Η ιδανική αρτηριακή πίεση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το όριο του 120/80 mmHg. Ωστόσο, η επίσημη σύσταση είναι να διατηρείται χαμηλότερα από 140/90 mmHg στον γενικό πληθυσμό– και χαμηλότερη από 130/80 mmHg στους διαβητικούς και σε όσους πάσχουν από στεφανιαία νόσο.

Η τάση να θεωρούνται φυσιολογικές οι μικρότερες τιμές προέκυψε από τα πορίσματα μεγάλων επιδημιολογικών μελετών, στις οποίες αποδείχθηκε ότι τα άτομα με συστολική αρτηριακή πίεση (η «μεγάλη» πίεση) 110 mmHg είχαν μικρότερη πιθανότητα να πάθουν καρδιοεγκεφαλικά επεισόδια από τα άτομα που είχαν «μεγάλη» πίεση 130.

Η αρτηριακή πίεση πρακτικά εξαρτάται από την καλή λειτουργία της καρδιάς και των νεφρών, καθώς και από την ελαστικότητα των τοιχωμάτων των αρτηριών.

Οι τιμές της δεν είναι οι ίδιες κατά τη διάρκεια του 24ωρου, αλλά διακυμαίνονται αναλόγως με τη δραστηριότητα του κάθε ατόμου και άλλους παράγοντες. Κατά τη σωματική άσκηση, την κίνηση, τη συγκίνηση και το στρες, η πίεση ανεβαίνει. Αντιθέτως, κατά την ανάπαυση ή τον βαθύ ύπνο ελαττώνεται. Κατά τις πρωινές ώρες, εξάλλου, λίγο πριν από το ξύπνημα, συνήθως ανεβαίνει και διατηρείται υψηλή και αμέσως μετά.

Πολλές φορές ακόμα και η θέα του γιατρού με την άσπρη μπλούζα προκαλεί αύξηση της πίεσης, γεγονός το οποίο θεωρείται από πολλούς προστάδιο αρτηριακής υπέρτασης, έστω και αν ο εξεταζόμενος σε ηρεμία εμφανίζει φυσιολογική αρτηριακή πίεση.

Καταστροφή χωρίς συμπτώματα

Γενικά, η υπέρταση, σε οποιαδήποτε μορφή της, καταστρέφει τις αρτηρίες προκαλώντας στενώσεις ή ανευρύσματα και κουράζει την καρδιά, με αποτέλεσμα να οδηγεί εκ του ασφαλούς σε καρδιακή ανεπάρκεια.

Ένας από τους μύθους σχετικά με την υπέρταση είναι πως παρουσιάζει συμπτώματα. Η αλήθεια είναι πως σπάνια συμβαίνει αυτό. Δεν είναι τυχαίο που η υπέρταση ονομάζεται «σιωπηλός δολοφόνος».

Σύμφωνα με δεδομένα από το πρόγραμμα «Μήνας Χοληστερίνης» του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ) σε 50.000 ενηλίκους στην Ελλάδα, το 25% του πληθυσμού είναι υπερτασικοί.

Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη «Αττική» του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Αθηνών, το 37% των ανδρών και το 25% των γυναικών στη χώρα μας εμφανίζουν αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης.

Η συχνότητα της υπέρτασης αυξάνεται με την ηλικία.

Η θεραπεία

Το πρώτο βήμα της θεραπείας, πριν από την απόφαση για λήψη οποιουδήποτε φαρμάκου, είναι η υιοθέτηση ορισμένων μέτρων που αφορούν τον τρόπο ζωής.

Στην περίπτωση που κάποιος ασθενής είναι παχύσαρκος, θα πρέπει να χάσει τα περιττά του κιλά. Η απώλεια σωματικού βάρους είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού σωματικής άσκησης και σωστής δίαιτας, η οποία έχει επίκεντρο τη φυτική διατροφή που συμπληρώνεται με ψάρια και πουλερικά, αποκλείοντας τα γλυκά και τους πολλούς υδατάνθρακες (ψωμί, πατάτες κ.λπ.).

Η σωστή δίαιτα του υπερτασικού ασθενούς πρέπει να συμπληρώνεται με ελάττωση της πρόσληψης νατρίου, δηλαδή με ελάττωση του αλατιού και των αλμυρών φαγητών. Εξυπακούεται ότι, παράλληλα, πρέπει να αποφεύγεται η διατροφή με λιπαρές τροφές και οινοπνευματώδη, τα οποία αυξάνουν τη θερμιδική αξία των τροφών.

Εάν, παρ’ όλα αυτά, η αρτηριακή πίεση εξακολουθεί να παραμένει υψηλή, τότε αποφασίζεται η έναρξη της φαρμακευτικής θεραπείας.

Η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης που επιτυγχάνεται με τη χρήση αντιυπερτασικών φαρμάκων έχει σαν αποτέλεσμα την ελάττωση των επιπλοκών της υπέρτασης και τη σημαντική μείωση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας.

Τα φάρμακα που ρίχνουν την πίεση

Υπάρχουν πολλές κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων, κάθε μία από τις οποίες έχει ξεχωριστό τρόπο δράσης, καθώς και τις δικές της ενδείξεις και αντενδείξεις. Στους περισσότερους ασθενείς χρειάζονται είτε αρχικά είτε σε δεύτερο στάδιο συνδυασμοί φαρμάκων, διότι σήμερα προτιμούμε περισσότερα φάρμακα σε χαμηλές δόσεις παρά ένα φάρμακο στην υψηλότερη δυνατή δόση, διότι το γεγονός αυτό θα αύξανε τις δυνητικές ανεπιθύμητες ενέργειές του.

Τα φάρμακα που χορηγούνται για την αντιμετώπιση της υπέρτασης είναι τα εξής:

1. Διουρητικά. Είναι φάρμακα που προάγουν την αποβολή νατρίου από τους νεφρούς και υγρών από τον οργανισμό. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα θειαζιδικά διουρητικά (χλωροθειαζίδη, χλωροθαλιδόνη, υδροχλωροθειαζίδη, πολυθειαζίδη, ινταπαμίδη), τα διουρητικά αγκύλης (φουροσεμίδη, μπουμετανίδη), τα καλιοσυντηρητικά διουρητικά (αμιλορίδη) και οι ανταγωνιστές της αλδοστερόνης (επλερενόνη, σπιρονολακτόνη). Είναι αποτελεσματικά αντιυπερτασικά φάρμακα είτε σαν μονοθεραπεία (όταν χορηγούνται μόνα τους) είτε σε συνδυασμό με φάρμακα άλλων κατηγοριών. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για την αντιμετώπιση της μεμονωμένης συστολικής υπέρτασης (όταν δηλαδή είναι αυξημένη μόνο η «μεγάλη» πίεση) σε ηλικιωμένους ασθενείς, καθώς και σε ασθενείς με υπέρταση και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια για την ανακούφιση των συμπτωμάτων.

2. Β-αναστολείς (λέγονται και β-αποκλειστές). Είναι μία ομάδα φαρμάκων που εμποδίζουν την επίδραση της ορμόνης αδρεναλίνη στους επονομαζόμενους βήτα-υποδοχείς της καρδιάς, των πνευμόνων και των αιμοφόρων αγγείων. Τα φάρμακα αυτά επιβραδύνουν τον καρδιακό ρυθμό και μειώνουν την αρτηριακή πίεση, κυρίως κατά τη διάρκεια της φυσικής δραστηριότητας. Οι β-αναστολείς ενδείκνυνται ιδιαίτερα σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο (με στηθάγχη ή έπειτα από έμφραγμα μυοκαρδίου), καθώς και σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν απλοί β-αναστολείς (ατενολόλη, μπεταξολόλη, μπισοπρολόλη, μετοπρολόλη, νεμπιβολόλη, οξπρενολόλη, προπρανολόλη), β-αναστολείς με εγγενή συμπαθητικομιμητική δράση (πινδολόλη, σελιπρολόλη) και αναστολείς των α- και β-υποδοχέων (καρβεντιλόλη).

3. Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (Α-ΜΕΑ). Τα φάρμακα αυτά εμποδίζουν τη δράση ενός ενζύμου (λέγεται ACE) απαραίτητου για τη σύνθεση της αγγειοτασίνης ΙΙ _ μιας ορμόνης η οποία προκαλεί σύσπαση των αγγείων με αποτέλεσμα να αυξάνει την αρτηριακή πίεση. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα φάρμακα εναλαπρίλη, ιμιδαπρίλη, καπτοπρίλη, κιναπρίλη, λισινοπρίλη, μπεναζεπρίλη, περινδοπρίλη, ραμιπρίλη, σιλαζαπρίλη, τραντολαπρίλη και φοσινοπρίλη. Οι Α-ΜΕΑ συνιστώνται ιδιαίτερα σε περίπτωση καρδιακής ανεπάρκειας.

4. Ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (ΑΤ-ΙΙ). Τα φάρμακα αυτά επίσης στοχεύουν την αγγειοτασίνη, αλλά αντί να δεσμεύουν το ένζυμό της, δεσμεύουν τους κυτταρικούς υποδοχείς της. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η βαλσαρτάνη, η επροσαρτάνη, η ιρβεσαρτάνη, η καντεσαρτάνη, η λοσαρτάνη και η τελμισαρτάνη.

5. Ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου. Τα φάρμακα αυτά επιβραδύνουν τον ρυθμό με τον οποίο εισέρχεται ασβέστιο στα σωματικά κύτταρα, κυρίως στα κύτταρα της καρδιάς και των τοιχωμάτων των αγγείων, ενώ διαστέλλουν τις στεφανιαίες αρτηρίες και βελτιώνουν τη ροή αίματος στον καρδιακό μυ. Είναι δύο ειδών: οι μη διυδροπυριδίνες (βεραπαμίλη, διλτιαζέμη) και οι διυδροπυριδίνες (αμλοδιπίνη, ισραδιπίνη, λασιδιπίνη, λερκανιδιπίνη, νισολδιπίνη, νιτρενδιπίνη, νιφεδιπίνη, φελοδιπίνη). Οι διυδροπυριδίνες είναι χρήσιμες σε συστολική υπέρταση σε ηλικιωμένους όταν αντενδείκνυνται οι θειαζίδες σε μικρή δόση, ενώ οι μη διυδροπυριδίνες μπορεί να είναι χρήσιμες σε στηθάγχη.

6. Αναστολείς της ρενίνης. Δρουν στο σημείο ενεργοποίησης του βασικού συστήματος ρύθμισης της πίεσης (λέγεται σύστημα της ρενίνης). Στην κατηγορία αυτή ανήκει το φάρμακο αλισκιρένη.

7. Α1-αναστολείς. Τα φάρμακα αυτά χαλαρώνουν τους μυς του προστάτη με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η διούρηση σε άτομα που πάσχουν από καλοήθη υπερπλασία του προστάτη. Παράλληλα εμφανίζουν αντιυπερτασική δράση μέσω της χαλάρωσης των λείων μυϊκών ινών των αρτηριών. Στην κατηγορία των α1-αναστολέων ανήκουν η πραζοσίνη και η τεραζοσίνη. Δεν θεωρούνται φάρμακα πρώτης επιλογής και αυτά στην αντιμετώπιση της υπέρτασης.

8. Κεντρικώς δρώντα αντιαδρενεργικά (ή αντιυπερτασικά με κεντρική δράση). Τα φάρμακα αυτά δρουν σε συγκεκριμένους υποδοχείς και δομές του εγκεφάλου (αγγειοκινητικό κέντρο στο στέλεχος του εγκεφάλου, υποθάλαμος), επηρεάζοντας ορισμένες λειτουργίες (εκροή συμπαθητικών εκφορτίσεων, απελευθέρωση νοραδρεναλίνης), ελαττώνοντας έτσι την αρτηριακή πίεση και την καρδιακή συχνότητα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η κλονιδίνη και η μεθυλντόπα. Δεν θεωρούνται φάρμακα πρώτης επιλογής και αυτά στην αντιμετώπιση της υπέρτασης.

9. Αγγειοδιασταλτικά. Τα φάρμακα αυτά διαστέλλουν τα αγγεία δρώντας απευθείας στις λείες μυϊκές ίνες των αρτηριών κυρίως, με μικρή επίδραση στα φλεβικά δίκτυα. Χορηγούνται συνήθως σε ασθενείς με βαριά υπέρταση, ανθεκτική στη φαρμακευτική θεραπεία, ως επικουρική φαρμακευτική αγωγή. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η υδραλαζίνη, η μινοξιδίλη, η διαζοξίδη και το νιτροπρωσικό νάτριο.

Συνδυασμοί φαρμάκων

Για να μειωθούν οι πιθανότητες εκδηλώσεως ανεπιθύμητων ενεργειών, χρησιμοποιούνται ολοένα περισσότερο έτοιμοι συνδυασμοί φαρμάκων, καθώς η δράση της μιας κατηγορίας αντιυπερτασικών φαρμάκων συχνά εξουδετερώνει τις ανεπιθύμητες ενέργειες μιας άλλης.

Οι συνδυασμοί είναι οι εξής:

* Θειαζιδικό Διουρητικό με Α-ΜΕΑ

* Θειαζιδικό Διουρητικό με ΑΤ ΙΙ

* Θειαζιδικό Διουρητικό με β-Αποκλειστή

* Θειαζιδικό Διουρητικό με Ανταγωνιστή διαύλων Ασβεστίου

* Ανταγωνιστής διαύλων Ασβεστίου με Α-ΜΕΑ

* Ανταγωνιστής διαύλων Ασβεστίου με ΑΤ-ΙΙ

* Β-Αποκλειστής με Ανταγωνιστή διαύλων Ασβεστίου

Τα απαιτούμενα μέτρα πρόληψης

Ορισμένους από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην εκδήλωση της αρτηριακής υπέρτασης δεν μπορούμε να τους επηρεάσουμε με κανένα τρόπο. Με την αύξηση λ.χ. της ηλικίας, οι αρτηρίες μας σκληραίνουν και η πίεση μας αυξάνεται. Η ηλικία, λοιπόν, είναι ένας παράγοντας που, δυστυχώς, δεν μπορούμε να επηρεάσουμε.

Ένας δεύτερος παράγοντας είναι οι γονείς μας. Στην επιστημονική κοινότητα έχει πλέον συμφωνηθεί πως υπάρχουν γονίδια που ευθύνονται για την αρτηριακή υπέρταση και εξηγούν την κληρονομική επιβάρυνση που παρατηρούμε στα άτομα με την εν λόγω πάθηση.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν παράγοντες που αυξάνουν την αρτηριακή πίεση και είναι αποκλειστικά στο χέρι μας να τους αντιμετωπίσουμε. Τέτοιοι είναι η υπερβολική κατανάλωση αλατιού και ζωικών λιπών, η αύξηση του σωματικού βάρους, το κάπνισμα, η έλλειψη σωματικής άσκησης, καθώς και οι έντονες ψυχικές καταπονήσεις _ το γνωστό σε όλους μας στρες.

Τα μέτρα που συμβάλλουν στην πρόληψη της αρτηριακής υπέρτασης είναι εκείνα που συμβάλλουν και στη θεραπεία τής ήδη ανεπτυγμένης νόσου. Αυτά είναι τα εξής:

1. Απώλεια σωματικού βάρους στους παχύσαρκους.

2. Μείωση του αλατιού στη διατροφή μας.

3. Αύξηση καλίου.

4. Μείωση της κατανάλωσης λιπαρών τροφών, κυρίως των ζωικών λιπών και ενθάρρυνση της κατανάλωσης ψαριών.

5. Περιορισμένη χρήση οινοπνεύματος. Το οινόπνευμα, ημερησίως, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 20-30 γραμμάρια. Αυτό σημαίνει όχι περισσότερα από δύο ποτά την ημέρα.

6. Αποφυγή της υπερκατανάλωσης καφέ. Γενικά η κατανάλωση καφέ δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο φλιτζάνια ημερησίως.

7. Σωματική άσκηση. Η άσκηση πρέπει να είναι συστηματική και όχι περιστασιακή. Γενικά θεωρείται πως είναι ικανοποιητική όταν περιλαμβάνει μέτριας έντασης άσκηση, όπως περπάτημα, κολύμπι ή ποδήλατο, επί 30 έως 45 λεπτά, 3 έως 5 φορές την εβδομάδα.

8. Αποφυγή του καπνίσματος.

Οι προσπάθειες για την υιοθέτηση των παραπάνω μέτρων συνιστούν, ομολογουμένως, ένα δύσκολο έργο όχι μόνο γι’ αυτόν που θα τα εφαρμόσει, αλλά και για τον γιατρό ή τον ειδικό διαιτολόγο που θα τα «διδάξει». Κι αυτό γιατί, όπως είναι φανερό, δεν αποτελούν αποσπασματικά μέτρα, αλλά προτείνονται ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και διατροφής που είναι δύσκολο να υιοθετηθούν. Αρκεί να σημειώσουμε ότι οι δυσκολίες τού να διατηρήσει κάποιος το βάρος του σε χαμηλά επίπεδα, είναι μεγαλύτερες από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει εν όσω προσπαθεί να χάσει τα περιττά του κιλά.

Αριθμοί

* 1 στους 4 ενήλικες στην Ελλάδα πάσχει από υπέρταση

* 972 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν υπέρταση

* 2,3 εκατομμύρια Έλληνες είναι υπερτασικοί

* 90% πιθανότητες έχει κάθε άτομο ηλικίας άνω των 55 ετών να παρουσιάσει υπέρταση

* κάτω από 130/80 mmHg πρέπει να είναι η πίεση των διαβητικών

* κάτω από 120/80 mmHg είναι η ιδανική πίεση για διαβητικούς και μη

* Με κάθε αύξηση της «μεγάλης» πίεσης κατά 20 mmHg αυξάνεται ο κίνδυνος για:

Έμφραγμα 2 φορές

Εγκεφαλικό3,8 φορές

Νεφρική βλάβη2 φορές

Μείωση κινδύνου όταν ρυθμίζεται η υπέρταση

Κατά 40% για εγκεφαλικό

Κατά 20% για έμφραγμα

Παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη υπέρτασης

* Ηλικία

* Οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης

* Παχυσαρκία

* Καθιστική ζωή

* Κάπνισμα

* Υπερκατανάλωση άλατος

* Υπερκατανάλωση αλκοόλ

* Στρες

ΟΔημήτρης Ρίχτερ είναι διευθυντής τηςΚαρδιολογικής Κλινικής στην Ευρωκλινική Αθηνών και πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας Πρόληψης Στεφανιαίας Νόσου της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.