«2012. Ο Νίκος μένει στην Αθήνα. Είναι σκηνοθέτης και διδάσκει σκηνοθεσία κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ζητά από τον πατέρα του, τον κύριο Αντρίκο, να τον συνοδεύσει στην τελετή ορκωμοσίας για την εξέλιξή του στην ανώτερη βαθμίδα στο Πανεπιστήμιο. Ενα ταξίδι πατέρα – γιου με το τρένο, με τον χρόνο να κυλάει προς τα πίσω…». Ο Περικλής Χούρσογλου, ο σκηνοθέτης του «Λευτέρη Δημακόπουλου», του «Κυρίου με τα Γκρι», έπειτα από έντεκα χρόνια θα λέγαμε «ενεργούς απουσίας» επέστρεψε στο σινεμά. Η νέα του ταινία «Εξέλιξη», άφθονη σε βιωματικές αναφορές, συναισθηματική και μελαγχολική, εξηγεί πώς ο σκηνοθέτης ασχολήθηκε με την εκπαίδευση, παραμερίζοντας λόγω της κρίσης τη μεγάλη του αγάπη. Ομως και με αυτήν την ιδιότητα πάλι το σινεμά υπηρέτησε μαθαίνοντας στα παιδιά να βλέπουν, να ακούν, να αφηγούνται με εικόνες.

Στην «Εξέλιξη», όλα είναι για τη διδασκαλία;

Προσοχή όμως. Η ιστορία αναφέρεται στο 2012. Εξαιτίας της κρίσης το υπουργείο τότε δεν ανανέωσε τις συμβάσεις του τεχνικού αλλά και του βοηθητικού προσωπικού. Τότε ήταν τόσο χάλια η σχολή, όπως το δείχνω στην ταινία. Το αποτέλεσμα ήταν από το 2012 έως το 2014 η σχολή δεν καθαρίστηκε ποτέ. Και όταν έφτανα στη Θεσσαλονίκη, αρκετά πρωινά έπαιρνα μια σφουγγαρίστρα και καθάριζα για να δείξω στα παιδιά ότι αν αγαπάς το σινεμά αγαπάς και τη σχολή σου. Μάλιστα, είχα ένα χούι και στα γυρίσματα, επειδή ξεκίνησα ως βοηθός, αλλά και μετά όταν έπαψα να είμαι βοηθός, σφουγγάριζα το πλατό γιατί έλεγα ότι το πλατό θα μου το ανταποδώσει. Θα μου φέρει γούρι.

Σε αυτή τη σκηνή της ταινίας μεταφέρετε το προσωπικό βίωμά σας από εκείνη την εποχή;

Ναι, δεν είναι βέβαια τόσο έντονο, αλλά στο Παιδαγωγικό είχε πέσει ξύλο και στην Αρχιτεκτονική, όταν είχαν κάνει το πάρτι τους στις Απόκριες ναι μεν πήραν τα σκουπίδια, αλλά σημάδευαν πού ήταν και μετά το πάρτι τα έβαλαν ξανά στο ίδιο σημείο.

Τώρα που τα πανεπιστήμια βρίσκονται αντιμέτωπα με την ιδιωτική παιδεία, τι λέτε;

Είναι κάτι που θα γίνει, μας πιέζει η Ευρωπαϊκή Ενωση, ας γίνει. Πίσω από αυτό το ιδεαλιστικό επιχείρημα ότι δηλαδή θα υπάρχει ένας υψηλός ανταγωνισμός, ωστόσο έχω να επισημάνω ότι στη σχολή σήμερα είμαστε ένας καθηγητής προς 45 φοιτητές. Αντίστοιχα μια σχολή όπως η τσέχικη FAMU με τις παλιές δάφνες, έχει αντιστοιχία έναν καθηγητή προς δυόμισι φοιτητές. Στην περίπτωσή μας καταρχήν θέλουν να φανεί ότι είναι μια σχολή στην οποία μπαίνει όποιος θέλει. Αλλά το θέμα είναι ότι με προϋπολογισμό 30.000 ευρώ που έχει η Σχολή αυτή τη στιγμή είναι ποσό μόνο για να πάρουμε γραφική ύλη. Παλιά δίδασκα και σε ιδιωτικές σχολές και ήξερα ότι από το 1995 τα ΙΕΚ πίεζαν και υποτίθεται ότι ήταν συμβεβλημένα με ιδιωτικά πανεπιστήμια. Harvard όμως δεν ήταν σίγουρα. Αλλά δεν θέλω να πω περισσότερα γι’ αυτό το θέμα γιατί είναι κάτι που δεν το ξέρω.

Ωστόσο η ταινία αποκτά σύνδεση με την επικαιρότητα της ανώτατης εκπαίδευσης.

Το βασικό πλαίσιο είναι η σχέση πατέρα – γιου. Το πλαίσιο είναι το πανεπιστήμιο, έχει αναφορές στη διδασκαλία και ειδικά στη διδασκαλία του κινηματογράφου. Το μάθημα που βλέπετε στην ταινία παραπέμπει στο μάθημα που έκανα στο τρίτο έτος «Η επαφή με τον ηθοποιό» και στοιχεία από άλλα μαθήματά μας, πώς στήνουμε μία σκηνή. Θέλησα να μιλήσω για την εμπειρία 19 χρόνων που δίδαξα «Σκηνοθεσία» στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Τη χαρά που ένιωθα σε ένα καλό μάθημα, τις ελπίδες να φτιάξουμε μία από τις καλύτερες σχολές κινηματογράφου στην Ευρώπη, τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε. Να μιλήσω και για τρεις γενιές. Του «κυρίου Αντρίκου», των φοιτητών – τις χωρίζει γκρεμός – και του «Νίκου» ανάμεσα να προσπαθεί να περάσει το πάθος του στους νέους κινηματογραφιστές. Τέλος, να μιλήσω για έναν γιο που με πολύ μεγάλη καθυστέρηση ζητά από τον πατέρα του την επιβεβαίωση.

Διδασκαλία ή κινηματογράφος;

Ξεκίνησα να σπουδάζω μαθηματικά το ’73 επειδή μου άρεσε να διδάσκω. Είχα αγάπη για τη διδασκαλία από μικρός, ακόμα και τότε που πήγαινα σε μια κολυμβητική ομάδα στο Παλαιό Φάληρο και ο προπονητής μας έβαζε τα πιο μεγάλα παιδιά να δείχνουμε στα μικρότερα πώς να προπονούνται.

Πώς έγινε η μετάβαση από τα Μαθηματικά στο σινεμά;

Μέσα από την αγάπη μου για το θέατρο. Στην Ε’ Γυμνασίου μου άρεσε πολύ το Θέατρο Τέχνης που τότε ήταν στην οδό Στουρνάρα και μία μέρα περνώντας από εκεί συνάντησα τον Κάρολο Κουν έπειτα από μία πρόβα. Του είπα ότι δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός αλλά θα μου άρεσε να είμαι παρατηρητής. Εκείνος μου εξήγησε ότι δεν υπάρχει αυτό στο θέατρο, αλλά ήμουν ευπρόσδεκτος αν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Κι αυτό είχα στο μυαλό μου, σε τέσσερα χρόνια να τελείωνα το Μαθηματικό και μετά στο Θέατρο Τέχνης. Ομως επειδή ήθελα να φύγω από το σπίτι έβαλα πρώτη επιλογή το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Πήγα εκεί, συγκατοίκησα με τον μετέπειτα φίλο μου Αλέξανδρο Μουμτζή, ο οποίος αγαπούσε το σινεμά και με έστρεψε από το θέατρο στο σινεμά.

»Στα μέσα του δεύτερου έτους έκλεισε ένα παράρτημα της Σχολής Σταυράκου και τότε έκανα μεταγραφή από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Ετσι παράλληλα με το Μαθηματικό σπούδασα και στη Σχολή Σταυράκου. Ελεγα ότι το είχα σαν χόμπι. Αλλά είχα την τύχη να έχω στη σχολή τον Παντελή Βούλγαρη. Μου άρεσε πολύ τα Σαββατοκύριακα να βάζω στο αυτοκίνητό μου τη μηχανή και τα φώτα και να πηγαίνουμε στο σπίτι του όπου συνέχιζε εκεί το μάθημά του με πρακτική. Μετά άρχισα να δουλεύω στην ΕΡΤ, να μπαίνω ως βοηθός σκηνοθέτης. Εγινα γενικών καθηκόντων στην πρώτη ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου «Ταξίδι του μέλιτος», με σύστησε για βοηθό στον Ανδρέα Θωμόπουλο και μετά βρέθηκα δεύτερος βοηθός στην ταινία του Βούλγαρη για τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ηταν η πρώτη μεγάλη μου δουλειά και τότε πήρα απόφαση ότι δεν θα κάνω μαθηματικά. Και έκανα σινεμά. Μέχρι που το 2003 πέρασα στην εκπαίδευση διδάσκοντας στη Σχολή Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ηταν και ο λόγος που δεν γυρίσατε άλλη ταινία μετά;

Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2003, όταν συμμετείχα με τα «Μάτια από Νύχτα», εξήγγειλε ο Βενιζέλος το τμήμα κινηματογράφου. Και το καλοκαίρι του 2004 έκανα τα χαρτιά μου για την προκήρυξη, με δέχθηκαν, κι έτσι ξεκίνησα να διδάσκω. Σταμάτησα φέτος, στις 31 Αυγούστου, στα 67 μου. Η τελευταία ταινία ήταν «Ο Διαχειριστής» και η σειρά ταινιών-ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ «Συνάντησα ευτυχισμένους μαστόρους». Από το 2011 έως το 2022, που εξαιτίας της κρίσης από τριάντα τέσσερις μείναμε δεκατρείς διδάσκοντες, δεν έκανα ταινίες. Αυτά τα έντεκα χρόνια δεν υπήρξε ούτε μία μέρα στη ζωή μου, Χριστούγεννα ή Πάσχα, που να μην έχω δουλέψει για το Τμήμα. Αλλά ο λόγος που έκανα την «Εξέλιξη» ήταν για να πω ευχαριστώ στο ΑΠΘ που μου έδωσε τη δυνατότητα να διδάξω και να έρθω σε επαφή με τα παιδιά. Να διδάξω και να διδαχθώ.

Επίσης, ήθελα η ταινία να είναι ένα μεγάλο μάθημα στους πρωτοετείς και δευτεροετείς, για το πώς γίνεται μια ταινία μεγάλου μήκους καθώς παιδιά από το τμήμα θα δούλευαν στην ταινία. Αυτό το τελευταίο δυστυχώς δεν έγινε. Αυτοί όμως ήταν οι λόγοι που έγινε η συγκεκριμένη ταινία.

Και ποια είναι η αποτίμησή σας για το Τμήμα;

Από αυτά τα δεκαεννιά χρόνια θα έλεγα ότι τα παιδιά που μπήκαν το 2004 έως το 2006 ήταν πολύ πιο μορφωμένα κινηματογραφικά, πολύ πιο κουλτουριάρηδες από τα παιδιά που μπαίνουν τώρα. Τα παιδιά σήμερα βλέπουν λιγότερο σινεμά και είναι πιο πολύ μέσα στο κινητό τους τηλέφωνο.

Με ενοχλούσε πολύ που έβλεπα σκυμμένα κεφάλια μέσα στο μάθημα. Γιατί η ανάγκη του δασκάλου να επικοινωνήσει με τους φοιτητές είναι μεγαλύτερη. Ηταν μια φορά ένα μάθημα για τη συνεργασία του σκηνοθέτη με τον διευθυντή φωτογραφίας και τους έδειχνα αριστουργήματα του Μπέργκμαν, του Ταρκόφσκι και μιλούσαμε για τη φωτογραφία. Με το που έλεγα «ήταν αριστούργημα», δεν αντιδρούσε κανείς. Μέχρι που τους ζήτησα να τραβήξουν με τα κινητά τους ένα υλικό δύο λεπτών από ένα μέρος της αρεσκείας τους. Τότε μου έφεραν αριστουργήματα, γιατί είχαν εξοικειωθεί με το κινητό. Είχα βρει έναν τρόπο να περάσει η ψυχή τους μέσα από αυτό.