Εσείς τι θα προτιμούσατε; Να υπάρχει Θεός όχι όμως μετά θάνατον ζωή; Να περνάμε μερικές χιλιάδες μέρες στη γη υπό το στοργικό, προστατευτικό, οργισμένο ενίοτε βλέμμα Του και να επιστρέφουμε έπειτα στο μηδέν; Ή το αντίστροφο; Μόλις πεθαίνει το σώμα, η ψυχή μας, το πνεύμα μας, ο πιο βαθύς εαυτός μας – όπως θέλετε πείτε το – να διακτινίζεται σε άλλη διάσταση κι εκεί να συνεχίζει στους αιώνες των αιώνων να λυπάται, να χαίρεται, να τσακώνεται και να αγαπιέται με τους υπόλοιπους νεκρούς, που θα είναι δισεκατομμύρια, χωρίς κανέναν Θεό, καμία έσχατη κρίση και κατάταξη των μεν καλών σε τόπο χλοερό, των δε φαύλων στην κόλαση – ό,τι και αν σημαίνει κόλαση για τον καθένα;

Εθεσα το ερώτημα σε μια ομήγυρη καλλιεργημένων, ανοιχτόμυαλων κατά τεκμήριο ανθρώπων. Ενας κύριος αγανάκτησε. «Με τι ανοησίες ασχολούμαστε; Η επιστήμη έχει τελεσίδικα αποφανθεί. Ο Θεός δεν έχει ούτε λόγο ούτε καν περιθώριο ύπαρξης. Τα πάντα εξηγούνται μια χαρά δίχως εκείνον, τα πάντα περιπλέκονται εάν τον πιστέψουμε». Δύο κυρίες σκανδαλίστηκαν. «Ανευ Θεού τίποτα δεν στέκει! Ούτε εδώ ούτε πέρα από εδώ!». Εάν τις έβλεπα πάντως στον δρόμο, με τις ωραίες τους μπλούζες-φούστες-γόβες, δεν θα υποψιαζόμουν ότι οι ζωές τους νοηματοδοτούνται από την Αγία Τριάδα.

Εθεσα το ερώτημα σε ψηφοφορία. Οι γνώμες διχάστηκαν. Οσοι λαχταρούσαν να επιβιώσουν – εν ετέρα έστω μορφή – του φυσικού θανάτου τους, άλλοι τόσοι θα θυσίαζαν τη μεταφυσική τους προοπτική αρκεί να έχουν όσο ζουν έναν πατέρα, αόρατο μα πανταχού παρόντα, να τους προσέχει και να τους φρονηματίζει. Απόντος του Θεού όλα επιτρέπονται, έγραψε ο Ντοστογιέφσκι. Το γεγονός πως όλα – και τα χειρότερα και τα αισχρότερα – συμβαίνουν κάθε στιγμή γύρω μας και ας απαγορεύονται, δεν κλονίζει τους πιστούς. «Εκείνος έχει την τελευταία κουβέντα» ισχυρίζονται. «Εκείνος θα επιβάλει, στα αποκαΐδια έστω των πολέμων, δικαιοσύνη».

Είναι κουβέντα αυτή που ξεκίνησα; Η τεχνητή νοημοσύνη αναπτύσσεται ραγδαία, μοιάζει δεδομένο πως πολύ νωρίτερα από ό,τι ελπίζουμε θα μας ξεπεράσει διανοητικά. Και πιθανότατα θα μας καθυποτάξει. Η κλιματική αλλαγή δυναμιτίζει το στοιχειώδες ευ ζην μας. Με πλημμύρες, με καύσωνες, με mega fires, ποιος έχει την πολυτέλεια να αμπελοθεολογεί; Ο Νίτσε εξάλλου έχει εκδώσει τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του Θεού από το 1882. Και ο Νόα Χαράρι, ο πιο ευπώλητος σήμερα διανοητής, έχει κατηγορηματικά αποφανθεί: η θρησκεία αποτελεί κατάλοιπο περασμένων καιρών. Κακάδι μιας πληγής που έχει προ πολλού επουλωθεί. Οσες πληγές άνοιξαν στη συνέχεια δεν μαλακώνουν – φευ – με προσευχές και ψαλμωδίες.

Και όμως… Οποτε κλείνει ένας ναός, ανοίγει ένα υποκατάστατό του. Τα μαυσωλεία του Λένιν και του Μάο. Τα μολ ως τεμένη κατανάλωσης. Τα πλήθη που συνωστίζονται από τα χαράματα για να αγοράσουν το καινούργιο μοντέλο i-phone μού θυμίζουν τους ευλαβείς που συρρέουν για να προσκυνήσουν ένα λείψανο αγίου ή μια θαυματουργή εικόνα. Το κινητό προς το παρόν δεν δακρύζει. Μιλάει όμως.

Στον «Επισκέπτη» του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ, που παίζεται στο Ιδρυμα Κακογιάννη σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια, ο Μάνος Βακούσης υποδύεται έξοχα τον Θεό. Εναν Θεό αυτοσαρκαστικό, χαριτωμένο, ευγενέστατο, μα κατά βάθος αθεράπευτα απελπισμένο. Ενα πρόσωπο δίχως αρχή και τέλος, μάνα και πατέρα, στερημένο από υπερεγώ, που αέναα περιπλανάται στο σύμπαν-δημιουργία του, υποφέρει από πλήξη, φρικάρει με τα αίσχη των ανθρώπων, δεν επιτρέπει ωστόσο στον εαυτό του να παρέμβει αφού τους έπλασε ελεύθερους. Εναν Θεό αιχμάλωτο της ίδιας του της ύπαρξης. Ο οποίος γνωρίζει. Αρα δεν ελπίζει σε καμία απελευθέρωση.

«Μία φορά με ξάφνιασε η ομορφιά…» λέει ο Θεός. «Ξέρω το τραγούδι των αγριόχηνων, τα όνειρα των τυφλοπόντικων, τις ερωτικές κραυγές των γαιοσκωλήκων και τον ήχο των κομητών… Εκείνο λοιπόν δεν το ήξερα. Στην αρχή πίστευα ότι ήταν ένας άνεμος από τη γη… Πως είχα μάνα και μού άνοιγε την αγκαλιά της… Ομως όχι. Τι ήταν εκείνο; Μότσαρτ. Αρκετός λόγος για να πιστέψει κανείς στον άνθρωπο».