ΞΥΠΝΑΩ, προχθές Πέμπτη, πίνω έναν καφέ με κάτι αηδίες γεμιστές με γεύση

φράουλας. H μέρα είναι μπροστά μου. Να γράψω κείμενα, να παραδώσω επεισόδια,

να κυνηγήσω τον ηλεκτρολόγο για ένα βύσμα τηλεφώνου, να πάρω ένα παυσίπονο

γιατί το κεφάλι μου έχει θρυμματιστεί σε χίλια κομμάτια. Συννεφιά έξω. Αυτή η

κατήφεια, αυτή η μουρτζούφλα: Ένας καιρός σαν κακοπληρωμένος δημόσιος

υπάλληλος. H διάθεσή μου στο ναδίρ. Τα νεύρα μου μισό βήμα πριν τον Καρυωτάκη.

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και στα

κεραμίδια. Τέτοιο κέφι, τέτοιο μπρίο!

Ανοίγω το μάτι, ανοίγω και την τηλεόραση. H οποία διακατέχεται από το σύνδρομο

της ανεξέλεγκτης υστερίας. Όλοι οι τρελοί στην πίστα! Τι γέλια, τι φωνές, τι

γλέντια οι παρουσιαστές! Όλες του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό τους!

Κι όλοι ντυμένοι αποκριάτικα!

Μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, μέσα από γερτά παντζούρια, γρίλιες και ημίφως,

εισβάλουνε μασκαράδες, με τις μουτσούνες και τις ροκάνες στη διαπασών.

Βασίλισσες, πριγκίπισσες, γοργόνες, Ζορό, Ινδιάνοι και μια αραπίνα που έλεγε

τα ζώδια. Ναι, κανονικά. Βγήκε τώρα η αραπίνα σοβαρότατη «να προσέχουν οι

Κριοί που είναι παρορμητικοί!». Συν κάτι άλλα όντα, γύρω – τριγύρω με στολές

αδιευκρινίστου ύφους. ΟΥΦΟ που ζουν ανάμεσά μας!

Μπροστά σε όλο αυτό το αισθητικό συμπούρδουκλο – ακόμα και το κιτς

υποκλίνεται: Λαμέ, παγιέτες, πράσινο λαχανί, ροζ κιλοτί, μπαλόνια, φτερά και

πούπουλα. Μιλάμε για το φτηνιάρικο, το πιασμένο πρόχειρα με παραμάνες, το

καραγυαλιστερό! Μιλάμε για την αισθητική της φόδρας!

Κατέκλυσε το δωμάτιο μια ανακυκλούμενη φοδρίλα! H οποία φοδρίλα να ουρλιάζει

μες στο αυτί μου: «Να τσικνίσετε, να τσικνίσετε!». Μια ώρα το ρήμα «τσικνίζω».

Σε όλους τους χρόνους και τα πρόσωπα. Τσικνίζω, τσίκνιζα, θα τσικνίσω,

τσίκνισα – το «τσετσίκνισα» μόνο τη γλίτωσε!

KOITA NA ΔΕΙΣ, φιλενάδα! Τσικνοπέμπτη! Διότι τι του λείπει του ψωριάρη

σε αυτή την ευνομούμενη κοινωνία; Το τσίκνισμα! Όλοι οι συνταξιούχοι στις

χασαποταβέρνες. Όλοι οι δανειολήπτες στα Βλάχικα της Βάρης. Με τέσσερα και με

πέντε κατοστάρικα τον μήνα – άμα δεν το χτυπήσει ο άνεργος το παϊδάκι, ποιος

θα το χτυπήσει; H γιαγιά που φτύνει αίμα για να βάλει ένα μαρούλι στο δίχτυ

της, δεν θα τη γονατίσει την μπριζόλα; Και μάλιστα ντυμένη κολομπίνα; (Αυτό να

δω: Μια γρια κολομπίνα με το κοψίδι στο στόμα – και να τα κλείσω τα τεφτέρια

μου με την κοινή λογική!).

Πέμπτη πρωί, ξύπνησα μες στη φοδρίλα και την τσίκνα. Τετάρτη νύχτα, κοιμήθηκα

με την Ακτή Ξαβερίου. Οδομαχίες, δακρυγόνα, ξύλο, γνωστοί άγνωστοι, συνήθεις

ύποπτοι κι ο κοινωνικός διάλογος στα πέντε Τάρταρα. Δίκιο έχουν οι ναυτικοί

που τρέμουν μην τους σωριαστεί το NAT στο κεφάλι. Δίκιο έχουν κι οι νησιώτες

που ξέμειναν από τρόφιμα και φάρμακα. Όλοι δίκιο έχουν. Γιατί το δίκιο ποτέ

δεν είναι ένα. (Μακάρι να ήταν. H ζωή μας θα φορούσε ένα κομψό σύνολο άσπρο –

μαύρο κι όλες οι άλλες αποχρώσεις θα πήγαιναν στα τσακίδια).

ΠΩΣ ΣΥΝΥΠΑΡΧΕΙ τώρα όλο αυτό; Μέσα σε έναν εγκέφαλο περιορισμένης

ευθύνης σαν τον δικό μου – πώς να χωρέσουνε και η απόγνωση και το ξεπούρλεμα;

Πώς να κάτσουνε σε διπλανά στασίδια η βία και το τριαλαρό; Και τελικά – ποιοι

ζουν σε λάθος χώρα; Ο ναυτεργάτης ή η κολομπίνα; Ο συνταξιούχος ή η βασίλισσα

της νύχτας; Ο άνεργος ή ο Ρομπέν των Δασών; Αυτά τα ΟΥΦΟ από πού αντλούν

τέτοιο κέφι; Πώς υπάρχουν ακόμα; Πώς ζουν ανάμεσά μας; Αυτά τα X-Files τα

εκτός τόπου και χρόνου; Το πλατύ τους χαμόγελο είναι το φυσικό τους; Ή είναι

μάσκα ισοβίως χαραγμένη στο πρόσωπό τους; Σαν τον «Άνθρωπο που γελά» του

Ουγκώ;

Άντε μπράβο, παιδιά! Άντε έτσι όπως είστε με τα κομφετί και τις καραμούζες!

Ξεχάστε τα Βλάχικα της Βάρης! Σαπίζουν που σαπίζουν τα κρέατα στις νταλίκες.

Δεν πάμε όλοι μαζί να τσικνίσουμε στην Ακτή Ξαβερίου;