Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου αποτελεί μια καλή ευκαιρία για να εξετάσουμε τις πολιτικές της μνήμης, δηλαδή να σκεφτούμε γιατί κάποια ιστορικά γεγονότα αναδεικνύονται και μετατρέπονται σε θεμέλια της ιστορικής μνήμης και της εθνικής ταυτότητας. Η 28η Οκτωβρίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Χάρη στον ηρωισμό και την αυτοθυσία των Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών, η επίθεση της φασιστικής Ιταλίας αποκρούστηκε τον Νοέμβριο του 1940, αλλά η αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων δεν οδήγησε σε κάποια αποφασιστική νίκη εις βάρος των ιταλικών στρατευμάτων.
Τον Απρίλιο του 1941 η επίθεση των ναζιστικών στρατευμάτων προκάλεσε συμπτώματα διάλυσης στον ελληνικό Στρατό και, δύο εβδομάδες αργότερα, οδήγησε στη συνθηκολόγηση. Από την άλλη πλευρά, εάν δούμε τον επετειακό «χάρτη» στην υπόλοιπη Ευρώπη, τότε θα διαπιστώσουμε ότι εορτάζεται η λήξη του πολέμου. Οι αντίστοιχες επέτειοι είναι είτε η λεγόμενη «ημέρα της νίκης», δηλαδή 8 ή 9 Μαΐου, ημέρα συνθηκολόγησης της ναζιστικής Γερμανίας (που εορτάζεται στη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Σερβία, την Τσεχία) είτε η «ημέρα της απελευθέρωσης» (που εορτάζεται π.χ. στις 5 Μαΐου στην Ολλανδία και στις 25 Απριλίου στην Ιταλία).
Με παρόμοιο τρόπο, εάν δούμε και τις επετείους του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τότε θα διαπιστώσουμε ότι πάλι εορτάζεται η λήξη και όχι η έναρξη του πολέμου· στη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία, τη Σερβία, την Πολωνία, το Βέλγιο εορτάζεται η 11η Νοεμβρίου ως «ημέρα μνήμης». Οπότε, λοιπόν, το ερώτημα είναι γιατί στην Ελλάδα εορτάζεται η 28η Οκτωβρίου και όχι η 12η Οκτωβρίου (ημέρα απελευθέρωσης) ή η 8η Μαΐου (ημέρα λήξης του πολέμου); Ερώτημα που δεν αποσκοπεί ούτε στην υποβάθμιση του ηρωισμού των Ελλήνων απέναντι στα ιταλικά στρατεύματα ούτε, βέβαια, στην αντικατάσταση της επετείου, αλλά στην κατανόηση της λειτουργίας των επετείων.
Το ηρωικό και ενωτικό παρελθόν
Για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου είναι κάτι που θα προτιμούσαν να ξεχάσουν παρά να θυμούνται. Η έναρξη του πολέμου συνδέεται με την ήττα και την ταπείνωση, τη συνθηκολόγηση και τον διαμελισμό. Απέναντι στον πόλεμο-αστραπή της ναζιστικής Γερμανίας, μια σειρά από Ευρωπαϊκές χώρες κατέρρευσαν με τέτοια ταχύτητα και ευκολία, που ακόμη και σήμερα προκαλεί εντύπωση: η Γαλλία συνθηκολόγησε ύστερα από 6 εβδομάδες, η Πολωνία ύστερα από 26 ημέρες, το Βέλγιο συνθηκολόγησε έπειτα από 18 ημέρες, η Ολλανδία έπειτα από 4 ημέρες και η Δανία 6 ώρες μετά τη γερμανική εισβολή. Αυτό εξηγεί και τον θαυμασμό που προκάλεσε τότε στο συμμαχικό στρατόπεδο η απόκρουση της ιταλικής επίθεσης τον Οκτώβριο του 1940.
Για τους Έλληνες, η έναρξη του πολέμου δεν συνδέθηκε με την ήττα, όπως στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά με την επιτυχημένη αντίσταση. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν ηττήθηκε το 1940 καθιέρωσε πολύ γρήγορα στη συνείδηση του λαού την 28η Οκτωβρίου ως ημέρα εκδήλωσης του πατριωτικού φρονήματος, ιδιαίτερα απέναντι στους Ιταλούς κατακτητές.
Στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1941, ενώ ήδη τα πρώτα σημάδια του λιμού έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στην πρωτεύουσα, οργανώνονται οι πρώτες εκδηλώσεις για την πρώτη επέτειο του πολέμου, παρά το γεγονός ότι υπάρχει αυστηρή απαγόρευση από τις κατοχικές αρχές. Οι αντιστασιακές οργανώσεις μόλις έχουν ιδρυθεί και δεν έχουν μεγάλη επιρροή. Ωστόσο, με επίκεντρο τα Πανεπιστήμια, οργανώνονται εκδηλώσεις και συζητήσεις, μοιράζονται προκηρύξεις που καλούσαν σε αγώνα κατά των κατακτητών. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου από νωρίς πολλές γυναίκες πήγαιναν στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη να αφήσουν ένα λουλούδι. Αργότερα ομάδες φοιτητών που είχαν κάνει προσυγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία του κέντρου κατευθύνθηκαν προς το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Καθώς το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Πλατεία Συντάγματος μεγάλωσε και οι συγκεντρωμένοι έψαλλαν τον εθνικό ύμνο και φώναζαν συνθήματα, επενέβησαν οι Ιταλοί για να διαλύσουν βίαια τη συγκέντρωση και ακολούθησαν συγκρούσεις. Την επόμενη χρονιά, το 1942, ο εορτασμός-διαδήλωση στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη για την 28η Οκτωβρίου επαναλήφθηκε ύστερα από κινητοποίηση των αντιστασιακών οργανώσεων και, επιπλέον, αντίστοιχες (παράνομες) εκδηλώσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η 28η Οκτωβρίου είχε ήδη κατοχυρωθεί στη συνείδηση του Ελληνικού λαού ως ημέρα που συμβόλιζε τον αγώνα κατά των κατακτητών, πριν η χώρα απελευθερωθεί και καθιερωθεί επίσημα ως εθνική επέτειος ήδη από το 1944.
Ωστόσο, εάν κατανοούμε γιατί εκείνη την εποχή είχε σημασία ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου, ως εκδήλωση του πατριωτικού φρονήματος του λαού απέναντι στους κατακτητές, γιατί μετά τη λήξη του πολέμου δεν καθιερώθηκε επίσημος εορτασμός και για την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας και, συμβολικά, της χώρας; Γιατί, λοιπόν, δεν εορτάζουμε με ανάλογο τρόπο το τέλος της Κατοχής και την Απελευθέρωση, δηλαδή το τέλος μιας περιόδου που σημαδεύτηκε από την πείνα, τη βαρβαρότητα των ναζιστικών στρατευμάτων αλλά και την ανάπτυξη ενός από τα μαζικότερα και μαχητικότερα κινήματα αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη; Ο λόγος είναι ότι μόλις σχεδόν δύο μήνες μετά την Απελευθέρωση η Αθήνα μετατράπηκε σε πεδίο μιας βίαιης εμφύλιας σύγκρουσης. Τα Δεκεμβριανά επισκίασαν την ευφορία της Απελευθέρωσης και στην ουσία έκλεισαν έναν κύκλο εμφύλιων συγκρούσεων που είχαν ξεκινήσει στην κατεχόμενη Ελλάδα το 1943. Εάν θεωρήσουμε ότι στόχος των εθνικών επετείων είναι να διαμορφώνουν και να ενισχύουν την εθνική ταυτότητα, τότε αντιλαμβανόμαστε γιατί επιλέχθηκε να εορτάζεται ένα γεγονός, όπως η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, που συνδέεται με ηρωικές στιγμές, παρά ένα άλλο που συνδέεται με εξελίξεις που διαίρεσαν την Ελληνική κοινωνία.
Το ίδιο, εν μέρει, ισχύει και για την άλλη επέτειο. Η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη όπου δεν εορτάζεται η 8η Μαΐου, ημέρα λήξης του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ σε όλες τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γίνονται επίσημες εκδηλώσεις και τελετές για τον εορτασμό της λήξης του πιο αιματηρού και καταστροφικού πολέμου στην ανθρώπινη ιστορία, στην Ελλάδα η μέρα εκείνη περνά μάλλον απαρατήρητη. Εάν επιστρέψουμε σε εκείνη την εποχή, δηλαδή τον Μάιο του 1945, τότε θα διαπιστώσουμε ότι όταν η υπόλοιπη Ευρώπη πανηγύριζε, στην Ελλάδα επικρατούσε μια πολύ διαφορετική ατμόσφαιρα. Στη Θεσσαλονίκη στις 8 Μαΐου τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί το απόγευμα στην Πλατεία Αριστοτέλους για να πανηγυρίσουν τη λήξη του πολέμου, δέχτηκαν επίθεση από εθνοφύλακες και παρακρατικούς, με αποτέλεσμα τον θάνατο τεσσάρων πολιτών και τον τραυματισμό δεκάδων, ενώ στην Αθήνα κατέστρεψαν τα γραφεία του Ριζοσπάστη. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα σταδιακά διολίσθαινε σε έναν νέο κύκλο πόλωσης, που οδήγησε τελικά στον Εμφύλιο Πόλεμο. Εάν στην υπόλοιπη Ευρώπη η λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής ειρήνης και ανοικοδόμησης, δεν ίσχυε το ίδιο και για την Ελλάδα. Εάν στην υπόλοιπη Ευρώπη ο πόλεμος είχε τελειώσει, στην Ελλάδα ένας νέος πόλεμος επρόκειτο σύντομα να ξεκινήσει.
Η λειτουργία των επετείων
Στη μεταπολεμική Ελλάδα έγινε προσπάθεια να εορταστεί και η επέτειος της απελευθέρωσης. Το 1964 η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου επιχείρησε να επισημοποιήσει την επέτειο της απελευθέρωσης της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου και βέβαια να προβληθεί ο ίδιος ως πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης. Το 1964 ήταν και η μοναδική χρονιά στην οποία πραγματοποιήθηκε επίσημος εορτασμός. Γενικότερα, αναφορικά με τις πολιτικές της μνήμης της δεκαετίας του 1940, αυτό που κανείς θα πρέπει να υπογραμμίσει είναι τούτο: η επίσημη μνήμη του ελληνοϊταλικού πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης καθορίστηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις ή, για να το θέσω διαφορετικά, ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτέλεσε το φίλτρο μέσα από το οποίο διαμορφώθηκε η μνήμη τόσο του πολέμου όσο και της Κατοχής. Αλλιώς θα θυμόμασταν και θα εορτάζαμε τα γεγονότα του πολέμου, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η έκρηξη του Εμφυλίου Πολέμου.
Εάν στα χρόνια της Κατοχής η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου ήταν ευκαιρία να εκδηλωθεί το φρόνημα του λαού απέναντι στον ξένο κατακτητή, στα μεταπολεμικά χρόνια η επέτειος ταυτίστηκε με το «Όχι» του Μεταξά και με την πολεμική αρετή των Ελλήνων. Στα επετειακά κείμενα που δημοσιεύονται στον Τύπο τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η Ελλάδα εμφανίζεται ενωμένη υπό τον Μεταξά, τον βασιλιά Γεώργιο και τη στρατιωτική ηγεσία να δίνει τη μάχη για την υπεράσπιση της πατρίδας. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος παρουσιάζεται ως συνέχεια των αγώνων των Ελλήνων, ενός αγώνα που ξεκίνησε στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα και συνεχίστηκε το 1821, ενώ παράλληλα η επέτειος «προσαρμοζόταν» στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι, στην επέτειο του 1952 ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας Ακρόπολις εξηγούσε το νόημα της επετείου ως εξής: «Η μεγάλη και δραματική η περιπέτεια δεν τελείωσε ούτε με τη νίκη του Αλβανικού Μετώπου, ούτε με το έπος των οχυρών της Μακεδονίας, ούτε με τα μαρτύρια της Κατοχής, ούτε με τους ηρωικούς αγώνες της Ερήμου και του Ρίμινι, ούτε με τις νίκες εναντίον της ερυθράς εισβολής στο Βίτσι και το Γράμμο. Αγών εξακολουθεί και αυτή τη στιγμή, μέσα στα σπλάχνα της Ελλάδος, με άλλη μορφή πιο δραματική γιατί ακριβώς είναι πιο ύπουλη: σκοτεινές δυνάμεις μελετούν την υποδούλωσή μας στην ερυθρά τυραννία». Σε ανάλογο πνεύμα η εφημερίδα Ελευθερία λίγα χρόνια αργότερα, στην επέτειο του 1958, δημοσίευε το εξής:
«Όλοι οι λαοί δημιουργούν ιστορίαν. Ο Ελληνικός όμως έχει το προνόμιον από της εμφανίσεώς του να φιλοτεχνή με τας πράξεις του, τους μεγάλους σταθμούς της ιστορίας αυτής διά τους οποίους είναι υπερήφανον ολόκληρον το ανθρώπινον γένος. Θετικός εις την πνευματικήν συμβολήν του απετέλεσε πάντοτε με την ψυχήν του φραγμόν εις κάθε είδος απειλήν βαρβαρότητας: της περσικής κατά τους κλασικούς χρόνους, της βορείου και ανατολικής κατά τους βυζαντινούς, της φασιστικής κατά το 1940, της κομμουνιστικής κατόπιν».

Στιγμιότυπο από τους πανηγυρισμούς για την απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου του 1944
Με αυτόν τον τρόπο, η 28η Οκτωβρίου εγγράφεται στο ηρωικό παρελθόν και μετατρέπεται σε τεκμήριο της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού. Με την καθιέρωση της 28ης Οκτωβρίου ως εθνικής επετείου και αργίας, τους εορτασμούς στα σχολεία, τους πανηγυρικούς, τις παρελάσεις, τα επετειακά δημοσιεύματα στον Τύπο, την ανέγερση μνημείων και ηρώων σε κάθε πόλη και χωριό, τις κινηματογραφικές ταινίες (ας μην ξεχνάμε ότι η ταινία Υπολοχαγός Νατάσα, που αναφερόταν στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, ήταν η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Ελληνικού κινηματογράφου), το γεγονός εγγράφεται στην ιστορική μνήμη.
Την ίδια στιγμή, όμως, το ίδιο το ιστορικό γεγονός και η σημασία του αλλάζουν καθώς περνούν στη σφαίρα της μνήμης. Ας ξανασκεφτούμε όλη αυτή την τεράστια παραγωγή υλικού αναφορικά με την 28η Οκτωβρίου: λευκώματα, μαρτυρίες, μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, επετειακές τηλεοπτικές εκπομπές αλλά και οδωνύμια, μνημεία, πίνακες, παρελάσεις, τραγούδια, ομιλίες, τελετές· όλα μετατρέπουν το παρελθόν σε ιστορική αφήγηση, μια αφήγηση που αφορά όλο και λιγότερο το ίδιο το παρελθόν (τι πραγματικά συνέβη) και περισσότερο το τι πρέπει να θυμόμαστε από αυτό το παρελθόν.
Με άλλα λόγια, ένα ιστορικό γεγονός που αναγορεύεται εθνική επέτειος και εισέρχεται στη δημόσια ιστορία μετατρέπεται σε έναν τόπο εθνικής μνήμης και σε πεδίο ανάδειξης της εθνικής ταυτότητας. Η 28η Οκτωβρίου γίνεται ένα ηρωικό και ενωτικό παρελθόν, που συμβολίζει την ενότητα του έθνους απέναντι στον ξένο εχθρό.
Η αποσιώπηση
Ωστόσο, εάν ισχύει ότι οι επέτειοι συνιστούν αφηγήσεις για το τι πρέπει να θυμόμαστε από το παρελθόν, τότε με παρόμοιο τρόπο δημιουργούν αποκλεισμούς και αποσιωπήσεις. Υποδεικνύουν τι θα πρέπει να ξεχάσουμε από αυτό το παρελθόν. στις μεταπολεμικές δεκαετίες, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1980, ο πληθωρισμός της μνήμης για την 28η Οκτωβρίου λειτουργούσε ως μηχανισμός αποσιώπησης για τις άλλες εξελίξεις της δεκαετίας του 1940, κυρίως για την Αντίσταση. λόγω του Εμφυλίου Πολέμου και της κυριαρχίας της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης, η επίσημη μνήμη ανέδειξε τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και αποσιώπησε την Αντίσταση, επειδή η τελευταία είχε ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την Αριστερά. με άλλα λόγια, η 28η Οκτωβρίου λειτούργησε και χρησιμοποιήθηκε ως αντίβαρο στην Αντίσταση στη διαδικασία συγκρότησης της εθνικής μνήμης. σε αυτό το σημείο, η διαφορά της Ελλάδας από τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες είναι τεράστια. ενώ στις υπόλοιπες χώρες της κατεχόμενης Ευρώπης, μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η Αντίσταση μετατράπηκε σε θεμέλιο της συγκρότησης της ιστορικής μνήμης και της εθνικής ταυτότητας (ακόμη και σε χώρες όπου η Αντίσταση ήταν μειοψηφικό φαινόμενο), στην Ελλάδα, η οποία είχε ένα από τα μεγαλύτερα και δυναμικότερα αντιστασιακά κινήματα στην Ευρώπη, η Αντίσταση πέρασε στην αφάνεια και τέλεσε υπό διωγμό.
δεν ήταν μόνο η Αντίσταση που πέρασε στην αφάνεια, αλλά συνολικά η Κατοχή, και πιο συγκεκριμένα τα εγκλήματα που διέπραξαν οι ξένες δυνάμεις στην κατεχόμενη Ελλάδα. σε όλες τις άλλες κατεχόμενες χώρες, ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, συγκροτήθηκαν επιτροπές για να μελετήσουν και να αναδείξουν τις σφαγές που διέπραξαν τα στρατεύματα του Άξονα, να συλλέξουν πληροφορίες και μαρτυρίες για τα αντίποινα εις βάρος αμάχων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για τις εκτελέσεις ομήρων, για την εκτόπιση και εξόντωση του Εβραϊκού πληθυσμού από τους Ναζί, δημιουργήθηκαν μουσεία κ.λπ. στην Ελλάδα όλα αυτά για πολλές δεκαετίες είτε καλύφθηκαν από ένα πέπλο σιωπής είτε περιορίστηκαν σε τοπικές τελετές μνήμης. το ίδιο ισχύει, βέβαια, και για άλλες «σκοτεινές» πλευρές της Κατοχής, όπως για παράδειγμα ο δωσιλογισμός. πέραν όλων των άλλων, το φαινόμενο του δωσιλογισμού έριχνε βαριά σκιά στο κυρίαρχο αφήγημα για την 28η Οκτωβρίου. ας μην ξεχνάμε ότι, μετά τη συνθηκολόγηση, στην πρώτη δωσίλογη κυβέρνηση συμμετείχαν 6 αντιστράτηγοι και υποστράτηγοι, μεταξύ αυτών ο Γεώργιος Τσολάκογλου ως πρωθυπουργός. αυτοί που είχαν διοικήσει μονάδες του Ελληνικού στρατού στον πόλεμο του 1940-1941, λίγο μετά συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. κάτι που θα ήταν καλύτερο να ξεχαστεί…
η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου (όπως και κάθε άλλη επέτειος) δεν αφορά τόσο το παρελθόν, το τι συνέβη τον Οκτώβριο του 1940, όσο τις πολιτικές της μνήμης, με ποιο τρόπο το παρελθόν μετατρέπεται σε θεμέλιο της ιστορικής μνήμης και της εθνικής ταυτότητας. από αυτή τη σκοπιά οι εθνικές επέτειοι μας ενδιαφέρουν γιατί πετυχαίνουν το εξής: μέσα από την ετήσια επανάληψη τελετών, εορτασμών, ομιλιών, παρελάσεων, αφιερωμάτων στον Τύπο και τα μέσα ενημέρωσης, διαμορφώνονται η μνήμη και η ιστορική συνείδηση της Ελληνικής κοινωνίας με έναν τόσο «φυσιολογικό» και ομαλό τρόπο, ώστε να μη διερωτώμεθα για τη σημασία και τη λειτουργία των επετείων.

