Η άνοδος της Κίνας ως υπερδύναµης στο παγκόσµιο πολιτικό σκηνικό οφείλεται στα µαθήµατα που πήραν οι ηγέτες της από την Ιστορία της, σύµφωνα µε τον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ
Ο Μάο Τσετούνγκ συγκεντρώνει τα στελέχη του κόµµατός του προκειµένου να τους αφηγηθεί την ιστορία ενός πολέµου κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τανγκ και να τους εξηγήσει πως οι αρετές των παλιών παραµένουν επίκαιρες.

Με αυτό το περιστατικό αρχίζει το βιβλίο του για την Κίνα, µε τον τίτλο «On China», ο Χένρι Κίσινγκερ. «Θα ήταν σαν ένας δικός µας ηγέτης να ανατρέξει στους πολέµους του Καρλοµάγνου», εξηγεί. Κάτι τέτοιο όµως δεν είναι πιθανό να συµβεί τώρα. «Οι σηµερινοί πολιτικοί έχουν ελάχιστη αίσθηση της Ιστορίας», λέει. «Γι’ αυτούς ο πόλεµος του Βιετνάµ είναι απίστευτα µακριά πίσω στον χρόνο. Αυτή η χώρα είναι οι Ηνωµένες Πολιτείες της Αµνησίας, όπως αρέσει στον Γκορ Βιντάλ να τις αποκαλεί», αναστενάζει. «Και έχουν ένα τεράστιο µειονέκτηµα… Οταν µιλώ στους πολιτικούς επικαλούµενος κάποια ιστορική αναλογία, τους βλέπω να σκέφτονται: “Αντε πάλι, θα µας ζαλίσει µε την Ιστορία”». Το Εβραιόπουλο που έφυγε 15 ετών µε τους γονείς του από τη Γερµανία για τις ΗΠΑ προκειµένου να γλιτώσει από τους Ναζί, λατρεύει τη µελέτη της Ιστορίας. Της Ιστορία όπως τη γράφει εκείνος; Ισως, µιας και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ που συνέβαλε στον µυστικό βοµβαρδισµό της Καµπότζης και στη διαµόρφωση της αµερικανικής πολιτικής για τον πόλεµο του Βιετνάµ τιµήθηκε µε Νοµπέλ Ειρήνης το 1973.

Ηταν η βαθιά µελέτη της Ιστορίας, όπως λέει ο 87χρονος σήµερα Κίσινγκερ, που τον βοήθησε να αντιµετωπίσει τα απρόοπτα που προέκυπταν διαρκώς, όλες αυτές τις δεκαετίες που ασχολήθηκε µε τη διεθνή πολιτική. Και πουθενά δεν ήταν τόσο χρήσιµη η µελέτη της Ιστορίας όσο στην περίπτωση της Κίνας. Οι ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες οι αµοιβαίες υποψίες Ρώσων και Κινέζων θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε εκρηκτική σύγκρουση ήταν εκεί τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Και όµως, ο Κίσινγκερ µαζί µε τον κινέζο πρωθυπουργό Τσου εν Λάι άλλαξαν την κατάσταση. Μήπως όµως οι κινεζικοί φόβοι για τη ρωσική επιθετικότητα ήταν υπερβολικοί; «Οχι, καθόλου», λέει ο Κίσινγκερ σε συνέντευξή του στους «Financial Times», µε αφορµή την έκδοση του νέου βιβλίου του. «Και οι δύο πλευρές ήταν νευρικές, κάτι που έκανε την κατάσταση το 1969 πραγµατικά επικίνδυνη. Ο Μπρέζνιεφ φοβόταν τον κίνδυνο που µπορεί να αποτελέσει η Κίνα και ο Μάο φοβόταν τόσο πολύ µια πρώτη επίθεση των σοβιετικών ώστε σκόρπισε τους υπουργούς του σε όλη τη χώρα και κράτησε µόνο τον Τσου στο Πεκίνο».

O άνθρωπος που εργάστηκε παρασκηνιακά για να εξοµαλυνθούν οι σχέσεις Πεκίνου – Ουάσιγκτον εν µέσω του Ψυχρού Πολέµου και που ως σύµβουλος εθνικής ασφαλείας του Νίξον

Ο παλαίµαχος πολιτικός διαφωνεί µε τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Αραβική Ανοιξη

ταξίδεψε κρυφά στο Πεκίνο τον Ιούλιο του 1971 για να θέσει τέρµα στη διπλωµατική εχθρότητα 23 ετών µεταξύ των δύο χωρών, έχει διατηρήσει στενές επαφές µε όλους τους κινέζους ηγέτες έκτοτε, έχει επισκεφθεί το Πεκίνο περισσότερες από 50 φορές και παρακολουθεί την Κίνα να µετατρέπεται από φτωχή, αποµονωµένη χώρα σε υπερδύναµη που κρατά στα χέρια της µεγάλο µέρος της αµερικανικής οικονοµίας. Την Κίνα λοιπόν αφορά η αναλυτική ιστορία που έγραψε, από την κλασική εποχή της µέχρι σήµερα. Στο πρώτο κεφάλαιο αναδεικνύει πως η χώρα και ο πολιτισµός της οδηγούνται από τις αρχαίες παραδόσεις, αλλά τα άλλα κεφάλαια αφορούν τις δεκαετίες µετά το 1949, όπου δείχνει πως η παραδοσιακή κινεζική προσέγγιση στη διπλωµατία, τη στρατηγική και τις διαπραγµατεύσεις ισχύει και για τους σηµερινούς ηγέτες.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, λένε κάποιοι, είναι ότι ο ζήλος του να τονίσειτη µοναδικότητα της Κίνας, τον κάνει να παραλείπει πολλά. Η εισβολή στο Θιβέτ δεν αναφέρεται ποτέ και έτσι ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει γιατί ο ∆αλάι Λάµα αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του το1959. Ο µεγάλος λιµός στην Κίνα µεταξύ 1958 και 1962 κατά τον οποίο έχασαν τη ζωή τους δεκάδες εκατοµµύρια άνθρωποι αναφέρεται σε µια γραµµή, ενώ ακόµα και η περιγραφή της εξέγερσης της Πλατείας Τιενανµέν γίνεται χωρίς αναφορά σε νεκρούς. Για τον Ντενγκ Ξιαοπίνγκ και «την προσπάθειά του να πείσει τουςκοµµουνιστές να δεχθούν την αποκέντρωση και τη µεταρρύθµιση», οέµπειρος πολιτικός έχει µόνοεπαίνους. Ως πρόεδρος της Kissinger Associates, διεθνούς συµβουλευτικής εταιρείας µε µεγάλα επιχειρηµατικάσυµφέροντα στην Κίνα, ο Χένρι Κίσινγκερ σίγουρα δεν θέλει ναπροκαλέσει αντιδράσεις, ενώ επιθυµεί να εξασφαλίσει τη θέση του στην Ιστορία. Τι θα σκεφτόταν ο Μάο για τη σηµερινή Κίνα; «Θα ήτανπροβληµατισµένος. Πίστευε πραγµατικά στην ηθική αποστολή των Κινέζων. Πιστεύω ότι η ιδιοτέλεια των κινέζων γιάπηδων θα τον ενοχλούσε». ΘΕΩΡΕΙ ΟΤΙ Ο ΟΜΠΑΜΑ είναι ο λιγότερο σηµαντικός από τους δέκα προέδρους των ΗΠΑ που έχει γνωρίσει, επειδή στοπεριβάλλον του υπάρχουν αρκετοί για τους οποίους η υπεροχή της χώρας δεν αποτελεί προτεραιότητα. «Εγκαταλείψαµε απότοµα τον επί 30 χρόνια σύµµαχό µας Χόσνι Μουµπάρακ», παρατηρεί, «ενώ στη Λιβύη είχαµε µια συµφωνία µε τον Καντάφι την οποία αυτός τήρησε. Το ερώτηµα είναι:

“Αντε και νικήσαµε στη Λιβύη. Μετά τι;” Το να κάνεις έναν πόλεµο ως στρατηγική εξόδου είναι προσβλητικό. Αν δεν µπορείς να ορίσεις τον σκοπό ενός πολέµου, δεν θα έπρεπε να προχωρήσεις σε αυτόν». Κάτι ξέρει ο Κίσινγκερ από πολέµους. Αφιερώνει, χωρίς να δώσειεξηγήσεις, το 16ο βιβλίο του στονφίλο του σχεδιαστή Οσκαρ ντε λα Ρέντα και τη σύζυγό του. «Οι φίλοι µου είναι για πάντα», λέει. «Το ίδιο και οι εχθροί µου».

Οι τελευταίες συναντήσεις µε τον Μάο


«Οι δύο τελευταίες συναντήσεις µου µε τον Μάο έγιναν τον οκτώβριο και τον Δεκέµβριο του 1975 και δείχνουν την τεράστια ψυχική του δύναµη. Μιλούσε µεδυσκολία (έπασχε από την ασθένεια Λου Γκέρινγκ). ο Μάο γνώριζε ότι οι µέρες του ήταν µετρηµένες και ήθελε να εξασφαλίσει ότι το όραµά του θα µείνει ζωντανό. Μιλούσε µελαγχολικά για τα γηρατειά σαν να µην ήθελε να αναγνωρίσει ότι οι επιλογές του µειώνονταν. Καθώς η συνάντησή µας τελείωνε επανέλαβε την ορθότητα των επαναστατικών του απόψεων. “Δεν ξέρεις το ταµπεραµέντο µου. Μου αρέσει να µε βρίζουν οι άλλοι”, είπε χτυπώντας το χέριτου στο µπράτσο της πολυθρόνας. “Πρέπει να πεις ότι ο πρόεδρος Μάο είναι ένας γέρος γραφειοκράτης και µόνο τότε θα σε δεχθώ. Εάν δεν µε βρίσεις, δεν θα σε δω και θα κοιµηθώ ειρηνικά”. “αυτό µας είναι δύσκολο να το κάνουµε”, του απάντησα, “ιδιαίτερα να σας αποκαλέσουµε γραφειοκράτη”. Εκείνος ξαναχτύπησε το χέρι του: “Το επιβεβαιώνω. Θα είµαι χαρούµενος µόνον όταν όλοι οι ξένοι χτυπήσουν τη γροθιά στο τραπέζι και µε βρίσουν”».

Ο Κίσινγκερ για τον Μπίσµαρκ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΛΓΕΡΙΔΗΣ


ΟΤΑΝ Ο ΜΠΙΣΜΑΡΚ µπαίνει στην πολιτική σκηνή, η Ευρώπη ζει στον επαναστατικό πυρετό του 1848. Στο Παρίσι, ο Λουδοβίκος Φίλιππος εγκαταλείπει τον γαλλικό θρόνο για να φυγαδευτεί κακήν κακώς στην Αγγλία. Η ευρωπαϊκή ελίτ που ορκίζεται στο περίφηµο status quo βλέπει τους χειρότερους εφιάλτες της… Οταν ο Μπίσµαρκ γίνεται ο πρώτος καγκελάριος της Γερµανικής Αυτοκρατορίας (Ράιχ), το 1871, κάνει σκοπό της ζωής του την εξασφάλιση της γερµανικής υπεροχής στην ήπειρο και την αποµόνωση της Γαλλίας.

Στην πραγµατικότητα υπήρχαν πάντα δύο Μπίσµαρκ, γράφει ο Χένρι Κίσινγκερ στην πρόσφατη κριτική του στο «New York Times Books Review» για τη βιογραφία του µεγαλύτερου Πρώσου της Ιστορίας. Ο επαναστατικός πρωθυπουργός που το 1862 τα έβαλε µε τουςφιλελεύθερους της πατρίδας του, νίκησε την Αυστρία, τη ∆ανία και τη Γαλλία σε διαδοχικούς πολέµους και, µέσα σε εννιά χρόνια, ένωσε 25 γερµανικά πριγκιπάτα σε µία ενιαία αυτοκρατορία. Ολα αυτά χωρίς να µπει επικεφαλής στρατευµάτων – δεν εκπλήρωσε ποτέ τη θητεία του –, χωρίς ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και χωρίς προηγούµενη κυβερνητική θητεία (το ανώτερο αξίωµα στο οποίο έφτασε πριν γίνει πρωθυπουργός ήταν πρέσβης στη Ρωσία). Ο «δεύτερος» Μπίσµαρκ ήταν ο σιδηρούς καγκελάριος, που από ένα σηµείο και µετά προσπαθούσε να διασώσει το οικοδόµηµά του, «το σπουδαιότερο διπλωµατικό και πολιτικό επίτευγµα από οποιονδήποτε ηγέτη τους τελευταίους δύο αιώνες», όπως υπενθυµίζουν βιογράφος και κριτικός.

ΠΑΡΑ ΤΑ ΘΡΥΛΟΥΜΕΝΑ, ο επί 28 χρόνια καγκελάριος θα αναµορφώσει την Ευρώπη του 19ου αιώνα, επειδή δεν είναι απλώς και µόνον ένας στυγνός ρεαλιστής. «Η πρωτοτυπία του», σηµειώνει ο Κίσινγκερ, «ήταν ακριβώς το γεγονός ότι δεν ανήκε ούτε στο στρατόπεδο της ωµής ισχύος, ούτε σ’ εκείνο της ιδεολογίας. Αντιλαµβανόταν µια ευρύτερη ποικιλία παραγόντων που επηρεάζουν τις διεθνείς σχέσεις. Ορισµένοι αφορούσαν την ανακατανοµή δύναµης, άλλοι ανήκαν στην κατηγορία “ιδέες”».

Ο άνθρωπος που κάποτε υποσχέθηκε «σίδερο και αίµα» στους πολίτες του άφησε πίσω κείµενα εξαιρετικής ευθύτητας, «που µόνον η χρήση της αγγλικής γλώσσας από τον Τσώρτσιλ µπορεί να συγκριθεί µαζί τους», συνεχίζει ο αµερικανός διπλωµάτης. Μέχρι το τέλος αντιστέκεται στην ιδέα του προληπτικού πολέµου µε τη Ρωσία («αλίµονο στον ηγέτη τα επιχειρήµατα του οποίου δεν είναι το ίδιο πειστικά στο τέλος της µάχης απ’ ό,τι στην αρχή»). Ζει σε µια περίοδο κατά την οποία ο χρήσιµος στοχαστής δεν είναι ο Ντεκάρτ, αλλά ο ∆αρβίνος. Το σλόγκαν που βοηθάει δεν είναι το «“σκέφτοµαι, άρα υπάρχω”, αλλά η “επιβίωση του πιο δυνατού”».

Κατά την ανάγνωση της βιογραφίας ο Κίσινγκερ δεν θα αργήσει να ανακαλύψει τη νέµεση της επιτυχίας. Και τότε ξυπνάει µέσα του ο διαµορφωτής της realpolitik. «Η ανάδυση της ενωµένης Γερµανίας µείωσε την ευελιξία των ανεξάρτητων κρατών στην καρδιά της Ευρώπης. Η ενιαία Γερµανία ήταναρκετά ισχυρή για να νικήσει τους γείτονές της και να τους ωθήσει σε µία µεταξύ τους συµµαχία. Αλλά οι απανωτοί θρίαµβοι του Μπίσµαρκ περιόρισαν και τις πιθανότητες για µανούβρες στοπεδίο των διεθνώνσχέσεων».

Μία σειρά από µεγάλες προσδοκίες είχαν ηµεροµηνία λήξεως: η συµµαχία µε την Αυστρία, η Λίγκα των τριών Αυτοκρατοριών (Γερµανία, Αυστρία, Ρωσία). ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ της κριτικής, ο «Μπίσµαρκ της διπλωµατίας» κρατάει δύο ντισαβαντάζ. Το πρώτο είναι η αόρατη γραµµή που τραβάει ο βιογράφος για να ενώσει τον πρώσο ηγέτη µε τον Χίτλερ. Κι όµως, «ο Μπίσµαρκ ήταν ένας ορθολογιστής, ενώ ο Χίτλερ ένας ροµαντικός µηδενιστής. Η πεµπτουσία του πρώτου ήταν η αίσθηση των ορίων του και οι ασκήσεις ισορροπίας. Ο Χίτλερ, αντιθέτως, διακρινόταν για την έλλειψη του µέτρου. Η ιδέα να κατακτήσει την Ευρώπη δεν πέρασε ποτέ απ’ το µυαλό του Μπίσµαρκ. Ηταν, αντίθετα, µέρος εξαρχής του χιτλερικού οράµατος». Το δεύτερο είναι η εχθρικότητα του Στάινµπεργκ, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήµιο της Πενσιλβάνια, απέναντι στην ψυχοσύνθεση του ήρωά του, σε σηµείο ώστε να υπερτονίζει κάποια προσωπικά χούγια εις βάρος των στρατηγικών επιλογών του. Σαν να λέµε ότι κάποιος σήµερα βρίζει τον Κίσινγκερ επειδή είναι «µακιαβελικός» και «ανθέλληνας», σβήνοντας µονοµιάς το προσωπικό του success story στην παγκόσµια διπλωµατία.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.