Ανοίγω τα μάτια μου και συνειδητοποιώ πως είμαι σκεπασμένος μ’ ένα σάβανο. Τα

σάλια μου έχουν ξεραθεί στην άκρη των χειλιών μου κι αισθάνομαι τη γλώσσα μου

σαν μαραμένο φύλλο τσουκνίδας. Το μαξιλάρι κάτω απ’ το κεφάλι μου είναι

νοτισμένο. Οι ευωδιές του καλοκαιριού, που εισβάλλουν απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα,

ανάμεικτες με την ξινίλα του ιδρώτα μου και τις αναθυμιάσεις της φρέσκιας

λαδομπογιάς μ’ αναγουλιάζουν. Κι από μακριά φτάνει αγέρωχο το ολυμπιακό

τραγούδι, η συνεχής επανάληψη του οποίου μου προκαλεί ναυτία. Νιώθω το σώμα

μου να πονάει, τα μάτια μου να καίνε, την κύστη μου να ‘ναι πρησμένη από τα

ούρα, το μυαλό μου σαν φρεάτιο υπονόμου… Απ’ όλ’ αυτά, γι’ ακόμα μια φορά,

καταλαβαίνω πως είμαι ζωντανός.

Έξω απ’ το σλίπινγκ μπαγκ κουρτίνες πλαστικές οριοθετούν ένα χώρο λίγο

μεγαλύτερο απ’ την επιφάνεια του κρεβατιού, στην ουσία ένα δεύτερο σλίπινγκ

μπαγκ. Κοιτάζω μέσα από τ’ ανοιχτό φερμουάρ, σαν μέσα από την καμινάδα ενός

αιματοβαμμένου μεταλλουργείου… κοιτάζω το ταβάνι, άσπρο με κίτρινες σκιές

από τον ήλιο που πάει να δύσει! Κοιτάζω και το πάτωμα, καλυμμένο με πλακάκια

που, λόγω της ώρας, μιμούνται μια σκοτεινή απόχρωση του γαλάζιου. Πάνω απ’ το

δεύτερο σλίπινγκ μπαγκ ένα τρίτο, ο θάλαμος, πάνω από αυτόν ένα τέταρτο, το

κτίριο, ένα πέμπτο, η πατρίδα μου και ούτω καθεξής. Και όλα αυτά να τα

διαπερνάει σαδιστικά το ίδιο τραγούδι, που εννοεί να δέσει κόμπους το χρόνο με

τη μουσική.

Προσπαθώ να σηκωθώ, αλλά δεν έχω δυνάμεις. Φέρνω τα χέρια στο κεφάλι μου, τα

μαλλιά μου, μόλις ήρθαμε μου τα κούρεψαν με την «ψιλή». Κλείνω τα μάτια και

μουρμουρίζω «Δαλιδά!». Και πάλι, πιο δυνατά, «Δαλιδά!».

H Γκόλντι συλλαμβάνει τα κύματα της απόγνωσής μου και καταφτάνει κουβαλώντας

το καροτσάκι με τα φαγητά. «Καλήν εσπέρα, άρχοντα!», μου λέει. Τοποθετεί

μπροστά μου ένα δίσκο που περιέχει ένα σάντουιτς Ντόντις, μια κόκα κόλα και

μια χαρτοπετσέτα. H χαρτοπετσέτα στο εξωτερικό της φύλλο έχει ένα σκίτσο με

την Ολυμπιακή Φλόγα κι από κάτω είναι γραμμένο τ’ όνομα τής πρωτεύουσας και η

φετινή χρονιά. «Πώς αισθάνεσαι;», μου λέει τάχα κεφάτα. «Γυρίζει το κεφάλι

μου!», της απαντώ. «Είναι απ’ την ξάπλα, κύριε! Μάγκωσε ο αυχένας σου απ΄ την

ξάπλα!»… «Πονάει κι η μέση μου!», της λέω. «Τα πόδια μου και τα νεφρά

μου…». «Εγώ σου λέω ότι είσαι μια χαρά! Έξω έχει 34 βαθμούς Κελσίου, η Αθήνα

βράζει!». «Μετάνιωσα που ήρθα», μουρμουρίζω. «Παράτησες αφύλακτη την περιουσία

σου!», με ειρωνεύεται. «Μεθαύριο το βράδυ πάντως όλοι θα γυρίσουμε στα σπίτια

μας. Έφαγες το γάιδαρο, τώρα θα φας και την ουρά! Αν θες να ξέρεις όμως…

αυτό το μέρος, φίλε, θα το ψάχνουμε! Εξακόσια μέτρα ύψος, ανάμεσα στα δέντρα.

Στο βάθος η λίμνη, ψαράδες, ποδήλατα, έρωτες… Μακάρι να έβγαινες να τα

απολαύσεις. Μακάρι να περνούσαμε όλη την υπόλοιπη ζωή μας εδώ! Μα μεθαύριο

φεύγουμε. Δυστυχώς, αυτό το μέρος υπήρξε μόνο μια όαση, μια στάση υπεραστικού

λεωφορείου!». Πιάνει το μπουκάλι με το νερό και γεμίζει ένα πλαστικό ποτήρι.

«Στο όνειρό μου είδα τη Δαλιδά!», της λέω. Χασκογελάει, «Εκείνη μπορεί να

περνάει πιο καλά κι από σένα. Ίσως μεθαύριο θα σε περιμένει στην Ομόνοια, να

κατεβείς απ’ το λεωφορείο και να φύγετε παρέα! Δεν ξέρω πού θα πάτε, κι εγώ

όμως δεν μπορώ να σας φιλοξενήσω… Γι’ αυτό σου λέω, αυτό το μέρος θα το

θυμόμαστε για τα καλά…».

Ανασκουμπώνεται και με υποβαστάζει να καθήσω στο κρεβάτι. «Ντόντις με τζατζίκι

κι αγγουράκι!», παινεύει το κατασκεύασμα που θα φάω. «Ο πιο μεγάλος σπόνσορας

των Αγώνων! Τελικά, οι κάρτες που θα μας δώσουν θα είναι εξάμηνες! Ένα μενού

τη μέρα τσάμπα! Σε όποιο κατάστημα της αλυσίδας γουστάρουμε. Και με σαλάτα!

Πόσες φορές τη μέρα έτρωγες πριν έρθουμε εδώ;»…

«Δεν μου λες… Δοκίμασες ποτέ τσαμ τσικιρέ;». «Τι είναι αυτό, κανένα

υπονοούμενο;». «Έτσι λένε στην πατρίδα μου το σάμαλι!». «Το θυμάσαι τώρα…».

«Ερχόταν ο μάστορας στο γήπεδο, με το ταψί στο κεφάλι του, και το πουλούσε

κομμάτι, κομμάτι. Καμωμένο από αλεύρι πρώτης ποιότητας!». «Το σάμαλι

φτιάχνεται από χοντρό σιμιγδάλι!». «Από χοντρό σιμιγδάλι, λοιπόν! Και ξέρεις

πώς τον έλεγαν αυτόν που το πουλούσε; Τον έλεγαν κι εκείνον Τσαμ Τσικιρέ! Δεν

είναι αστείο; Κύριε Τσαμ Τσικιρέ, θέλω ένα τσαμ τσικιρέ!». «Εγώ τα τελευταία

χρόνια έτρωγα ό,τι έβρισκα, αν έβρισκα… Αλλά σ’ αυτό το Πρόγραμμα που ήρθαμε

μας κακόμαθαν, βάλαμε κιλά, θα μας χαλάσουν την υπόλοιπη ζωή μας…». «Σκέψου

να μπορούσαμε να πηγαίνουμε κάθε φορά εκεί που γίνονται Ολυμπιακοί Αγώνες!».

«Ένα μήνα χωρίς έγνοιες, χωρίς να ψάχνουμε μέσα στα σκουπίδια, χωρίς να

ζητιανεύουμε… Πάντως τη φετινή τύχη μας θα τη θυμόμαστε και θα πονάμε! Μόνο

τον κώλο που δεν μας σκούπιζαν!».

Αρχίζω να τρώω αργά το σάντουιτς και πίνω κόκα κόλα. Εκείνη απομακρύνεται για

μια στιγμή και επιστρέφει κρατώντας ένα «πι». «Πού είναι οι άλλοι;», τη ρωτάω.

«Μπροστά στη γιγαντοοθόνη. Και κάνα δυο στην προβλήτα, υπάρχουν και

ρομαντικοί! Χθες το βράδυ έγινε μεγάλη πλάκα. Την ώρα που οι αθλητές θα

έτρεχαν στον τελικό των διακοσίων μέτρων έπιασε βροχή. Έριχνε καλαπόδια, αλλ’

απ’ τους δικούς μας δεν έλεγε να φύγει κανείς. Έτσι κι αλλιώς οι άντρες ήταν

απ’ τη μέση και πάνω γυμνοί. Τότε η Όλι έβγαλε όλα τα ρούχα της, μπροστά τους,

κι άρχισε να χορεύει. Κι εκείνοι αντί να αισθανθούν ένα σκίρτημα, μια

συγκίνηση τέλος πάντων, που μια κοπέλα ήταν τσίτσιδη, κοιτούσαν στην οθόνη αν

θα ξεκινήσει ο αγώνας και αν ο δικός μας πρωταθλητής, ούτε ξέρω πώς τον λένε,

θα κέρδιζε το χρυσό. Δεν ξέρω αν το αντιλαμβάνεσαι, αλλά πρόκειται για μια

ανόητη συμπεριφορά! Για μια βλακώδη ταύτιση γι’ αυτά που δεν μας αφορούν! Σε

πείσμα τότε ξεβρακωθήκαμε όλες οι γυναίκες κι ολόγυμνες στροβιλιζόμασταν μέχρι

που πέσαμε κάτω, μέσα στις λάσπες…Ξέρεις, φυσικά, ότι στην αρχαία Ελλάδα οι

αθλητές ήταν γυμνοί. Αλλά θεατές, έστω της τηλεόρασης… πρώτη φορά στην

ιστορία συμβαίνει να μη φορούν απολύτως τίποτε!»… «Και τελικά ο δικός μας το

πήρε το χρυσό;»…

Μου παίρνει τον δίσκο από την αγκαλιά και με βοηθάει να σηκωθώ. Γραπώνω το

μεταλλικό βοήθημα και πατάω στο πάτωμα. Πηγαίνουμε μαζί στην τουαλέτα. Τριγύρω

στο θάλαμο υπάρχουν είκοσι τέσσερα παραβάν σαν το δικό μου, όλα αριθμημένα.

Από πουθενά όμως δεν ακούγεται το παραμικρό, κι αν είναι κάποιος μέσα σ’ ένα

απ’ αυτά… όλους τους ήχους τούς καλύπτει το καταραμένο τραγούδι που

ακούγεται από το στερεοφωνικό.

Βγαίνω απ’ το βε-σε και κάνω δυο βόλτες στον κεντρικό διάδρομο της αίθουσας.

«Θέλεις να πάμε έξω;», με ρωτάει. Χωρίς να απαντήσω επιστρέφω στο κρεβάτι μου

κι εκείνη με βοηθάει να ξανανέβω πάνω του και να βάλω μέσα στο σλίπινγκ μπαγκ

τα πουάν πόδια μου. Απ’ το καρότσι της βγάζει τα σύνεργα κι ετοιμάζει τη

σύριγγα. Κλείνω τα μάτια. Πιάνω να μουρμουρίζω ένα τραγούδι, αλλά μπερδεύομαι

και λέω άλλα αντ’ άλλων. Αισθάνομαι το τσίμπημα και σωπαίνω. Έπειτα εκείνη

ετοιμάζει τη δική της δόση.

«Στο όνειρό μου είδα τη Δαλιδά», της λέω.

«Μου το είπες, μεθαύριο θα πας να την πάρεις… Βάζω στοίχημα ότι θα ‘ναι

καθαρή και χτενισμένη. Περιποιημένη, εμβολιασμένη, ξεψειρισμένη… Θα έχει ένα

γαλάζιο περιλαίμιο και θα δείχνει τόσο όμορφη που θα της αγοράσεις λουρί, να

μην τη χάσεις. Θα πηγαίνετε μαζί στα Ντόντις να πάρετε το μενού, θα σε

περιμένει απ’ έξω γαβγίζοντας, δεμένη στο δέντρο. Θα σ’ αγαπάει όπως πάντα…

Αύριο το βράδυ η ζωή μας ξαναγίνεται όπως πρώτα, η πόλη μας όπως πρώτα, με τ’

αδέσποτα σκυλιά, τους πρεζάκηδες, τους ανόητους μπάτσους, τους βρώμικους

φίλους, τους σωρούς των σκουπιδιών, καθετί που την προφυλάγει απ’ το να είναι

αποστειρωμένη, να είναι απάνθρωπη… Αύριο το βράδυ… ποιος ξέρει πού θα

είμαστε… Εγώ κι εσύ θα ψάχνουμε κάνα πέτρινο στρώμα κάτω απ’ τ’ αστέρια,

λίγο πιο πάνω από το χώμα, λίγο πιο κάτω απ’ την ελπίδα… Τι είπες;». «Δεν

είπα τίποτε! Ή μάλλον είπα: Μη σταματάς να μιλάς…». «Τι άλλο να σου πω…».

«Δεν ξέρω, μόνο μη σταματάς, σε παρακαλώ… Συνέχισε… Συνέχισε, μωρό μου, να

μιλάς, σε παρακαλώ, συνέχισε…».