Ενας αυτόκλητος Μεσσίας, ο αιδεσιμότατος Σουν Μιουνγκ Μουν, ο ακροδεξιός αρχηγός της Ενωτικής Εκκλησίας και των «Μούνις», όπως πολλοί αποκαλούν υποτιμητικά τους πιστούς του, απεβίωσε χθες σε ηλικία 92 ετών από τις επιπλοκές μιας πνευμονίας. Οι προοπτικές της Εκκλησίας του δεν φαίνονται καλές μετά τον θάνατό του, όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το μέλλον της διεθνούς επιχειρηματικής αυτοκρατορίας του ανθρώπου αυτού, ο οποίος επηρέασε σημαντικά την πολιτική των ΗΠΑ προς όσο το δυνατόν συντηρητικότερες κατευθύνσεις.

Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ο Μουν ευλογούσε σωρηδόν ομαδικούς γάμους και οι μαθητές του εξαφάνιζαν νέους και νέες σε απομονωμένους καταυλισμούς όπου υφίσταντο πλύση εγκεφάλου για να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους και να αφιερωθούν ψυχή τε και σώματι στον Μουν και στην αίρεσή του. Καθώς οι προσφυγές στη Δικαιοσύνη πολλαπλασιάζονταν η Ενωτική Εκκλησία εγκατέλειψε αυτή τη μορφή στρατολόγησης, με αποτέλεσμα ο αριθμός των πιστών της να μειωθεί. Ομως η παγκόσμια επιχειρηματική αυτοκρατορία του, στην οποία ανήκαν κατά καιρούς εργοστάσια αυτοκινήτων και όπλων, ορυχεία, μεγάλες εκτάσεις γης στη Νότια Αμερική, ένα πανεπιστήμιο, εφημερίδες (ανάμεσά τους οι συντηρητικοί «Ουάσιγκτον Τάιμς»), παραμένει ισχυρή μέχρι σήμερα. Αναμένεται να γίνει το μήλον της Εριδος ανάμεσα στη χήρα του, τη Χακ Τζα Χαν, και στα παιδιά του, που υπολογίζονται από οκτώ ως δεκαέξι.

Ο Μουν γεννήθηκε σε μια χριστιανική οικογένεια στο φτωχό χωριό Σάνγκσα, που σήμερα ανήκει στη Βόρεια Κορέα, αλλά τότε ήταν ιαπωνική αποικία. Στα 15 του ισχυρίστηκε πως είδε τον Ιησού, ο οποίος του ζήτησε να αναλάβει το έργο Του… Το 1954 ίδρυσε την Ενωτική Εκκλησία. Το 1972 πήγε στις ΗΠΑ και οι Ρεπουμπλικανοί ενθουσιάστηκαν με τις ακροδεξιές απόψεις του. Ο Νίξον τον αγκάλιασε, ο Ρίγκαν του επέτρεψε να πλουτίσει, οι Μπους συνέχισαν να τον στηρίζουν. Επιτροπή του Κογκρέσου αποφάνθηκε ότι η Εκκλησία του είναι μια πολυεθνική εταιρεία, μια παραστρατιωτική οργάνωση και ένα αυστηρά πειθαρχημένο διεθνές πολιτικό κόμμα, όμως το αίτημά της για περαιτέρω έρευνα σε βάρος του εγκαταλείφθηκε μετά την εκλογή του Ρίγκαν το 1980.

Αν σκεφτεί κανείς τις ακροδεξιές θεοκρατικές πολιτικές θέσεις τού Μουν, τον αντισημιτισμό του, τις φήμες για σεξουαλικές απρέπειες και αδικήματα που δεν σταμάτησαν ποτέ να περιβάλλουν τον ίδιο και την Εκκλησία του, τη φυλάκισή του, το 1982, στις ΗΠΑ για φοροδιαφυγή και την προσβλητική για τους χριστιανούς θεολογία του, δύσκολα καταλαβαίνει πώς ο Μουν ήταν όχι μόνον ανεκτός, αλλά και ευπρόσδεκτος από προέδρους των ΗΠΑ, πολιτικούς, κληρικούς και ακαδημαϊκούς στην Αμερική, στην Ιαπωνία και στη Βρετανία. Για τον Κρίστοφερ Ριντ, της βρετανικής εφημερίδας «Γκάρντιαν», μια εξήγηση είναι τα δισεκατομμύριά του, την προέλευση των οποίων εξακολουθεί να καλύπτει μυστήριο, παρόλο που κάποια στιγμή, επί προεδρίας Ρίγκαν, υποστηριζόταν από δύο ιάπωνες δισεκατομμυριούχους που ήταν αμφότεροι δηλωμένοι φασίστες, ενώ υπήρξαν επίσης φήμες ότι χρηματοδοτούνταν από την κορεατική κεντρική υπηρεσία πληροφοριών.