Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι πέρασε στην Ιστορία. Ο Μπόρις Τζόνσον παραιτήθηκε από βουλευτής διωκόμενος. Ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται αντιμέτωπος με αλλεπάλληλες σοβαρές κατηγορίες και δίκες. Μήπως, λοιπόν, στο πρόσωπό τους και με βάση τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, μπορούμε να κηρύξουμε το τέλος του (δεξιού) λαϊκισμού και της απειλής που αυτός αντιπροσωπεύει για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες δυτικού τύπου;

«Μια τέτοια άποψη είναι από μόνη της απλοϊκή (…) Ο ισχυρισμός ότι ο λαϊκισμός αναγκαστικά αυτοκαταστρέφεται αποτελεί ένα αναπαυτικό σκέπασμα για τους φιλελεύθερους που πάσχουν από αϋπνία», σημειώνει σε άρθρο του στους «Financial Times» ο Γιαν-Βέρνερ Μίλερ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Princeton.

Οπως γράφει, οι φιλελεύθεροι «θεωρούν δεδομένο ότι οι λαϊκιστές, από τη στιγμή που θα βρεθούν στην κυβέρνηση, θα διαπιστώσουν πολύ γρήγορα ότι οι υποσχέσεις που έχουν δεν μπορούν να τηρηθούν – έτσι, αναπόφευκτα, θα απολέσουν την εκλογική τους επιρροή. Ή, από την άλλη, οι λαϊκιστές μπορούν να μετατραπούν σε πραγματιστές και να επιδιώξουν να φέρουν δικαιοσύνη σε έναν περίπλοκο κόσμο – κάτι που, εξ ορισμού, έχει ως συνέπεια να μη θεωρούνται πλέον λαϊκιστές».

Η πράξη αποδεικνύει, όμως, ότι αυτού του είδους οι θεωρίες δεν στέκουν αναγκαστικά, πολύ περισσότερο καθώς οι ηγέτες που συγκαταλέγονται σε αυτή την κατηγορία έχουν πολλά διαφορετικά πρόσωπα – όπως είναι αυτά των Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, Βίκτορ Ορμπαν και Ναρέντρα Μόντι, που εξακολουθούν να κυριαρχούν μετά από πολλά χρόνια, χωρίς να έχουν «αυτοκαταστραφεί». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, σύμφωνα με τον ίδιο, και η νυν πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, η οποία έμαθε πολλά από τον μέντορά της Μπερλουσκόνι.

Η Μελόνι και οι «έξυπνοι λαϊκιστές»

«Πρέπει να την κατατάξουμε ανάμεσα στους έξυπνους λαϊκιστές. Παρουσιάζεται ως μια υπεύθυνη και άξια σεβασμού συντηρητική, που παραμένει ανοιχτή σε μια συμμαχία με τους μετριοπαθείς Χριστιανοδημοκράτες της Ευρώπης: δημοσιονομικά πειθαρχημένη όπως ο Μάριο Ντράγκι, εμφανώς διαφοροποιημένη από τις γελοιότητες υπέρ του Πούτιν που εκφράζει ο εταίρος της Ματέο Σαλβίνι. Και ταυτόχρονα, αδίστακτη στην προώθηση ακροδεξιών πολιτικών και στην κατάληψη της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης».

Σημαντικές είναι και ορισμένες ακόμη πλευρές στην τακτική όλων αυτών των ηγετών.

Από τη μία, όπως κάνει η Μελόνι και άλλοι, «αντί για τη βίαιη καταπίεση, υπάρχει μια πιο υπόγεια και αθόρυβη χειραγώγηση των πολιτικών και δικαστικών συστημάτων, καθώς και συστηματική προσήλωση στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης».

Την ίδια στιγμή, οι περισσότεροι έχουν την ικανότητα να ελέγχουν πλήρως τα κόμματα τα οποία ίδρυσαν ή μέσα από τα οποία αναδείχτηκαν, διατηρώντας όμως παράλληλα μια – μικρότερη ή μεγαλύτερη – αυτονομία από αυτά.

Ετσι, στις δύσκολες στιγμές καταφέρνουν να ελίσσονται, ανακαλύπτοντας εχθρούς και εκπροσώπους του κατεστημένου και εντός τους.

Με τον τρόπο αυτό δε, συντηρούν το αφήγημα ότι οι ίδιοι είναι οι μοναδικοί εκπρόσωποι των «πραγματικών ανθρώπων», της «σιωπηρής πλειοψηφίας» στον αγώνα τους απέναντι στο κατεστημένο που νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του και είναι διεφθαρμένο. Κάπως έτσι, ακόμη κι όταν εκτίθενται, οι υποστηρικτές τους φτάνουν να λένε: «Ναι, είναι κλέφτης, αλλά είναι ο δικός μας κλέφτης!».