ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΚΡΙΝΟ ΑΠΟΗΧΟ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ ΕΜΜΕΤΡΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΣΟΥΡΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΤΡΙΟΛΙΚΗ
ΓΡΑΦΙΔΑ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗ,
ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑΜΠΕΡΑΜΕΝΤΟ ΕΓΓΥΤΕΡΟ
ΣΤΟ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ
ΤΣΙΦΟΡΟΥ, Ο 52ΧΡΟΝΟΣ ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΕΝΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΞΑΝΑ
ΖΩΗ ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΘΑΜΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ. ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΑΣ ΜΕΤΡΑΕΙ
ΚΕΡΔΗ ΚΑΙ ΖΗΜΙΕΣ.
Είναι δύσκολο να ορίσουμε τη σύγχρονη σάτιρα, από τη στιγμή που σατιρικούς συγγραφείς δεν συναντάμε πλέον συχνότερα από λατερνατζήδες. Τείνουμε να τη συγχέουμε με την επιθεώρηση ή τη μετεπιθεώρηση (όπως αγαπάτε) και με τον Λάκη Λαζόπουλο ως ύψιστο θεράποντά της. Η σάτιρα όμωςσύμφωνα με τους θεμέλιους κανόνες του Τζόναθαν Σουίφτδεν περιορίζεται στο να διακωμωδήσει ή να παρωδήσει την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά οικοδομεί ένα παράλληλο σύμπαν, σκανδαλωδώς παρόμοιο με το δικό μας, μα και ταυτόχρονα διαφορετικό. Όμοια με τη γελοιογραφία, που αναδεικνύει το γκροτέσκο στα χαρακτηριστικά ενός προσώπου, η σάτιρα φλερτάρει με το εξωφρενικό και με το μαγικό της ραβδάκι μεταμορφώνει το ανοίκειο σε οικείο.

Ο Νίκος Κουνενής διακονεί αποκλειστικά τη σάτιρα, από την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, τηΔημόσια εγγραφή(Κοχλίας 2002), έως το φετινό του μυθιστόρημα, το δεύτερο κατά σειράν, τονΜύθο του Ηρακλή Σπίλου. Μα είναι πράγματι μυθιστόρημα;

Όχι ακριβώς. Είναι και δεν είναι. Ο Κουνενής το γνωρίζει και, ως σατιρικό γατόνι, σπεύδει να το ξεφωνίσει ο ίδιος πριν του το προσάψουμε εμείς. «Δεν θα επέτρεπα σε κανέναν να με θεωρήσει συμβατικό συγγραφέα» δηλώνει αυτοσαρκαζόμενο το alter ego του, ο πεζογράφος Ν. Α. Κόνικλος, «δέσμιο της αδιατάρακτης συνέχειας της πλοκής και του αφηγηματικού χρόνου, όπως την επέβαλαν και την υπηρέτησαν τα απαρχαιωμένα ρεύματα του ρομαντισμού, του νατουραλισμού και του ρεαλισμού». Πίσω από αυτήν τη σπουδαιοφανή δήλωση, που θα αυτοϋπονομεύσει λίγες γραμμές παρακάτω, ο Κουνενής συγκαλύπτει το γεγονός ότι οΜύθος του Ηρακλή Σπίλου είναι μάλλον μια συλλογή διηγημάτων- παρωδιών των δώδεκα άθλων του Ηρακλή, με χαλαρά δεσμά μεταξύ τους και δύο ανεξάρτητα μέρη, έναν πρόλογο κι έναν επίλογο, που προσδίδουν στο όλο εγχείρημα την απαιτούμενη μυθιστορηματική επίφαση. Ο Κουνενής θα μας έλεγε ότι το έκανε επίτηδεςόπως επίτηδες, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του αφηγηματικού μαστροχαλασμού, επέλεξε και να αφηγηθεί δύο από τους άθλους με ομοιοκατάληκτους στίχους, δίκην Σουρή. Πάμε πάσο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νίκος Κουνενής στοχοποιεί την τηλεοπτική δημοκρατία μας- αλλά είναι η πρώτη φορά που συγκεντρώνει εκεί όλα τα σατιρικά πυρά του. Τα τελευταία χρόνια είδαν πολλά τα ματάκια μας- και τα είδαν και τα (εξόχως παρατηρητικά) ματάκια του Κουνενή. Είδαμε τον Πρωθυπουργό να αναδιατάσσει το Υπουργικό του Συμβούλιο ανάλογα με τις τηλεοπτικές αποκαλύψεις της προηγούμενης νύχτας, είδαμε βουλευτές να στέλνουν απολογητικά υπομνήματα πρώτα στον αγαπημένο τους τηλεπαρουσιαστή κι έπειτα στην Κοινοβουλευτική τους Ομάδα. Η τηλεόραση, με διαρκή ανακύκλωση των εκπομπών της, σαν νοσηρό κονικλοτροφείο, δημιούργησε τους δικούς της ήρωες και τους επέβαλλε στους αποχαυνωμένους τηλεθεατές.