Ο ετήσιος χορός Τύπου που διοργάνωνε ο κορυφαίος εκδότης της Γερμανίας, Ullstein, ήταν ένα από τα πιο λαμπερά πάρτι στο Βερολίνο κατά τα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μιας περιόδου που σημαδεύτηκε από ογκώδη καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή, τον θρίαμβο του κοινωνικού φιλελευθερισμού, αλλά και από πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, γενικευμένο αντισημιτισμό και οικονομικές καταστροφές.

Ωστόσο ο χορός του Τύπου της χρονιάς του 1933 ήταν ο πιο σημαντικός. Η νύχτα της 28ης Ιανουαρίου 1933 ήταν το συμπύκνωμα του διλήμματος που αντιμετώπισαν οι διανοούμενοι στη Γερμανία τη στιγμή που ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία. Η επιλογή τους να φύγουν ή να μείνουν στη χώρα όπου οι Ναζί εξάπλωναν τον μηχανισμό της προπαγάνδας και του ρατσιστικού μίσους σε πολλούς κόστισε τη ζωή τους, την καριέρα τους, τη μοίρα του έργου που άφησαν πίσω τους.

Το βιβλίο του γερμανού κριτικού και δημοσιογράφου Uwe Wittstock, «February 1933: The Winter of Literature» (Polity Press), βασισμένο σε αδημοσίευτο αρχειακό υλικό, φωτίζει αυτή τη στιγμή. Και από το πρώτο κεφάλαιο αποδίδει το κλίμα αβεβαιότητας περιγράφοντας την ατμόσφαιρα και τους καλεσμένους στη χοροεσπερίδα: τα πολιτιστικά είδωλα της Βαϊμάρης – αστέρες του κινηματογράφου και του θεάτρου, συγγραφείς, εκδότες και δημοσιογράφοι – εν μέσω φημών για την επικείμενη ανάδειξη του Χίτλερ, αντιστέκονται στην αίσθηση του τέλους. «Ποτέ άλλοτε», γράφει ο Wittstock, «δεν είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους τόσοι πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα».

«Η ΚΟΛΑΣΗ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ». «Θα σου έχει γίνει πλέον σαφές», έγραψε ο Joseph Roth στον Stefan Zweig στα μέσα Φεβρουαρίου 1933, «ότι οδεύουμε προς μια μεγάλη καταστροφή». Ο Ροτ έφυγε από το Βερολίνο το ίδιο πρωί που ο Αδόλφος Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία. Δεν επέστρεψε ποτέ στη Γερμανία και ήθελε απεγνωσμένα να κάνει τον εφησυχασμένο φίλο του να αναγνωρίσει τους κινδύνους που βρίσκονταν μπροστά τους. «Πέρα από την προσωπική μας κατάσταση», έγραψε στον Zweig (και οι δύο συγγραφείς ήταν Εβραίοι, ο Zweig ζούσε στην Αυστρία), «η λογοτεχνική και υλική μας ύπαρξη έχει καταστραφεί – οδεύουμε προς έναν νέο πόλεμο… Οι βάρβαροι κατέλαβαν την εξουσία. Μην εξαπατάτε τον εαυτό σας. Η κόλαση βασιλεύει».

Στη βιβλιοκριτική του για το «February 1993» στο The New York Review ο Pankaj Mishra γράφει πως ίσως ο Ροτ, ο οποίος εργάστηκε και ταξίδεψε ευρέως ως δημοσιογράφος, να ήταν σε μεγαλύτερη εγρήγορση για τις βαθύτερες συνέπειες της έλευσης του Χίτλερ από ό,τι ο Τσβάιχ και άλλοι διάσημοι μυθιστοριογράφοι της εποχής. Οσοι πίστεψαν, όπως ο Ροτ, ότι «θα ήταν παιδαριώδες να προβλέψουμε την τελική νίκη του ανθρώπινου πνεύματος» και δραπέτευσαν από τη ναζιστική Γερμανία εγκαίρως, ίσως να απέφυγαν κάποιες επιζήμιες αυταπάτες. Ο Ροτ πέθανε από φυσικά αίτια, στο Παρίσι το 1939 – ο Τσβάιχ, οικτρά απροετοίμαστος για τον αποχωρισμό από την πατρίδα του, αυτοκτόνησε στη Βραζιλία το 1942. Ωστόσο, όσοι παρέμειναν στη Γερμανία, περιμένοντας, εκ των υστέρων, να χειροτερέψουν πολύ τα πράγματα, δεν μπορούν να κριθούν απερίσκεπτοι. Ανάμεσά τους ήταν και ο Μπρεχτ, ο οποίος κρύφτηκε σε μια κλινική όπου είχε πάει για εγχείρηση κήλης. Αυτός και η σύζυγός του, Helene Weigel, διέφυγαν στη Βιέννη, αλλά στη συνέχεια έπρεπε να περιμένουν αγωνιωδώς για να επανενωθούν με τη δίχρονη κόρη τους, η οποία είχε παραμείνει στη Γερμανία κρυμμένη με την νταντά της. Ο Χάινριχ Μαν εγκατέλειψε το Βερολίνο στις 21 Φεβρουαρίου 1933, αλλά παρέμεινε πεπεισμένος ότι ο Χίτλερ θα παραμεριζόταν γρήγορα. Δεν μπόρεσαν όμως όλοι να φύγουν.

Πολλοί συγγραφείς του περασμένου αιώνα στη Γερμανία, την Ισπανία, τη Ρωσία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής είχαν να παλέψουν με αναπάντητα ερωτήματα: Πότε να φύγουν, για πού, και με ποιες εγγυήσεις για μια αξιοπρεπή εξορία;

ΙΝΔΙΑ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑ. Στις μέρες μας, γράφει ο Pankaj Mishra, πολλοί συγγραφείς στην Ινδία και τη Ρωσία – δύο κοινωνίες που ταλανίζονται από μεσσιανικούς εθνικιστές – αντιμετωπίζουν τους κινδύνους της αναποφασιστικότητας και της λανθασμένης εκτίμησης. Οπως το έθεσε πέρυσι η ινδή συγγραφέας Αρουντάτι Ρόι: «Είμαστε διαρκώς σε αναταραχή – μια κατάσταση συζήτησης, ανησυχίας, θυμού και σύγχυσης… Τυπικά δεν υπάρχει λογοκρισία του γραπτού έργου, αλλά η ατμόσφαιρα συνεχούς ανησυχίας μέσα σε μια ολόκληρη κοινότητα ανθρώπων που διαβάζουν και γράφουν, η αίσθηση ότι υπάρχει βία στον αέρα που αναπνέουμε, είναι εξίσου υπονομευτική».

Η Ρωσία, μετά την επίθεση του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία, έχει τη μεγαλύτερη έξοδο λογοτεχνικής διανόησης στην εποχή μας: Ο Vladimir Sorokin, η Maria Stepanova, ο Maxim Osipov, η Galina Yuzefovich, η Lyudmila Ulitskaya και ο Mikhail Shishkin επέλεξαν την εξορία. Οι συγγραφείς στην Ινδία, επίσης, προσπαθούν να διακρίνουν το κρίσιμο σημείο που ο Wittstock προσδιορίζει ως εξής: «Η καθημερινή ζωή μετατρέπεται σε αγώνα επιβίωσης». Πολλοί Ινδοί αισθάνθηκαν μετά τη σαρωτική εκλογική νίκη του Ναρέντρα Μόντι τον Μάιο του 2014 κάτι από τον ίδιο «παγωμένο τρόμο» που γνώρισε ο Σεμπάστιαν Χάφνερ κατά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.

Οπως σημειώνεται στην εισαγωγή της σειράς «India at 75» της ΡΕΝ America, στην οποία συμμετείχαν οι Jhumpa Lahiri, Hari Kunzru, Anita Desai, Geetanjali Shree και πάνω από εκατό άλλοι συγγραφείς από την Ινδία και την ινδική διασπορά, η εκλογή του Μόντι το 2014 μετέτρεψε την Ινδία σε μια χώρα όπου η ρητορική μίσους εκφράζεται και διαδίδεται δυνατά, όπου οι μουσουλμάνοι υφίστανται διακρίσεις και λιντσάρονται, τα σπίτια και τα τζαμιά τους ισοπεδώνονται, τα μέσα διαβίωσής τους καταστρέφονται, όπου οι χριστιανοί ξυλοκοπούνται και οι εκκλησίες δέχονται επιθέσεις, όπου οι πολιτικοί κρατούμενοι κρατούνται στη φυλακή χωρίς δίκη.