Η γιγαντομαχία της Κρήτης υπήρξε το αποκορύφωμα της ελληνικής προσφοράς». Ως βασική αιτία της αποτυχίας της επι- χείρησης «Μπαρμπαρόσα» θεώρησαν τη βαλκανική εκστρατεία και οι περισσότεροι ανώτεροι γερμανοί αξιωματικοί που κα- τέθεσαν στη δίκη της Νυρεμβέργης, είτε ως κατηγορούμενοι είτε ως μάρτυρες. Ο στρατηγός Κάιτελ κατέθεσε: «Η απροσδό- κητη και ισχυρή αντίσταση των Ελλήνων βράδυνε την επίθεση κατά της Ρωσίας για περισσότερο από δύο μήνες. Αν δεν υπήρχε η καθυστέρηση αυτή, η εξέλιξη του πολέμου θα ήταν διαφορετική, τόσο στο Ανατολικό μέτωπο όσο και στον πόλεμο γενικά, και άλλοι θα ήταν σήμερα στη θέση του κατηγορουμένου».

Ιστορική αποτίμηση

Η παρέμβαση του Χίτλερ στην Ελλάδα, την ώρα που πρωταρχικό του μέλημα ήταν η επίθεση στη Σοβιετική Ενωση, είχε σκοπό όχι μόνον να σώσει την τιμή του Αξονα μετά την ήττα των Ιταλών, αλλά και να ανακόψει τους Βρετανούς που είχαν υπό τον έλεγχό τους την Κρήτη. Ηταν γι’ αυτόν επιβεβλημένη η εξασφάλιση της ευρύτερης περιοχής, πριν την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα».

Οπως, όμως, επιβεβαιώνει η απόρρητη έκθεση της επιτροπής Robertson (Public Record Office, CAB 146/5, “Barbarossa; The origins and development of Hitler’s plan to attack Russia”) που για λογαριασμό της βρετανικής κυβέρνησης διερεύνησε συστη- ματικά το θέμα, βασιζόμενη στα γερμανικά αρχεία του Πολέμου και σε απόρρητες και εμπιστευτικές βρετανικές πηγές, η εμπλοκή στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στη «Μάχη της Ελλάδας» πολυάριθμων επίλεκτων μονάδων και κυρίως αρμάτων μάχης και αεροσκαφών, που προορίζονταν για το ανατολικό μέτωπο και χωρίς τα οποία δεν θα ξεκινούσε η επι- χείρηση «Μπαρμπαρόσα», είχε επιπτώσεις στο επιχειρησιακό πεδίο και στην εξέλιξη του γενικότερου πολέμου.

Η εμπλοκή μονάδων στην Ελλάδα σε συν- δυασμό με την πέραν του αναμενόμενου σκληρή αντίσταση που συνάντησαν οι γερ- μανικές δυνάμεις από ελληνικής πλευράς και τις απώλειες που είχαν κατά τη «Μάχη των Οχυρών» και στη «Μάχη της Κρήτης», όχι μόνον επέβαλαν την κάπως καθυστερη- μένη έναρξη της γερμανικής επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ενωσης, αλλά, το κυριότερο, διατάραξαν τον στρατηγικό σχεδιασμό της επίθεσης ιδιαίτερα στο ζήτημα της ανασυ- γκρότησης και διάθεσης κρίσιμων μονάδων στο ανατολικό μέτωπο, όπου θα ξεκινούσε η αντίστροφη μέτρηση για την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.