Αν ένας σκηνοθέτης αποφάσιζε να γυρίσει μια ταινία με θέμα την καριέρα της, το μόνο που θα είχε προαποφασίσει – προτού καν γράψει το σενάριο – θα ήταν ο τίτλος: «Η γενική γραμματέας που έβλεπε τους υπουργούς να περνούν». Και οπωσδήποτε δεν θα έβαζε στο επίκεντρο της υπόθεσης τις αρχαιολογικές της περιπέτειες. Οχι επειδή δεν είναι θηλυκός Ιντιάνα Τζόουνς, καθώς ακολουθεί πολύ ευλαβικότερα την αρχαιολογική δεοντολογία από ό,τι ο κινηματογραφικός ήρωας, που δρα περισσότερο ως τυχοδιώκτης αρχαιοκάπηλος παρά ως επιστήμονας. Ούτε επειδή οι δικές της δεν είναι τόσο πολλές και τόσο εντυπωσιακές. Αλλά ποιος δεν θα αξιοποιούσε την ιστορία της γυναίκας που έχει καταρρίψει κάθε ρεκόρ και έχει καταφέρει να κρατήσει γερά τη θέση της γενικής γραμματέως, είτε ο υπουργός προερχόταν από τον ίδιο πολιτικό χώρο με εκείνη, του ΠΑΣΟΚ, είτε από τη Νέα Δημοκρατία είτε ήταν μέλος υπηρεσιακής κυβέρνησης;

Η παραγωγή άλλωστε δεν θα κόστιζε πολλά χρήματα. Τα περισσότερα γυρίσματα θα γίνονταν στο στρατηγείο της στην οδό Μπουμπουλίνας, εκεί όπου περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας.

Η πρωταγωνίστρια που θα υποδυόταν την 54χρονη αρχαιολόγο δεν θα έπρεπε να διαθέτει ούτε εκθαμβωτική εμφάνιση ούτε πλούσια γκαρνταρόμπα, δεδομένου ότι η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟ έχει υιοθετήσει πολύ συντηρητικό τρόπο στο ντύσιμό της, που έχει αναδειχθεί σχεδόν σε στολή – ίσως κατάλοιπο από την εποχή που ήταν Αρσακειάς – με ριχτά σακάκια, μακριές φούστες, φαρδιά πουκάμισα και χαμηλά παπούτσια, ενώ απαραίτητο αξεσουάρ είναι η στέκα στα κομμένα καρέ μαλλιά της και τα διακριτικά μυωπικά γυαλιά. Και βεβαίως χωρίς ίχνος μακιγιάζ.

Ακούραστη. Ο ρόλος όμως σίγουρα θα απαιτούσε μια ερμηνεύτρια υψηλών δυνατοτήτων για να μπορέσει να αποδώσει μπροστά στον φακό όλες τις λεπτές και διαφορετικές εκφάνσεις της προσωπικότητας της ηρωίδας. Μιας γυναίκας που διακρίνεται για τον δυναμικό χαρακτήρα και την οργανωτικότητά της, ζωντανή απόδειξη ότι οι καλύτεροι μάνατζερ είναι εκείνοι που έχουν κλασική παιδεία, όπως η Λίνα (Στυλιανή) Μενδώνη που έχει στο βιογραφικό της δύο πτυχία από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Κλασικό Τμήμα και Ιστορικό – Αρχαιολογικό) και διδακτορικό από το ίδιο πανεπιστήμιο.

Με αστείρευτη αντοχή – είναι γεγονός πως βγάζει νοκάουτ τους συνεργάτες της και ορισμένοι στην απόγνωσή τους αναρωτιούνται «αν τρέφεται με μπαταρίες duracell» – δεν αφήνει ποτέ τα όποια προσωπικά της προβλήματα να χαλάσουν την αυστηρή επαγγελματική της εικόνα.

Με χαρακτήρα που δείχνει εν πρώτοις διόλου ευέλικτος, δεν υπολογίζει τις δυσκολίες ως εμπόδιο. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν επέστρεψε στο υπουργείο ύστερα από πέντε χρόνια απουσίας, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα σάρωσε όλες τις περιφέρειες ανά την Ελλάδα για να εντάξει έργα του ΥΠΠΟ στο ΕΣΠΑ μέσω της Αυτοδιοίκησης, καθώς από την προηγούμενη ηγεσία δεν είχε εξασφαλιστεί ειδικό κονδύλι για το εν λόγω υπουργείο. Και όχι μόνο πέτυχε τον στόχο, αλλά έχει καταφέρει πολύ υψηλή απορροφητικότητα κοινοτικών κονδυλίων. Ξέρει καλά να αξιοποιεί την πλούσια εμπειρία της ώστε να μη χρειάζεται κόπο για να πείσει ότι δεν είναι ένα κομβικής σημασίας γρανάζι, αλλά ο μοχλός…

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ανέλαβε τη θέση το 1999, έφυγε το 2004 όταν έγινε κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία – οπότε περάσαμε στην αλήστου μνήμης εποχή Ζαχόπουλου – και επέστρεψε, πιο κραταιά παρά ποτέ, το 2009. Τότε αναδείχθηκε στη μοναδική που πήρε το ίδιο πόστο μέσω της διαδικασίας της Ανοιχτής Διακυβέρνησης (Open Gov) παρά την εντολή του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου να μην καταλάβει κανείς την ίδια θέση που είχε σε προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ – για να παραμείνει κραταιά και αμετακίνητη παρακολουθώντας υπουργούς (Ελισάβετ Παπαζώη, Θεόδωρος Πάγκαλος, Βαγγέλης Βενιζέλος, Παύλος Γερουλάνος, Τατιάνα Καραπαναγιώτη, Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος – Κώστας Τζαβάρας, Πάνος Παναγιωτόπουλος, Κώστας Τασούλας) να παρελαύνουν από τον υψηλότερο θώκο της Μπουμπουλίνας.

Αξιόπιστη. Η γνώμη της μετράει στα υπουργικά γραφεία, διότι και εκείνη με τη σειρά της ξέρει πότε πρέπει να κάνει πίσω και να υιοθετήσει τη γραμμή της ηγεσίας. Αλλωστε ακόμη και αν διαφωνεί, τελικά όχι μόνο εφαρμόζει ό,τι της ζητά ο εκάστοτε υπουργός, αλλά καταφέρνει να το επιβάλλει με τον δικό της τρόπο, αυταρχικό μεν «ντυμένο» με επιχειρήματα δε. Αλλωστε υπάρχουν υπουργοί που παραδέχονταν σε ανεπίσημες συζητήσεις ότι είχαν το κεφάλι τους ήσυχο με εκείνη στο τιμόνι, γεγονός που τους επέτρεπε να ασχοληθούν απερίσπαστοι με την πολιτική τους καριέρα.

Η δική της σχέση με την πολιτική είναι ιδιαίτερη. Μέλος του ΠΑΣΟΚ από τα 1989 – παρότι ορισμένοι υποστηρίζουν ότι σε νεανική ηλικία είχε περισσότερο ενδιαφέρον για την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας – ήρθε σε επαφή με τον κόσμο της πολιτικής το 1994 όταν διετέλεσε ειδική επιστημονική σύμβουλος στο υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων και στο υπουργείο Αιγαίου, όπου υπουργός ήταν η Ελισάβετ Παπαζώη, ενώ πριν εργαζόταν ως συνεργάτις του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στο οποίο κατέχει πλέον τον βαθμό της κύριας ερευνήτριας. Οταν η Ελισάβετ Παπαζώη έγινε υπουργός Πολιτισμού, η Λίνα Μενδώνη την ακολούθησε λαμβάνοντας τη θέση της γενικής γραμματέως. Αν και όσοι την γνωρίζουν λένε ότι θα το ήθελε πολύ, ωστόσο, δεν κατάφερε να ανέβει και στο πιο ψηλό σκαλοπάτι. Να μετακομίσει δηλαδή στο γραφείο του υπουργού, παρά το γεγονός ότι το όνομά της είχε ακουστεί έντονα δύο φορές: μία κατά τον σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης (τότε πολλοί είχαν φτάσει να της δίνουν συγχαρητήρια καθώς θεωρούσαν βέβαιη την υπουργοποίησή της) και σε έναν από τους επόμενους ανασχηματισμούς, παρά το γεγονός ότι λογίζεται στους στενούς συνεργάτες του Ευάγγελου Βενιζέλου, παρά τις αψιμαχίες τους στα χρόνια συνύπαρξης τους στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Προσεκτική ως συνήθως στο θέμα της Αμφίπολης, η Λίνα Μενδώνη κατάφερε ακόμη μία φορά να κάνει εκείνο που ξέρει πολύ καλά: να κρατήσει ισορροπίες. Αν και κάνει πολύ προσεκτικές δηλώσεις, κρατώντας τον απόλυτο έλεγχο της ανασκαφής και της πληροφορίας που διαρρέει από τον αρχαιολογικό χώρο, δεν εμπόδισε την ανάγκη της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά το εύρημα, παρότι η επιστημονική δεοντολογία δεν συνάδει με ανασκαφή τύπου ριάλιτι σόου.