Ο «Οίκος του Μεταξιού» υποτίθεται πως καταγράφτηκε από τον Γουάτσον στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, διαδραματίζεται όμως στα τέλη του 1890. Ηταν ένας σκληρός λονδρέζικος χειμώνας και «οι δρόμοι ήταν τόσο κρύοι, ώστε ακόμα και οι λάμπες του γκαζιού έμοιαζαν να έχουν παγώσει, ενώ το λιγοστό τους φως το έπνιγε η ατέλειωτη ομίχλη».

Ο Γουάτσον είχε παντρευτεί τη Μαίρη διακόπτοντας, δύο χρόνια ήδη, τη συγκατοίκηση με τον Χολμς. Επέστρεψε όμως για λίγο στο σπίτι της οδού Μπέικερ όταν η σύζυγος χρειάστηκε να κάνει ένα ταξίδι. Εκεί τους επισκέφτηκε ένας έμπορος έργων τέχνης από το Γουίμπλεντον, ο οποίος είχε τρομοκρατηθεί από την παρουσία ενός νεαρού με μεγάλη ουλή στο πρόσωπο και τραγιάσκα, που τον παρακολουθούσε στενά.

Ο έμπορος τέχνης φοβόταν ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν από τα εναπομείναντα μέλη μιας αδίστακτης συμμορίας Ιρλανδών της Βοστώνης, που είχε κλέψει το τρένο που μετέφερε έργα της λονδρέζικης γκαλερί σε πλούσιο αμερικανό πελάτη, καταστρέφοντάς τα. Ομάδα ιδιωτικών ντετέκτιβ εξόντωσε τα μέλη της συμμορίας, πλην ενός που τύχαινε να είναι και ψηλά στην ιεραρχία της.

Ο Χολμς αισθάνεται γρήγορα ότι ο άνθρωπος που παρακολουθεί τον έμπορο τέχνης Eντμουντ Κάρστερς δεν έχει σχέση με τη συμμορία της Βοστώνης. Πρόκειται για κάποιον που θέλει να τρομάξει τον έμπορο τέχνης με μια αμφίεση που θυμίζει τη συμμορία – είχε χαρακτηριστικό τις τραγιάσκες. Αρκετά γρήγορα καταλαβαίνει όμως ότι και στο σπίτι του Κάρστερς συμβαίνουν παράξενα πράγματα, καθώς η μητέρα του έχει πεθάνει πρόσφατα από ένα «ατύχημα» με το γκάζι, η σύζυγος που μόλις νυμφεύθηκε μοιάζει να είναι βαλτή από κάποιον άλλο, ενώ και η αδελφή του, μια κακότροπη γεροντοκόρη, του εξομολογείται ότι νιώθει απειλή.

Οταν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο του Λονδίνου βρίσκουν το πτώμα του ανθρώπου με την τραγιάσκα, που υποτίθεται ότι απειλούσε τον Κάρστερς, τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Ιδίως όταν δολοφονείται άγρια και ένα από τα «Αλητάκια της οδού Μπέικερ», που ο Χολμς είχε χρησιμοποιήσει για τον εντοπισμό του. Αργότερα θα δολοφονηθεί και η αδελφή του μικρού, με όλες τις ενδείξεις να ενοχοποιούν τον Χολμς.

Ο Aντονι Χόροβιτς φαίνεται να διαθέτει το ταλέντο εκείνων των ζωγράφων που αντιγράφουν πίνακες άλλων και κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον αυθεντικό. Ο Χολμς είναι ο γνωστός υπερόπτης, ευφυής, εκκεντρικός ντετέκτιβ, ο Γουάτσον είναι ο γιατρός που αισθάνεται θαυμασμό για τον φίλο του και τυχερός που μια καλή μοίρα τον έφερε δίπλα του, το τοπίο του Λονδίνου είναι όπως το έχουν συνηθίσει οι αναγνώστες του Ντόιλ. Κάπου κάπου, βέβαια, ο Χόροβιτς κλείνει το μάτι στον σύγχρονο αναγνώστη με μια απροσδόκητη πινελιά. Λέει, φέρ’ ειπείν, ο Γουάτσον για την απόφασή του να σφραγίσει το κείμενο για εκατό χρόνια: «Μου είναι αδύνατο να φανταστώ πώς θα είναι ο κόσμος τότε, τι είδους προόδους θα έχει κάνει η ανθρωπότητα, ίσως όμως οι μελλοντικοί αναγνώστες να είναι περισσότερο συνηθισμένοι στα σκάνδαλα και τη διαφθορά από όσο είναι οι αναγνώστες της δικής μου εποχής»!

Ο επιθεωρητής της Σκότλαντ Γιαρντ, Λεστράντ, εξάλλου, που περιγράφεται – ως συνήθως – ως ανόητος και ανίκανος, εν τέλει βοηθά σημαντικά την έρευνα και η εικόνα του βελτιώνεται. Οπως τη βοηθά αναπάντεχα και ο Μοριάρτι, ένας αδίστακτος εγκληματίας που εμφανίζεται σε άλλα βιβλία του Κόναν Ντόιλ. Οσο για τον Χολμς, εδώ εμφανίζεται λιγάκι πιο παρορμητικός απ’ ό,τι συνήθως.