Για το ξεπούλημα της μουσικής, τα λάιβ και τη ζωή μιλάει ο Μανώλης Λιδάκης
Είναι διπλοτσεκαρισμένο πως είναι μία από τις μεγάλες φωνές του ελληνικού τραγουδιού. Το ΄χει ο άνθρωπος εδώ και χρόνια. Είναι ψύχραιμος μ΄ αυτό. Κι όταν είναι στο κέντρο της (μουσικής) σκηνής, λένε, ξεπλένεται από πάνω σου όλη εκείνη η γλίτσα από τα μουσικά σκουπίδια που σου κολλάνε, θες- δεν θες. Τι κάνει όταν δεν είναι στη σκηνή μαζί με τα τραγούδια του; «Να σου πω τι κάνω», απαντά. «Τα τελευταία χρόνια αντί να ασχοληθώ με το πώς να ετοιμάσω καινούργια τραγούδια, μελετάω συνεχώς μουσική, πάω σιγά σιγά, γιατί πρέπει κανείς να συνειδητοποιεί την ασημαντότητά του. Δεν είμαστε αθάνατοι και δεν μπορώ να δεχτώ να συμπεριφέρονται κάποιοι έτσι».
«Όλοι λένε ότι η δισκογραφία καταρρέει. Εγώ νομίζω ότι κατέρρευσε ήδη- και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν πάντα κάποιοι που θα συνεχίσουν να ηχογραφούν καλά πράγματα, αλλά μέσα σε αυτό το ερειπωμένο οικοδόμημα της δισκογραφίας, η μαγκιά αυτών είναι να μπορέσουν να ανακαλύψουν μερικούς θησαυρούς». Πώς αντιστέκεσαι, όμως; Πώς το παλεύεις; Δεν έχει κόστος αυτό;
«Ο στόχος, εκεί έξω, είναι το χρήμα, δεν υπάρχει αμφιβολία, κι εγώ προϊόν είμαι, το αναγνωρίζω, κι εγώ θέλω να πουλήσω, δεν ξεπουλιέμαι όμως, αυτοί ξεπουλήθηκαν κανονικά».
Μέσα στο σκηνικό λοιπόν, που μπάζει από παντού λαϊκοπόπ και φυσάει ριάλιτι τραγουδιού και νέων σταρ τα τελευταία χρόνια, ο Λιδάκης κάνει το «Κόκκινο Ακρογιάλι» με τα κρητικά- «ένα δίσκο αδιαφήμιστο, που έγινε χρυσός από στόμα σε στόμα… γιατί δεν ήθελα να γίνει με τοποθετήσεις», λέει- κάνει τους «Θεατρικούς Μύθους» του Μάνου Χατζιδάκι όπου ερμηνεύει τον Καπετάν Μιχάλη, και το πιο πρόσφατο «Αυστηρώς Λαϊκόν», έναν ωραίο, καθαρό λαϊκό δίσκο. Δείχνει, με άλλα λόγια, ξεκάθαρα πού ακριβώς στέκεται και τι είναι αυτό που τον νοιάζει.
«Φαίνεται, νομίζω, η πρόθεσή μου και η αγωνία μου να μπορέσω να γίνω ταχυδρόμος,
Ο Μανώλης Λιδάκης μετράει πάνω από 400 τραγούδια στο ρεπερτόριό του σε έναν πρώτο απολογισμό
ώστε κάποια πράγματα αξιόλογα να μείνουν. Φαίνεται πως δεν έχω κάποιο ιδιοτελή σκοπό, παρ΄ ότι αυτή είναι η δουλειά μου, από αυτό ζω», λέει.
«Μην το βλέπεις- συμπληρώνει κάποια στιγμή- κι εγώ μέλος του θιάσου είμαι».
Δηλαδή; Οι εποχές του Τσιτσάνη πέρασαν ανεπιστρεπτί;
«Ήταν άλλες εποχές, αυτό είναι σίγουρο, τα τραγούδια γίνονταν επιτυχίες από στόμα σε στόμα, όμως με ένα τρόπο είναι σαν να επιστρέφουμε στο ίδιο σημείο, πλέον οι άνθρωποι δεν αγοράζουν δίσκους. Είμαι υπέρ του Ίντερνετ και όλα αυτά, αλλά η ένστασή μου είναι ότι πρέπει κανείς να καταλάβει τι σημαίνει μουσική και τι καλλιτέχνης, και ότι καλλιτέχνης δεν είναι ο καθένας που δεν έχει τι να κάνει στη ζωή του, παίρνει ένα μικρόφωνο και τραγουδάει. Η επιτυχία θέλει ωριμότητα».
Και αντοχές και επιμονή, και σκέφτομαι τώρα να «χτυπήσω» τα κρητικά αντανακλαστικά του, και τον ρωτάω ευθέως «ποιος σκότωσε τελικά το λαϊκό τραγούδι». Ο Μανώλης παίρνει μια ανάσα. «Πρωτίστως όλοι αυτοί που τραβάνε από το αυτί τούς τραγουδιστές και τους λένε αυτό θα πεις, γιατί στο επιβάλλω εγώ, που σκέφτονται ότι, ξέρεις, πρέπει να παρουσιάσουμε κάτι καινούργιο και πάνω σε ένα ζεϊμπέκικο βάζουν επτά πλέι μπακ από ηλεκτρικές κιθάρες να ουρλιάζουν… Αυτοί οι πέντε “έξυπνοι” που αποφάσισαν ότι αυτά θέλει ο κόσμος και αυτά του δίνουμε, και αυτός ήταν ο θάνατος του καλλιτεχνικού γούστου. Συνεπώς, την πληρώνει και το λαϊκό τραγούδι».
Μετά περιγράφει την κατάσταση όπου μπερδεύουν το λαϊκό με το σκυλάδικο, τα πρωινάδικα με τα τσιφτετέλια, που «ξυπνάς το πρωί, ανοίγεις την τηλεόραση και λες, τι έγινε; Τι ώρα είναι;».
Είναι για να πουλήσουν όλα αυτά. Γι΄ αυτό γίνεται όλη η ιστορία.
«Μα, δεν πουλάνε. Τίποτε δεν πουλάει».
Βυζάντιο, ροκ και Χαρούλα
Υπάρχουν κάποιοι μοναχικοί δρόμοι, άλλοι πιο πολύ, άλλοι πιο λίγο, που σε βγάζουν προς τις καλές όχθες του ελληνικού τραγουδιού. Η πορεία του Μανώλη Λιδάκη αυτά τα χρόνια έχει σχέση με τις καταβολές του. «Είναι η βυζαντινή μουσική, οι Κings Flowers που έπαιζαν από Βeatles ώς Ρink Floyd (ναι, και ροκ!) και η μεγάλη τραγουδιστική σχολή, που είναι για μένα η Χάρις Αλεξίου. Από την τεχνική της έχω πάρει πάρα πολλά, υπήρξε χωρίς να το ξέρει, η δασκάλα μου. Μπορεί να πει πολλά και διαφορετικά πράγματα αυτή η φωνή, χωρίς ποτέ να ενοχλήσει». Και μετά το γενικεύει, με ένα τρόπο που σίγουρα δεν καλύπτει τη μαζική παράκρουση της σουξευστερίας. «Ο τραγουδιστής- λέει με χαμηλή φωνή, σχεδόν εμπιστευτικά- είναι ένα μουσικό όργανο που πρέπει να υπηρετήσει αυτό που του δίνεται, όχι να το καπελώσει».







