Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Οδυσσέας Ελύτης παρουσιάζεται στο Α΄ Κέντρο Επιστρατεύσεως του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ Σ.Σ.). Λίγες μέρες αργότερα μετακινείται στην περιοχή της Καλαμπάκας και αναλαμβάνει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων για την από- κρουση των Ιταλών. Στη συνέχεια φτάνει στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ανάμεσα στ’ Ακροκεραύνια και στο Τεπελένι. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 τον μεταφέρουν αρχικά με βαρύ κοιλιακό τύφο στο Νοσοκομείο Αξιωματικών Ιωαννίνων, το λεγόμενο«Ρουμανικόν». Υστερα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα. Τις εμπειρίες του μεταφέρει, εκτός άλλων, στην «Πορεία προς το μέτωπο» από το «Αξιον εστί» και στα «Ανοιχτά χαρτιά» απ’ όπου το απόσπασμα:

Μου έτυχε, χωρίς διόλου να ‘μαι θαρ- ραλέος, να βρεθώ δυο τρεις φορές πιο κοντά στο θάνατο παρά στη ζωή. Στον πόλεμο, φυσικά… Είχα, θυμάμαι, βρεθεί σ’ αρκετή απόσταση κι από το πλησιέστερο όρυγμα κι από την παραμικρό- τερη ανωμαλία του εδάφους όπου θα υπήρχε τρόπος να προφυλαχθώ, τη στιγμή που όλες μαζί συγκεντρωμένες οι πυροβολαρχίες των Ιταλών, προετοιμάζοντας την επίθεση που ακολούθησε, άρχισαν, μπορεί να πει κανείς, με συχνότητα βολών πολυβόλου, να εξαποστέλ- λουν τις οβίδες τους στις γραμμές μας. Μέσα σε λίγα λεπτά ο τόπος ολόκληρος ντουμάνιασε από τους καπνούς και τη βρόμα της μπαρούτης. Στήλες από πυκνό χώμα υψώνονταν στον αέρα και ξαναπέφτανε, με πέτρες και ξύλα, βροχή πάνω στη ράχη μου. Κι αυτό το κακό ήξερα ότι θα κρατήσει- όπως και κράτησε- τουλάχιστον δυο ώρες. Να μετακινηθώ δεν υπήρχε περίπτω- ση. Έμενα μόνος, καθηλωμένος στο έδαφος, γραπωμένος απ’ το χώμα, ένα σώμα μαζί του, κι άκουγα τις κοντές αναπνοές μου, ένα είδος λαχάνιασμα που βέβαια κι αυτό δεν το είχε προκαλέσει κανένα τρέξιμο αλλά η αντίδρασή μου στον αιφνιδιασμό. Ήτανε και το μόνο άλ- λωστε. Γιατί σε λίγο άρχισα, με κατάπληξη, να αισθάνομαι κάτι άλλο, που μήτε ούτε ο ίδιος ήθελα να το παραδεχτώ: ότι συνεχίζω τις σκέ- ψεις που είχα κάνει το προηγούμενο βράδυ, μη μπορώντας να κοιμηθώ, για την ποίηση του Κάλβου. Ναι, τώρα το έβλεπα, θα έπρεπε, άμα γυρίσω στην Αθήνα, να ολοκληρώσω το δοκίμιο για την εντελώς προδρομική θέση πουείχε η εικονοπλαστική φαντασία του μέσα στη νεοελληνική έκφραση. Εκείνος ο καπνός που “θλίβει το διάστημα γαλάζιον των αέρων”, και το πρόσωπο της παρθένου “υγρόν υπό το σύγνεφον της δυστυχίας”, και το βράδυ που “εισπνέει μέσα εις τα πολύδενδρα δάση το τεθλιμμένον φύσημα”, και το “αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης”- βρε τον άτιμο! Αμ κείνες οι ελπίδες των θνητών που “χάνονται ως λεπτόν βόλι εις άπειρον βάθος πελάγου”; Τι τόλμη για κείνη την εποχή. Έτσι έπρεπε να ονομάσω τη μελέτη μου “Η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου”.

Βέβαια είναι δύσκολο να το πιστέψει κανένας.Ίσως και να υπερβάλλω λιγάκι. Αλλά το ξαναλέω: έβλεπα πολύ καθαρά ότι αυτό ήταν παραλογισμός, ότι από τη μια στιγμή στην άλλη κινδύνευα να τιναχτώ στον αέρα ή να μείνω μ’ ένα ποδάρι, κι όμως θυμόμουνα έναν άλλο ποιητή, τον Καβάφη, και σχεδόν γελούσα με την ικανότητα που είχε η σκέψη του- η σκέψη του; Η ποίησή του;- να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις. Αυτό πια καταντούσε passe- partout. “Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται”. Κι αλήθεια, είχα γίνει κι εγώ ένας καβαφικός Φερνάζης. Η ποιητική ιδέα πήγαινε κι ερχότανε. Οι πιο κοντινές εκρήξεις, που με την πίεση των αερίων με κοπανούσανε χάμου κυριολεκτικά, δε με τρομάζανε τόσο, όσο μ’ ενοχλούσε εκείνος ο φαντάρος που είχε βρεθεί λίγα μέτρα παρακάτω και φώναζε όλη την ώρα: “κερατάδες! κερατάδες!”»

Το «Πλατύ ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη (απ’ όπου ακολουθεί απόσπασμα) ανήκει στα σημαντικότερα πεζά για τον ελληνοϊ- ταλικό πόλεμο. Ο συγγραφέας υπηρέτησε ως εθελοντής με τον βαθμό του ανθυπολο- χαγού. Αποστολή του ήταν να μεταδίδει, σε ιταλική γλώσσα, προπαγανδιστικά μηνύματα προς τους ιταλούς στρατιώ- τες, από μεγάφωνα τοποθετημένα στην πρώτη γραμμή.

Κοντεύαμε, φτάναμε πια στην κορφή. Είχαμε αραιώσει και προχωρού- σαμε τώρα πιο σιγανά κι όλο σκυφτοί στα δυο.

Μα μόλις το πρώτο μουλάρι ξεπρόβαλε, μισό σχεδόν, άρχισε εκείνο το κακό, που δεν ήξερες τι να κάνεις. Ήταν τυχαίο ή μας είχανε αντι- ληφθεί; Πέσαμε όλοι μας αμέσως μπρούμυτα χάμω, χώνοντας το κεφάλι μας με την κάσκα όπου βρίσκαμε. Το ‘να μουλάρι τρόμαξε, τι- νάχτηκε κι έριξε κάτω όλο το φορτίο του. Οι οβίδες συνεχώς σκάγανε μπροστά μας, πλάι μας, και μας γιομίζανε χώματα και πέτρες, που κουδουνίζανε σφυριχτά πάνω στο κράνος. Σουρθήκαμε με την κοιλιά λίγο πιο κάτω, ξε- φορτώσαμε όπως-όπως τα μουλάρια για να μην πάρουν δρόμο και ξαναριχτήκαμε χάμω.

Είχα κουβαριαστεί πίσω απ’ έναν διάφανο αγκαθωτό θάμνο, έτσι σαν για κάποια παρηγοριά. Το χειρότερο είναι που κανένας μας δεν ήξερε πού θα είναι το στοιχειώδικα λίγο πιο απυρόβλητο μέρος και δεν τολμούσαμε να κουνηθούμε από τη θέση μας, ξέροντας ταυτόχρονα πως ίσως είναι η χειρότερη που μπορούσαμε να διαλέ- ξουμε. Σκάγανε εκεί στην κορφή, κι ύστερα πιο κάτω, κι όλα τα πράματα, όπου και να ‘πεφτε, υψωνόντουσαν σαν ένας βίαιος μαυροκόκκινος αναποδογυρισμένος κώνος.

Ήμουν κάπως βέβαιος (όσο και μ’ όλη τη δύναμη της ελπίδας που προσπαθούσα να επιστρατέψω ν’ αντιστέκουμαι) πως αυτή τη φορά δεν υπάρχει σωτηρία. Κι ύστερα μ’ έπιανε μια νάρκη, μια τόσο παράξενη νάρκη, έτσι, μου φαίνεται, όπως όταν πρόκειται να πεθάνεις από ψύξη. Είχα κουβαριαστεί, είχα μαζέψει τα γόνατά μου κοντά στο πηγούνι μου και δεν ήθελα τίποτα, μα τίποτ’ άλλο, παρά να κοιμηθώ. Όχι, δε σκέφτεσαι τίποτα τη στιγμή του θανάτου, του επερχομένου θανάτου, παρά αυτόν τον ίδιο που όλο πλησιάζει· ούτε καμιά πικρία, ούτε καμιά νοσταλγία νιώθεις για τους άλλους που θα εγκαταλείψεις, έστω και τους πιο αγαπητούς· ούτε καν τους σκέφτεσαι κα- θόλου – κι είσαι κουβαριασμένος μόνο ΕΣΥ κι απέναντί σου ΕΚΕΙΝΟΣ, που κι αυτόν δεν τον σκέφτεσαι ίσως καθόλου με το μυαλό, αλλά τον νιώθεις μ’ όλο το δόλιο το κορμί σου που δε θέλει, που αρνιέται, πάση θυσία, να παραδοθεί».

Ο Νίκος Καββαδίας έγινε ημιονηγός (μου- λαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε στο πεζό κείμενο που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας,

«Λόγχη» (πλέον από τις εκδ. Αγρα, «Του πολέμου. Στο άλογό μου»):

Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκο- λο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω. Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω. Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγα- πήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμέ- νο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω. Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου από- ψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα). Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτε- ρινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώ- νησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ‘χουν

τη δική σου νόηση; Ας είναι…

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσα- με. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψα- νε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.

Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι…

Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο. Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.

Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κά- ποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…

Κούδεσι, Μάρτης 1941