Με χειρόγραφο κείμενο απολογήθηκε χθες ενώπιον των δικαστών του Τριμελούς

Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας ο φερόμενος ως αρχηγός τής 17N Αλέξανδρος

Γιωτόπουλος, ο οποίος αντιμετωπίζει 963 κατηγορίες. Τρεις ώρες διήρκεσε η

ανάγνωση της απολογίας του «Λάμπρου», όπως ήταν ο κωδικός του στην οργάνωση.

Τα κυριότερα σημεία είναι τα εξής:

ΑΛ. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Πριν απ’ όλα πρέπει να απαντήσω στο ερώτημα γιατί

βρισκόμαστε στο εδώλιο τόσο εγώ όσο και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι. Αν

ρίξουμε μια απλή ματιά θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ένα κοινό στοιχείο σε

όλους ή σχεδόν όλους: Δεν είναι ενταγμένοι σε επίσημους πολιτικούς οργανισμούς

του συστήματος. Είναι αντισυστημικοί είτε από το αγωνιστικό παρελθόν τους είτε

από το παρόν τους.

Άλλοι, όπως ο Σερίφης, ο Ψαραδέλλης και ο Γιωτόπουλος, υπήρξαν αγωνιστές

αντισυστημικών, αντιδικτατορικών οργανώσεων. Άλλοι υπήρξαν μέλη πολιτικών

οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Άλλοι είναι ανένταχτοι της

Αριστεράς. Δεν έχουν προσχωρήσει σε κανένα πολιτικό κόμμα του συστήματος ή, αν

είχαν προσχωρήσει, αποχώρησαν απογοητευμένοι.

Το ίδιο αυτό κοινό στοιχείο υπάρχει σε όλους όσοι κατά καιρούς από το ’74

μέχρι σήμερα υπήρξαν θύματα ανάλογων σκευωριών. Από την υπόθεση Σερίφη το ’77,

την υπόθεση στα Χανιά, στου Ζηρίνη, Μπουκετσίδη, Σκυφτούλη, Μπουκουβάλα,

Σμυρναίου κ.λπ. Το ίδιο παρατηρείται και με όσους φωτογραφήθηκαν σαν αρχηγοί

της 17N, από τον Βότση, τον Καραμπελιά μέχρι τον Κοροβέση. Το κοινό αυτό

κόκκινο νήμα που τους ενώνει είναι αυτό που τους καθιστά ευάλωτους εύκολα

θύματα σκευωριών.

Για τους σκευωρούς η αντίθεση στο σύστημα σημαίνει ότι είναι εν δυνάμει

ανατρεπτικοί επαναστάτες, τρομοκράτες ακόμη κι αν ιδιωτεύουν. Σε αυτό τον χώρο

ανήκει και υποκατηγορία των απογοητευμένων ανένταχτων της Αριστεράς που

αριθμεί ορισμένες δεκάδες χιλιάδες και στην οποία ανήκω κι εγώ.

Γύρω στο ’65 προσχώρησα στην ΕΔΑ, ενώ ήμουν εργαζόμενος φοιτητής στο Παρίσι.

Υπήρξα αντιπρόεδρος και γραμματέας του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών στο Παρίσι

ΕΠΕΣ. Ήταν η εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ, των απελευθερωτικών κινημάτων του

Τρίτου Κόσμου, της Κουβανέζικης Επανάστασης, των Ιουλιανών, των θεωρητικών

αναζητήσεων του Μάη του ’68.

Αν αποχωρήσαμε το ’67 από την ΕΔΑ λίγο μετά το πραξικόπημα, δεν το κάναμε

γιατί θέλαμε ένα μαγαζάκι και να είμαστε αρχηγοί, όπως υπαινίσσονται σήμερα

διάφοροι φαιδροί συγγραφίσκοι αντιγράφοντας φακέλους ξένων μυστικών υπηρεσιών,

αλλά γιατί είδαμε με τα μάτια μας τις δεκάδες εκατοντάδες εργάτες από τη

Γερμανία και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες να είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τις

εργασίες τους για να κατέβουν στην Ελλάδα και να ενταχθούν στην αντίσταση κατά

της χούντας, γιατί είδαμε τους διάφορους ηγέτες της Αριστεράς να τους

εμπαίζουν λέγοντάς τους ότι η χούντα θα πέσει σε 2-3 βδομάδες γιατί ο βασιλιάς

και οι στρατηγοί είναι εναντίον της.


Δεν εξαργύρωσα την αντιστασιακή μου δράση

Ποτέ δεν επιχείρησα να περιαυτολογήσω για την αντιδικτατορική μου δράση. Το

πασίγνωστο αηδιαστικό θέαμα της μεταπολίτευσης με την πληθώρα των

αντιστασιακών που εξαργύρωναν χωρίς αιδώ την όποια υπαρκτή ή ανύπαρκτη δράση

τους με απέτρεψε από το να αναφερθώ απλά στην δική μου. Θεωρούσα την αντίσταση

καθήκον μου και τίποτα περισσότερο.

Σήμερα όμως είμαι υποχρεωμένος να μιλήσω γι’ αυτή τη δράση μου για δύο λόγους.

Ο πρώτος έχει σχέση με το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησα μέχρι σήμερα και είναι

το ίδιο που χρησιμοποίησα στη διάρκεια της δικτατορίας μετά το ’70. Ο δεύτερος

είναι πιο ουσιαστικός: Αυτοί που φιλοτέχνησαν αυθαίρετα το προφίλ του αρχηγού,

που έπρεπε να είναι ο Γιωτόπουλος, αγνόησαν εσκεμμένα το αντιστασιακό παρελθόν

μου.

Σήμερα όμως, που αυτό αποκαλύπτεται και τους χαλάει αυτό το προφίλ, προσπαθούν

να το διαγράψουν, να ξαναγράφουν την ιστορία. Όχι! Ο Γιωτόπουλος Αλέξανδρος

που καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης γύρω στο ’70 για

αντιδικτατορική δράση δεν ήταν ο Γιωτόπουλος, παρ’ ότι το δηλώνουν οι

υπόλοιποι καταδικασθέντες. Όχι, δεν έγιναν βομβιστικές ενέργειες από την ΛΕΑ

ενάντια στη χούντα. Δεν ήταν ο Γιωτόπουλος που έβαλε τη βόμβα στην Αμερικάνικη

Πρεσβεία το ’72, παρ’ ότι το γνωρίζουν από πολλές πηγές.

Δεν προσπαθώ να παρουσιαστώ σαν ο μόνος αντιστασιακός. Αυτό που λέω είναι ότι

υπήρξα ένας από τους λίγους αντιστασιακούς της χουντικής επταετίας που

βρίσκονταν στην Ελλάδα, οργάνωναν και συμμετείχαν σε αντιδικτατορικές

δραστηριότητες και σε μια σειρά βομβιστικές ενέργειες κατά της χούντας και των

Αμερικάνων υποστηριχτών της, που πέτυχε τον άθλο για την εποχή να παραμείνει

ασύλληπτος, άθλος που σήμερα αποδείχθηκε μοιραίος, αφού είχε σαν συνέπεια να

παραμείνω άγνωστος και ανώνυμος.

Όσα θα αναφέρω περιληπτικά εδώ στηρίζονται αποκλειστικά στη μνήμη μου, αφού

δεν μπορώ να έχω στη διάθεσή μου τα απαραίτητα ντοκουμέντα. Συνεπώς δεν μπορεί

παρά να είναι αποσπασματικά και όχι τελείως ακριβή, πράγμα που είναι φυσικό

για γεγονότα που συνέβησαν πριν από 3 δεκαετίες.

H αντιστασιακή μου δράση αναπτύχθηκε στα πλαίσια δύο οργανώσεων, του Κινήματος

της 29ης Μαΐου και κυρίως της ΛΕΑ. Το Κίνημα της 29ης Μαΐου, που ιδρύθηκε ένα

μήνα μετά το πραξικόπημα στο Παρίσι, δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει

αξιόλογες αντιστασιακές πράξεις όπως ήταν φυσικό, λόγω της απειρίας και των

χτυπημάτων της Αστυνομίας στην Ελλάδα.

Σημαντική ενέργεια ήταν η βόμβα που βάλαμε στην Αμερικάνικη Πρεσβεία τον

Αύγουστο του ’72. Βόμβα από περίπου 2,5 κιλά εκρηκτικής ύλης που είχε

ωρολογιακό μηχανισμό αλλά ήταν και παγιδευμένη. Είχε κρεμαστεί από σωλήνα που

βρίσκονταν μέσα από εσωτερικό τοίχο και θα έσκαγε αν κάποιος την τράβαγε για

να την απενεργοποιήσει. Ειδοποιήσαμε τηλεφωνικά για όλα αυτά για να αδειάσει η

Πρεσβεία και η βόμβα έσκασε γύρω στις 14: 30 το μεσημέρι χωρίς θύματα. Όταν

πια έγινε γνωστή η καταδίκη μου σαν Ιατρόπουλος, αναγκάστηκα να αποκοπώ από

τους παλιούς γνωστούς μου, για να μην εντοπιστώ από χουντικούς που θα έψαχναν,

παίρνοντας το ψευδώνυμο «Μιχάλης».

H βαλίτσα, τα χειρόγραφα, το πλαστό διαβατήριο

Το καλοκαίρι του ’71 η Γαλλική Αστυνομία ανακάλυψε τυχαία σε κάποιο διαμέρισμα

Γάλλου μια βαλίτσα που είχε τοποθετήσει κάποιος σύντροφος που περιείχε ένα

τμήμα του αρχείου και σημαντικά έγγραφα της Οργάνωσης της ΛΕΑ. Συνέλαβε δύο

συντρόφους μας, τους οποίους ανέκρινε και φυλάκισε για λίγο τον έναν. Μέσα στη

βαλίτσα υπήρχαν διάφορα χειρόγραφα δικά μου αλλά και ένα πλαστό διαβατήριο με

τη φωτογραφία μου που έδειχνε ότι είχα ταξιδέψει τον χειμώνα με αυτοκίνητο

στην Ελλάδα, γεγονός από το οποίο συμπέραναν ότι μετέφερα υλικά. Έτσι, όλη η

ανάκριση περιστράφηκε γύρω από το πρόσωπό μου και γι’ αυτούς έγινα ο υπ’

αριθμόν ένα Έλληνας καταζητούμενος.

Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος έπειτα από ενδεχόμενη σύλληψή μου ακόμη και να εκδοθώ

στην Ελλάδα, αφού δεν διέθετα την κάλυψη που είχαν οι δύο συλληφθέντες

σύντροφοι. Έτσι, από τότε έγινα Μιχάλης Οικονόμου και αραίωσα την εμφάνισή μου

στα στέκια του Παρισιού. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι λίγοι Έλληνες με

συνάντησαν στο Παρίσι μετά από αυτή την ημερομηνία. Μέσα στη βαλίτσα υπήρχαν

και ορισμένες λεπτομερείς φωτογραφίες της τοποθεσίας δύο κρυπτών σε ερημικές

περιοχές της Ελλάδας όπου είχαμε τοποθετήσει υλικά που είχαμε μεταφέρει με

πολλούς κόπους και κινδύνους.

Το γεγονός λοιπόν ότι δεν έγινα γνωστός δεν ευθύνεται στο ότι η ΛΕΑ δεν είχε

αξιόλογη αντιστασιακή δράση, αλλά στο ότι είχε πετύχει τον άθλο για την εποχή

να μην έχει ούτε έναν συλληφθέντα, παρά τα δύο ισχυρά τυχαία χτυπήματα που

δέχθηκε. Πράγματι – και χωρίς να θέλω να μειώσω κανέναν αντιστασιακό – οι

περισσότεροι απέκτησαν φήμη όχι τόσο από τη δράση τους, αλλά από το ότι

συνελήφθησαν, βασανίστηκαν, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές που

εξέτισαν στις φυλακές πριν προλάβουν πολλές φορές να κάνουν τίποτα ή έχοντας

μια πολύ μικρή δράση.

Το δίλημμα ήταν: ή πήγαινα στον Στρατό να κάνω τη θητεία μου όπως όφειλα με

κίνδυνο να βρεθεί κάποια μέρα σε κάποιο χαντάκι θύμα τροχαίου ένας άγνωστος

Γιωτόπουλος, για τον οποίο δεν θα διαμαρτύρονταν κανείς ή προφύλαγα τον εαυτό

μου κρατώντας προς το παρόν το ψευδώνυμό μου. Στις συνθήκες της εποχής, η μόνη

συνετή λύση ήταν η δεύτερη.

Ακόμη και σήμερα ένα χρόνο μετά την αποκάλυψη του πραγματικού μου ονόματος

όλοι όσοι με γνώριζαν μετά το ’70 μού γράφουν και μου τηλεφωνούν αποκαλώντας

με «Μιχάλη». H ΛΕΑ αγωνίζονταν όχι μόνο ενάντια στη δικτατορία αλλά και

ενάντια στο σύστημα ιμπεριαλιστικής εξάρτησης που γεννούσε τις δικτατορίες. Το

γεγονός ότι έπεσε η πρώτη ενώ το σύστημα παρέμενε ανέπαφο δεν σημαίνει ότι θα

έπρεπε να συνεχίσουμε την αντίσταση όπως λένε οι σκευωροί σήμερα.

«Ένοπλη πολιτική πάλη η δράση της 17N»

Δεν συμφωνώ με τις ένοπλες ενέργειες της 17N αλλά και δεν τις καταδικάζω. Ο

κυριότερος λόγος είναι ότι αυτή η καταδίκη έχει στη χώρα μας μια συγκεκριμένη

συμπαραδήλωση: παραπέμπει σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο της χώρας μας και

σε συγκεκριμένες συμπεριφορές τελείως αποκρουστικές. H άποψη αυτή δεν είναι

περίεργη, αλλά είναι η κλασική παραδοσιακή μαρξιστική άποψη που υιοθετούν

χιλιάδες ανένταχτοι Αριστεροί, όπως άλλωστε το επιβεβαιώνουν οι διάφορες

σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. H δράση της 17N δεν ήταν εγκλήματα του

κοινού Ποινικού Δικαίου, αλλά ένοπλη πολιτική πάλη για την ανατροπή του

συστήματος. Πράγμα που επιβεβαιώνεται καθημερινά στους πέντε μήνες της δίκης.

Μπορεί το Δικαστήριό σας να αποφάσισε – μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά –

ότι τα εγκλήματα της 17N δεν είναι πολιτικά, μέχρι σήμερα όμως δεν έχει

ακουστεί κουβέντα για κοινά εγκλήματα, για προστασία μαγαζιών και γυναικών,

για ναρκωτικά, για λαθρεμπόριο, για ανθρώπους της νύχτας κι άλλες μαφιόζικες

δραστηριότητες, παρά μόνο για πολιτικά ζητήματα.

Μια τέτοια δράση, σαν πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα, δεν μπορεί να

κρίνεται με βάση τον Ποινικό Κώδικα. H δράση αυτή δεν αναπτύχθηκε σε μια

αγγελική κοινωνία μη βίας, αλλά σ’ ένα καθεστώς όπου δεκάδες σοβαρά εγκλήματα

και ανθρωποκτονίες παραμένουν ατιμώρητα, άρα δεν έχουν καταδικαστεί.

Εγκλήματα, που εξηγούν αυτή τη δράση, χωρίς βέβαια να τη δικαιολογούν.

Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου και μόλις μού ανακοινώθηκε η κατηγορία

περί ηθικής αυτουργίας, την αρνήθηκα, μίλησα για πλεκτάνη, για κατασκευασμένα

στοιχεία και παρέμεινα σταθερός σε αυτή τη θέση μέχρι σήμερα.

Κανένα καινούργιο στοιχείο με κάποια βαρύτητα ανάλογη με τη σοβαρότητα του

κατηγορητηρίου δεν προστέθηκε. Αντίθετα, αυτό στηρίζεται σε ορισμένα

ψευδοστοιχεία τα οποία, αν εξεταστούν λογικά ένα προς ένα, καταρρέουν και γι’

αυτό η ποιότητά τους αντικαθίσταται και από την ποσότητά τους, για να δοθεί

μια ανάλογη εντύπωση και ενώ αυτά δεν τεκμηριώνουν την κατηγορία της ηθικής

αυτουργίας.

Πριν τα εξετάσω ένα προς ένα, θα σταθώ σ’ ένα σημείο καθοριστικό που

αποσιωπάται σκόπιμα. Γιατί αν ληφθεί υπόψη, ανατρέπεται όλη η a priori

αξιοπιστία των στοιχείων κατά του Γιωτόπουλου και μετατρέπεται σε a priori

πιθανότητα εκδοχής σκευωρίας εναντίον μου.

Το στοιχείο αυτό είναι το γεγονός ότι ο Γιωτόπουλος είναι ο μόνος από τους

κατηγορούμενους, του οποίου το όνομα δεν προέκυψε μετά την έκρηξη και τον

τραυματισμό του Σάββα Ξηρού στις 26/6/2002 αλλά προϋπήρχε τα προηγούμενα

δυόμισι χρόνια.

Σήμερα είναι ομολογημένο ότι από το 2000 τόσο οι αγγλικές όσο και οι

αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες θεωρούσαν τον Γιωτόπουλο σαν αρχηγό της 17N,

προφανώς από το γεγονός ότι είχε εξαφανιστεί και υποτίθεται ότι έψαχναν να τον

βρουν.

Ταυτόχρονα και όπως έχω δηλώσει από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου, όταν

ακόμη δεν γνώριζα τις παραπάνω κινήσεις, με παρακολουθούσαν 4 άτομα, μάλλον

ξένοι, τους τελευταίους 6 μήνες πριν συλληφθώ με τρόπο διακριτικό. Πράγμα, που

επιβεβαιώθηκε από δημοσιεύματα του Τύπου. Μου τηλεφώνησαν δυο φορές στο σπίτι

μου τους 3 τελευταίους μήνες ζητώντας τον Αλέξανδρο.

Από όλα αυτά συνάγεται το αναμφισβήτητο συμπέρασμα ότι πολύ πριν την έκρηξη

του Σάββα Ξηρού, στον Πειραιά, οι αγγλικές και οι αμερικάνικες μυστικές

υπηρεσίες είχαν θέσει σε εφαρμογή κάποιο σχέδιο, του οποίου το μόνο φανερό και

σίγουρο στοιχείο ήταν η διακηρυγμένη πεποίθησή τους ότι αρχηγός της 17N ήταν ο

Γιωτόπουλος.

Το σχέδιο προϋπόθετε την ύπαρξη ενοχοποιητικών στοιχείων – πειστηρίων, αλλιώς

δεν είχε κανένα νόημα να μπει σε εφαρμογή. Τα ευρεθέντα στα κρησφύγετα

ενοχοποιητικά στοιχεία κατά Γιωτόπουλου είναι a priori ύποπτα, a priori

κατασκευασμένα. Δεν θα ήταν, αν υπήρχαν και είχαν παρουσιαστεί τα πραγματικά

αυθεντικά στοιχεία, βάσει των οποίων οι ξένες μυστικές υπηρεσίες κατέληξαν στο

όνομα Γιωτόπουλος. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε μέχρι σήμερα.

Δεν συμφωνώ – δεν καταδικάζω τη 17N

Αλ. Γιωτόπουλος: Τα ενοχοποιητικά στοιχεία είναι κατασκευασμένα

Το προφίλ των «αρχηγών της 17N»

Όσοι κατά καιρούς θεωρήθηκαν ύποπτοι για αρχηγοί της 17N διέθεταν ένα

συγκεκριμένο προφίλ: ήταν αντισυστημικοί, είχαν κάποια σχέση με την αντίσταση,

με τη Γαλλία, ήταν περισσότερο γραφιάδες για να παρουσιάζονται σαν πολιτικοί

καθοδηγητές. Ο Γιωτόπουλος εκτός αυτών διέθετε τρία ενδιαφέροντα στοιχεία: την

ιστορία του πατέρα του, το γεγονός ότι είχε εξαφανιστεί και ότι δεν ήταν

γνωστός άρα χωρίς πολιτική κάλυψη. Αυτό όμως που ήταν καθοριστικό στο ότι

ενεπλάκη αυτός και όχι κάποιος άλλος είναι η χρονική στιγμή της έκρηξης στον

Πειραιά. Μετά από αυτήν και την ανακάλυψη του μίτου της 17N έπρεπε να πληρωθεί

απαραίτητα η κενή θέση του αρχηγού, για να έχει πιθανότητες επικοινωνιακής

επιτυχίας η επιχείρηση εξάρθρωσης της τρομοκρατίας.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, Άγγλοι πράκτορες πριν από μερικά χρόνια

επισκέφθηκαν τη γαλλική Αστυνομία και μελέτησαν το περιεχόμενο της βαρύτητας

του ’71. Έτσι μπόρεσαν να πάρουν δείγματα γραφής του Γιωτόπουλου. Επίσης αυτοί

που με παρακολουθούσαν πρόσφατα μπορούσαν εύκολα να αποκτήσουν δείγματα των

αποτυπωμάτων τους.

Το δεύτερο μέρος έχει να κάνει με την εκμετάλλευση του ψευδώνυμου Μιχάλης

Οικονόμου. Σύμφωνα με τους εμπνευστές του, η χρήση του ψευδώνυμου σημαίνει ότι

ο Γιωτόπουλος κρυβόταν γιατί ήταν αρχηγός της 17N. Το επιχείρημα αυτό όμως

απευθύνεται περισσότερο στο θυμικό παρά στη λογική.

Ένα ψευδώνυμο που χρησιμοποιείται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δεκαετιών

δεν έχει καμιά χρησιμότητα σαν τέτοιο. Είναι απλώς ένα νέο όνομα. Γιατί αν

υποτεθεί ότι κάποιος από το πλήθος των νέων γνωστών μου με έβλεπε σε κάποια

υποτιθέμενη επίθεση της 17N, τι θα έλεγε; «Ήταν εκεί ο Μιχάλης Οικονόμου, ο

σύντροφος της Maithe που κάνει μεταφράσεις, μένει στο Βύρωνα» και θα με

έπιαναν αμέσως. Όσον αφορά τα δύο πλαστά χαρτιά που βρέθηκαν πάνω μου, αν

ήμουν μέλος της 17N, το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να τα καταστρέψω και

να τα πετάξω και δεν θα τα κράταγα μισό μήνα μετά την έκρηξη στον Πειραιά.

H δήθεν ομολογία του Παύλου Σερίφη

Το τρίτο μέρος του σχεδίου των αγγλοααμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών

ασχολείται με τις τρεις πρώτες ενέργειες της 17N και τη δήθεν απολογία του

Παύλου Σερίφη. Σύμφωνα με αυτό, παρουσιάζομαι σαν ο φυσικός αυτουργός αυτών

των δολοφονιών, με το διπλό στόχο: αφ’ ενός να φανεί ότι ολοκληρώθηκε η

εξιχνίαση της δράσης της 17N, κυρίως η αρχική, και αφ’ ετέρου να δικαιολογηθεί

η σημερινή καταδίκη μου.


O Αλ. Γιωτόπουλος διέψευσε τις εναντίον του καταθέσεις των Π. Τσελέντη

(αριστερά) και Σ. Κονδύλη

Αφού είναι δολοφόνος και αφού έχουν παραγραφεί τρεις δολοφονίες, ας τον

καταδικάσουμε για άλλες που δεν έχει κάνει, με ψευδομάρτυρες και

κατασκευασμένα στοιχεία. Αυτή την ιδέα εξυπηρετεί το σχέδιο και οι εμπνευστές

του γνώριζαν ότι δεν θα μπορούσα να αμυνθώ να βρω άλλοθι, για συμβάντα που

έλαβαν χώρα πριν από 27 χρόνια. H απολογία αυτή είναι μέρος του σχεδίου και

όχι αυθεντική. H απολογία του Παύλου Σερίφη βρίθει ανακριβειών και αντιφάσεων.

Θα επισημάνω τις σημαντικότερες:

Πώς είναι δυνατόν, αν ο Παύλος Σερίφης με είχε δει πέντε ή έξι φορές όπως

ισχυρίζεται στο διάστημα από το τέλος του ’75 μέχρι το ’80, όταν ήμουν 33

χρονών και είχα πυκνά σκούρα μαλλιά, να με αναγνώρισε αμέσως από τον Τύπο και

την τηλεόραση, πέρσι, που ήμουν 58 χρονών κι είχα αραιά λευκά μαλλιά, όταν οι

γνωστοί μου της εποχής που με έβλεπαν καθημερινά και γνώριζαν το επίθετό μου

δεν μπόρεσαν να με αναγνωρίσουν.

Ή αυτή η Άννα είναι υπαρκτό πρόσωπο και σήμερα θα έπρεπε να είχε εντοπιστεί

και συλληφθεί, ή είναι φανταστικό πρόσωπο. Πώς είναι δυνατό να συνεργάστηκα με

τον Γιάννη Σερίφη που δεν γνώριζα και με τον οποίο δεν είχα τίποτα το κοινό;

Αν ακόμη υποθέσουμε ότι αυτοί οι τρεις ή τέσσερις είναι οι δράστες, πώς είναι

δυνατόν εγώ και ο Γιάννης Σερίφης να πηγαίνουμε σε μια τόσο σημαντική και

επικίνδυνη αποστολή με ένα 18χρονο που προφανώς λόγω ηλικίας δεν έχει κάποια

σοβαρή και κατασταλαγμένη πολιτική άποψη και που δεν έχει καμιά γνώση όπλων.

Είναι φανερό ότι αυτές οι ανακρίβειες δεν έχουν σχέση με την αλήθεια. Λέγονται

για να καλύψουν το πλήρες σκοτάδι που υπάρχει για την ίδρυση της Οργάνωσης 17N

και τις τρεις πρώτες ενέργειές της. Εμπλέκονται τρεις πρώην αντιστασιακοί και

επιχειρείται έτσι να παρουσιαστεί μια συνέχεια ανάμεσα στην αντίσταση και στη

17N. Επιχειρείται να δικαιολογηθεί η καταδίκη του Γιωτόπουλου σαν αρχηγού.

Είναι ένα σχέδιο που προφανώς προϋπήρχε και δεν έχει καμιά σχέση με την έκρηξη

στον Πειραιά και τις συλλήψεις και εφαρμόστηκε με αυτή την ευκαιρία. Αυτοί

βέβαια που το εφάρμοσαν δεν έδειξαν την ίδια σοβαρότητα και επιμέλεια με

αυτούς που το σχεδίασαν.

Το τέταρτο σημείο είναι αυτό του έτοιμου προφίλ μου. Κατά τη διάρκεια της

ανάκρισής μου οι αστυνομικοί ανακριτές δεν ενδιαφέρονταν να μάθουν κάτι από

εμένα. Μου έλεγαν ότι τα ήξεραν όλα γιατί είχαν κατασκευάσει το προφίλ μου,

πριν από τη σύλληψή μου.

Με τη πάροδο του χρόνου όμως αντιλήφθηκα ότι πράγματι υπήρχε ένα σχέδιο,

μελετημένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, που είχε εκπονηθεί από επιστήμονες

του είδους και προφανώς όχι Έλληνες και θα έπαιζε καθοδηγητικό ρόλο στον

επικοινωνιακό τομέα. Είχαν κατασκευάσει ένα αυθαίρετο, απαξιωτικό προφίλ ενός

Γιωτόπουλου που δεν είχε καμιά σχέση με τον πραγματικό και θα έπρεπε να

παρουσιαστεί μέσω των MME και ορισμένων βιβλίων στην κοινή γνώμη για να

μπορέσει να στηριχθεί η θεωρία τους ότι ο Γιωτόπουλος είναι ο αρχηγός της 17N.

Σύμφωνα με αυτό ο Γιωτόπουλος ήθελε να είναι πάντα αρχηγός, είχε μανία με τα

ψευδώνυμα, την παρανομία και την ένοπλη πάλη, ήταν αυταρχικός, ήθελε πάντα να

προβάλλεται, δεν έκανε αντίσταση παρά μόνο από τα καφενεία του Παρισιού, δεν

δούλεψε ποτέ, παρίστανε τον Τσε Γκεβάρα. Όλα αυτά προβλήθηκαν συστηματικά από

πάρα πολλούς, για να είναι τυχαία αυτή η σύμπτωση τόσο πολλών στρεβλών

απόψεων. Το ζήτημα του αρχηγού που θέτει αυτό το σχέδιο δείχνει ότι δεν

εκπονήθηκε από Έλληνες. Οποιοσδήποτε Έλληνας θα είχε στοιχειώδη γνώση του

χώρου της Αριστεράς στην περίοδο της μεταπολίτευσης όταν κατά το βούλευμα

ιδρύθηκε η 17N και θα ήξερε ότι αυτός ο ευρύς πολιτικός χώρος ήταν τελείως

αντι-αρχηγικός και αντι-ηγετικός.

H επιζητούμενη βαριά καταδίκη μου μέσω του απαξιωτικού και κατασκευασμένου

προφίλ μου δεν συνάδει με τον αντιστασιακό Γιωτόπουλο και άρα η όποια

αντιδικτατορική δράση του πρέπει να σβηστεί, ακόμη και με πρωτότυπες

φαιδρότητες του τύπου «απόδειξε ότι εσύ έβαλες τη βόμβα στην Αμερικανική

Πρεσβεία τον Αύγουστο του ’72». Οι ίδιοι μαθητές που συναντήσαμε πιο πάνω στο

σεμινάριο είναι αυτοί που επαναλαμβάνουν κι εδώ τα παραμυθάκια περί μη

αντίστασης του Γιωτόπουλου.

Το προφίλ αυτό είχε και κάποιες παρενέργειες. Με παρουσίαζε τόσο αντίθετο απ’

ό,τι ήμουν και είμαι στην πραγματικότητα, ώστε προκάλεσε στους γνωστούς μου τα

αντίθετα συναισθήματα από αυτά που επεδίωκα. Αντί να τους διώξει, τους έφερε

μάρτυρες υπεράσπισης.

Όσοι ήρθαν αυθόρμητα δεν το έκαναν επειδή είναι κρυφοί συμπαθούντες της 17N ή

επειδή τους μίλησα, όπως θέλει ο μύθος, αλλά απλούστατα γιατί αγανάκτησαν από

τα ψέματα με τα οποία οικοδομήθηκε το προφίλ μου. Αυτά παρακίνησαν τόσο

διαφορετικούς ανθρώπους με τόσο διαφορετικό πολιτικό στίγμα να έρθουν μάρτυρες

συμφωνώντας στο απλό γεγονός, ότι ο Γιωτόπουλος που γνώριζαν, δεν είχε καμία

σχέση με αυτόν που περιγράφουν τα MME.

Φάρμακα και βασανιστήρια στον Σάββα Ξηρό

Μπορεί ο τρόπος με τον οποίο δημοσιοποιήθηκαν ορισμένα από αυτά, μέσω της

«ομολογίας» του Σάββα Ξηρού, να ήταν ευκαιριακός, η ουσία όμως ήταν

προκαθορισμένη. Οποιοσδήποτε και αν ήταν στη θέση του Σάββα Ξηρού, δηλαδή ήταν

πολυτραυματίας μετά από έκρηξη βόμβας στα χέρια του και είχε πάνω του κάποιο

στοιχείο που έδειχνε ότι είχε σχέση με μια Οργάνωση ένοπλης πάλης που είχε

δράσει επί σχεδόν τρεις δεκαετίες παραμένοντας ασύλληπτη, σε οποιαδήποτε

δημοκρατία του πλανήτη, θα αντιμετωπιζόταν από την αστυνομία της με τον ίδιο

τρόπο, δηλαδή με φαρμακευτική αγωγή και μοντέρνα βασανιστήρια που θα κατέληγαν

στα ίδια αποτελέσματα.

Καμία δημοκρατία δεν θα το αναγνώριζε ποτέ, όπως δεν το αναγνώρισε και η

ελληνική και όπως έκανε και το Δικαστήριό σας που δεν είχε κανένα περιθώριο να

αναγνωρίσει την αλήθεια. H βιβλιογραφία, η εμπειρία και οι απαντήσεις

ορισμένων επιστημόνων-μαρτύρων έδειξαν ότι υπάρχουν φάρμακα που μπορούν να

οδηγήσουν τον ανακρινόμενο να «αποκαλύψει» πράγματα που δεν είναι αναγκαστικά

η αλήθεια, αλλά αυτά που επιθυμούν οι ανακρίνοντες και μάλιστα για μακρύ

χρονικό διάστημα. Αυτό συνέβη π.χ. με τον Οτσαλάν όταν δύο χρόνια μετά τη

σύλληψή του δήλωνε, ενώ φαινόταν υγιής και σαν να τα πίστευε, ότι η Ελλάδα τον

έβαλε να οργανώσει ένοπλο αγώνα στην Τουρκία και διάφορες άλλες ασυναρτησίες.

Είναι καθαρό ότι υπάρχει μια παράλληλη πορεία μετά τη σύλληψή τους, Σάββα –

Οτσαλάν, ενώ τα αδέρφια του Σάββα λένε ότι αυτή η αγωγή τον κατέστρεψε και

νοητικά.

Όλο το κατηγορητήριο βασίζεται στην απολογία του Σάββα Ξηρού. Οι υπόλοιπες,

κυρίως του Χριστόδουλου Ξηρού και του Τζωρτζάτου, δεν είναι παρά αναπαραγωγή

τους, με ορισμένες παραλλαγές για να φαίνονται αυθεντικές. Δεν αποκλείεται

ορισμένα σημεία να πλησιάζουν την αλήθεια. Το ζήτημα όμως είναι τί απ’ αυτά

είναι αλήθεια, τί βρίσκεται σε λογική συνάφεια με τα υπόλοιπα, με το μοντέλο

λειτουργίας της Οργάνωσης, όπως το περιγράφει, και τί όχι. Μια απλή παρατήρηση

στο σημείο όπου αναφέρεται ο Γιωτόπουλος δείχνει ότι η παρουσία του δεν είναι

λειτουργική. Όπου και όταν αναφέρεται, δεν χρησιμεύει σε κανένα δρώμενο.

Φαίνεται σαν να έχει προστεθεί αυθαίρετα, σαν να τον έχουν κολλήσει. Οι

εμπνευστές του σχεδίου θέλησαν να εκμεταλλευτούν την απολογία του Σάββα,

βάζοντας στο στόμα του αυτό που ήταν προμελετημένο, ότι ο Γιωτόπουλος

αποφάσισε τις δολοφονίες του Μπακογιάννη, του Στιούαρτ και την απόπειρα κατά

του Πέτσου. H επιλογή των τριών δεν είναι τυχαία. Με αυτήν επιτυγχάνετο το

μέγιστο πολιτικό πλήγμα κατά του Γιωτόπουλου. Με τον Μπακογιάννη, αυτόματα

έμπαινε στο κυνήγι του όλη η Δεξιά. Με τον Πέτσο, ένα μεγάλο τμήμα των

ανωτάτων κρατικών στελεχών και υπουργών του ΠΑΣΟΚ. Οι σκευωροί κατάφεραν έτσι

να βάλουν στη θέση τους το σύνολο σχεδόν των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων,

της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, που θα ζητούσαν για λογαριασμό τους

την κεφαλήν του επί πίνακι.

Όσον αφορά το τηλεφωνικό σήμα που δήθεν έστειλα για τη δολοφονία Σόντερς,

θυμίζω ότι, όπως κατατέθηκε, τότε η σύντροφός μου έβγαινε από τετράμηνη

χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία κι όπως γνωρίζουν όλοι όσοι είχαν κάποια

σχέση με τέτοιες θεραπείες, αυτές παρουσιάζουν ορισμένες παρενέργειες,

ιλίγγους, ζαλάδες, ναυτίες και οι ασθενείς αδυνατούν να περατώσουν κάποια

δουλειά χωρίς βοήθεια. Εκείνο το πρωί στις 7: 30 μέχρι περίπου τις 9: 30

βρισκόμασταν στο IKA Παγκρατίου, όπου δεν μπορούσε να πάει μόνη της για τις

προγραμματισμένες εξετάσεις της.

Τα χειρόγραφα και τα αποτυπώματα στην Πάτμο

Όπως ανέφερα, το πρώτο μέρος του σχεδίου ήταν τα δύο χειρόγραφά μου και τα

έντυπα με τα αποτυπώματά μου που βρέθηκαν στο κρησφύγετο της οδού Πάτμου. Τα

μόνα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους αυτοί που κατέστρωσαν το σχέδιο

εναντίον μου ήταν ο γραφικός μου χαρακτήρας και τα αποτυπώματά μου. Αυτά τα

χαλκευμένα στοιχεία, που προφανώς τα είχαν έτοιμα, τα τοποθέτησαν μέσα στο

κρησφύγετο και έβαλαν τον Σάββα Ξηρό να πει στην απολογία του ότι τα έφερε ο

Γιωτόπουλος μέσα σε μια τσάντα γιατί θα πήγαινε διακοπές, επιχειρώντας έτσι να

δώσουν κάποια λογική εξήγηση για την παρουσία εκεί αυτών των δήθεν ευρημάτων.

Για τα υπόλοιπα έγγραφα που παρουσιάζονται σαν χειρόγραφά μου είναι

κατασκευασμένα εκτός από δύο, χωρίς πάντως να θυμάμαι ότι σίγουρα τα έγραψα

εγώ, απλώς για ορισμένα κομμάτια του χειρογράφου που περιέχει πληροφορίες

σχετικές με ορισμένους βασανιστές της ΕΣΑ της περιόδου της χούντας, θυμάμαι

ότι είχα γράψει κάτι ανάλογο στο εξωτερικό. Θα μπορούσα επίσης να έχω

αντιγράψει στο εξωτερικό επί δικτατορίας, το κομμάτι που περιγράφει την

κατασκευή της λεγόμενης «βιετναμέζικης χειροβομβίδας» χωρίς πάντα να το

θυμάμαι. Το χειρόγραφο για τα μέτρα ασφαλείας είναι παραλλαγή ανάλογων μέτρων

ασφαλείας που κυκλοφορούσαν κατά δεκάδες τα χρόνια. Δεν είναι δικό μου για δύο

λόγους: πρώτον εμείς στη ΛΕΑ είχαμε τυπωμένη μπροσούρα σχετικά με τα μέτρα

ασφαλείας και δεύτερον, αυτή ήταν τελείως διαφορετική, ήταν γενικού τύπου και

δεν περιείχε τις ειδικές περιπτώσεις του χειρογράφου. Αν το χειρόγραφο αυτό

ήταν της 17N θα έπρεπε να το έχουν μελετήσει όλα τα μέλη και συνεπώς να έχει

πληθώρα αποτυπωμάτων κι όχι μόνο αυτά του Γιωτόπουλου, εκτός αν θεωρήσουμε ότι

τα άπειρα νέα μέλη τα έπιαναν με γάντια και ο πεπειραμένος Super-συνωμότης,

αρχηγός Γιωτόπουλος, τα έπιανε με ακάλυπτα χέρια.

Και φτάνουμε στα αποτυπώματα: Και εδώ, στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν

έναν μεγάλο αριθμό αποτυπωμάτων που να επιβεβαιώνουν τις κατηγορίες, έφτασαν

στο αντίθετο αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής μου, ο Εισαγγελέας κ.

Διώτης μου έλεγε: «Δε μας ενδιαφέρει αν αρνείσαι, γιατί σήμερα η επιστήμη έχει

κάνει τεράστια πρόοδο και μπορεί να αποδείξει ότι ήσουν σε ορισμένο χώρο και

συζητούσες. Ένα μικροσκοπικό τμήμα σιέλου επικάθεται κάπου και μέσω αυτού

βρίσκουμε το βιολογικό υλικό DNA και την ταυτότητα αυτού που ήταν παρών σε ένα

κρησφύγετο». Τα παραπάνω λόγια που έλεγε καθ’ υπαγόρευση των Αγγλοαμερικάνων

μετρ του, είναι σωστά. Γιατί αν ήμουν πραγματικά αυτός που έλεγαν, θα έπρεπε

να περνάω ώρες ολόκληρες σε αυτά τα κρησφύγετα συντάσσοντας προκηρύξεις,

σχεδιάζοντας επιθέσεις, συζητώντας, αποφασίζοντας κ.τλ., και κατά συνέπεια θα

έπρεπε να έχει βρεθεί πολλαπλό δείγμα βιολογικού DNA τόσο σιέλου όσο και από

τα μαλλιά μου λόγω έντονης τριχόπτωσης, αφού και τα δύο κρησφύγετα βρέθηκαν,

όπως λένε ασκούπιστα, χωρίς να έχουν καθαριστεί.

Είναι πιθανότερο να βρεθεί DNA που δεν μπορείς να αποτρέψεις, από το να βρεθεί

δακτυλικό αποτύπωμα που αποτρέπεται εύκολα, π.χ. με γάντια, όπως

επιβεβαιώνεται με τον Βασίλη Ξηρό, για τον οποίο βρέθηκε DNA μέσω μιας τρίχας

από τα μαλλιά του στο κρησφύγετο της Δαμάρεως χωρίς να βρεθεί ούτε ένα

αποτύπωμά του.

Τα κλειδιά στο κρησφύγετο της Δαμάρεως

Το επόμενο μέρος του σχεδίου αφορά τα κλειδιά του κρησφύγετου της Δαμάρεως που

βρέθηκαν δήθεν στο καθιστικό του σπιτιού μου και ανακαλύφθηκαν μετά από 8

μήνες και ενώ είχαν επιστραφεί στη σύντροφό μου. Κανένας εχέφρων δεν μπορεί να

πιστέψει ότι δεν σκέφτηκαν το αυτονόητο, να τα δοκιμάσουν τότε στην κλειδαριά

και να θριαμβολογήσουν.

Αυτό το μέρος μπήκε σε εφαρμογή όταν πια οι σκευωροί αντιλήφθηκαν ότι η

κατηγορία της ηθικής αυτουργίας κατά του Γιωτόπουλου κατέρρεε στη δίκη και

έπρεπε να την ενισχύσουν με νέα πειστήρια. H όλη μεθόδευση είναι ξένων

προδιαγραφών, έξω από ελληνικές πρακτικές. Επιχειρείται σαν δικαιολόγηση η

δήθεν αναγκαιότητα ακριβών μετρήσεων με επιστημονικά όργανα για τη δημιουργία

εντυπώσεων σοβαρότητας. Μετά την παρουσίαση αυτών των κλειδιών, ενισχύεται η

εκδοχή της σκευωρίας, αφού οποιαδήποτε άλλη εκδοχή για την καθυστερημένη

ανακάλυψη στερείται λογικής βάσης.

Αν είχα στην κατοχή μου αυτά τα κλειδιά και ήμουν μέλος της 17N, θα μπορούσα

εύκολα να τα πετάξω πριν φύγω για τους Λειψούς, στις 10/7, όπως θα είχα

πετάξει και την ταυτότητα και το δίπλωμα οδήγησης. Το γεγονός ότι κρατούσα

αυτά τα έγγραφα σημαίνει ότι δεν είχαν καμία σχέση με τη 17N. Άλλωστε, ακόμη

και ο αστυνομικός μάρτυρας αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι αυτά δεν

κατασκευάστηκαν στα κρησφύγετα της 17N.

Και οι μάρτυρες όμως αποτελούν μέρος του σχεδίου. Έχοντας διαπιστώσει ότι η

παρουσία Γιωτόπουλου δεν υπήρχε σε καμία επίθεση της 17N και γνωρίζοντας ότι

δεν νοείται αρχηγός χωρίς φυσική παρουσία σε αυτές, μελέτησαν λεπτομερειακά

όλες τις καταθέσεις των διαφόρων αυτοπτών μαρτύρων και εντόπισαν τις

περιπτώσεις όπου κάποια περιγραφή δεν τον απέκλειε. Έτσι, επελέγησαν διάφοροι

μάρτυρες που δήθεν με αναγνώρισαν.

Με αναγνώρισαν ψευδομάρτυρες

«Το δικαστήριό σας δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να με καταδικάσει»

«H 17N δεν είχε αρχηγό ούτε συλλογική ηγεσία»

H βασική κατηγορία εναντίον μου είναι αυτή της ηθικής αυτουργίας που απορρέει

από τη δήθεν θέση μου στην ιεραρχική δομή της Οργάνωσης του αρχηγού. Από τη

μέχρι σήμερα πεντάμηνη ακροαματική διαδικασία, όχι μόνο δεν αποδείχθηκε κάτι

τέτοιο, αλλά αποδείχθηκε το αντίθετο, ότι δηλαδή η 17N δεν είχε ούτε αρχηγό

ούτε καν συλλογική ηγεσία.

Αν ο Γιωτόπουλος ήταν αρχηγός ή μέλος κάποιας συλλογικής ηγεσίας θα έπρεπε να

έχει λάβει μέρος στη συντριπτική πλειοψηφία των ενεργειών της 17N και μάλιστα

στην πρώτη γραμμή πυροβολώντας και να υπάρχουν δεκάδες αυτόπτες μάρτυρες μόνο

λόγω της διαφοράς ηλικίας που δεν θα μπορούσε να κρυφτεί. Τίποτε τέτοιο όμως

δεν συνέβη. Δεν αποτελεί συμμετοχή ενός ηγέτη κάποιο σήμα που στέλνει εκ του

ασφαλούς από μακριά, χωρίς να είναι στον τόπο της επίθεσης. Ούτε τέλος κάποια

δήθεν ενδεχόμενη κάλυψη από μέσα από φορτηγό και μάλιστα με αυτόματο σε

περίπτωση απροόπτου τη στιγμή που οι άλλοι πυροβολούν και αυτός δεν έχει

πυροβολήσει πουθενά.

Ένας τέτοιος άνθρωπος χωρίς καμιά συμμετοχή στις επιθέσεις, χωρίς καμιά πείρα

δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη στους υπολοίπους και συνεπώς δεν έχει κανένα

κύρος ούτε για να επιλέγει στόχους ούτε για να σχεδιάζει ούτε περισσότερο για

να διατάζει αυτούς που έχουν το κύρος και την πείρα με τη δράση τους. Ούτε

βέβαια και να συντάσσει προκηρύξεις, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος είναι

καταφανώς υποδεέστερός τους. Όλα αυτά συγκρούονται με την απλή λογική, με τις

αρχές λειτουργίας της Οργάνωσης όπως αναφέρθηκαν στο λεγόμενο Καταστατικό,

όπως προκύπτουν από ορισμένες περιγραφές στις απολογίες κι όπως τις διατύπωσε

ο ίδιος ο Κουφοντίνας.

Σύμφωνα με όσα είπε, η Οργάνωση δεν έχει αρχηγό ούτε ηγεσία και λειτουργούσε

με τη μορφή πυρήνων. Οι αποφάσεις παίρνονταν είτε από έναν πυρήνα είτε από το

σύνολο προφανώς ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα δεν

μπορεί να υπάρξει αυτό που υποστηρίχθηκε από ορισμένους, δηλαδή ότι κάποιος

πιο μορφωμένος επηρεάζει και επιβάλλει στους άλλους την άποψή του μόνο με την

υποβολή της. Γιατί αυτό μπορεί να υπάρχει μόνο όταν υπάρχει παρουσία όλων των

μελών, δηλαδή σε Γενική Συνέλευση.

Στο μορφωτικό επίπεδο πάνω από τον Γιωτόπουλο υπάρχουν επτά κατηγορούμενοι,

ένας με δύο πτυχία και λογοτεχνικές επιδόσεις, δύο μ’ ένα πτυχίο και δύο ξένες

γλώσσες από τους οποίους ο ένας εργαζόταν δίπλα στον διευθυντή μεγάλης ξένης

πολυεθνικής, ένας με πτυχίο ανώτερης σχολής κι άλλοι τρεις φοίτησαν στο

Πανεπιστήμιο χωρίς να έχουν αποκτήσει πτυχίο και μετά έρχεται ο Γιωτόπουλος.

Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι δεν συμμετείχε σε καμιά ενέργεια,

τότε βρίσκεται καταφανώς σε κατώτερο επίπεδο και δεν θα μπορούσε να επηρεάσει

κανέναν από τους παραπάνω.

Δεν θα δεχόταν ο Κουφοντίνας

Όλα αυτά επιβεβαιώθηκαν στη δίκη όπου δεν φάνηκε κάποια ανωτερότητα του

Γιωτόπουλου και δυνατότητα επιρροής των άλλων. Ειδικότερα ο Κουφοντίνας που

χαρακτηρίστηκε από τον Πρόεδρο «χαρισματική προσωπικότητα» έδειξε με τη στάση

του στη δίκη ότι ποτέ δεν θα δεχόταν εντολές όχι από τον Γιωτόπουλο, αλλά και

από οποιονδήποτε άλλον. Το μόνο πράγμα στο οποίο υπερτερεί είναι οι δύο ξένες

γλώσσες και η παραμονή του στο εξωτερικό. Αυτά όμως ισχύουν και για άλλους

κατηγορουμένους, ενώ ποτέ δεν υπήρξαν στοιχεία πολιτικής ανωτερότητας. Ο μύθος

της δεσπόζουσας προσωπικότητας καλλιεργείται και σήμερα παρ’ ότι είναι

πασιφανές θέμα, για να επιτρέψει τη γελοία ταχυδακτυλουργία υπερισχύει

πνευματικά, άρα ηθικός αυτουργός.

H κατηγορία της ηθικής αυτουργίας μέσω του αρχηγού ή του μέλους της ηγεσίας ή

του πνευματικά ανώτερου δεν στέκει από όποια πλευρά και αν την εξετάσουμε. Τα

μόνα πενιχρά στοιχεία που υποτίθεται ότι στηρίζουν είναι όσα αναφέρονται στις

καθ’ υπόδειξη απολογίες του Σάββα Ξηρού και των υπολοίπων κι έχουν ανακριθεί,

που διαψεύδονται όπως εξήγησα από τα συμφραζόμενα, από τις περιγραφές τους του

τρόπου δράσης της Οργάνωσης.

Μετά την ανάκριση των απολογιών του Σάββα Ξηρού, του Χριστόδουλου και του

Τζωρτζάτου και όπως ήρθαν τα πράγματα, ο μόνος που θα μπορούσε να επιχειρήσει

να σώσει την κατάσταση καλύπτοντας τα κενά ήταν ο Τσελέντης. Αυτό έγινε φανερό

από νωρίς και η επιχείρηση σχεδιάστηκε προσεκτικά με τη συνεργασία πολλών

ενδιαφερομένων.


«Ένοπλη πολιτική πάλη η δράση της 17N»

Αλλάζει η συμπεριφορά τόσο των Αρχών όσο και του Τσελέντη. Ενώ θεωρείται

κάποιος από τους επικίνδυνους αρχηγούς, αρχίζουν να τον παρουσιάζουν σαν

κάποιο περιθωριακό, που δεν είχε καμιά σπουδαία συμμετοχή και εκτελούσε

εντολές άλλων. Παράλληλα αρχίζει κι αυτός να συνεισφέρει σε ό,τι άσχετο τον

ρωτούσαν π.χ. για την 1η Μάη πέταγε ξεκάρφωτα το όνομα Γιωτόπουλος,

προσπαθώντας να το κολλήσει με οποιοδήποτε τρόπο και δείχνοντας στις Αρχές ότι

είχε κατανοήσει το μήνυμα και ότι ήταν ο άνθρωπός τους.

H σημερινή απολογία του Τσελέντη είναι αποτέλεσμα προσεκτικής μελέτης του

βουλεύματος, της δικογραφίας και της ακροαματικής διαδικασίας. Παίρνοντας

υπόψη την τελευταία επιχειρεί να διορθώσει ορισμένες χονδροειδείς γκάφες των

πρώτων, παρουσιάζοντας μια εκδοχή υποτίθεται κάπως πιο αληθοφανή

κατασκευάζοντάς την με μια σειρά προσθαφαιρέσεις.

Με αυτές επιχειρεί βασικά τρία πράγματα: Πρώτον, να υποβιβάσει τη συμμετοχή

του και τη δράση του, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει τα ευεργετικά μέτρα του

νόμου, δεύτερον, να προσφέρει υπηρεσίες στις Αρχές επιβεβαιώνοντας το

ανύπαρκτο ή πενιχρό κατηγορητήριο για τη συμμετοχή ορισμένων κατηγορουμένων,

τρίτον, να καλύψει τα κενά που παραμένουν μέχρι σήμερα και την ανυπαρξία

αξιόπιστων τεκμηρίων στο μεγάλο κεντρικό ζήτημα της ενοχής και καταδίκης

Γιωτόπουλου για ηθική αυτουργία που απαιτούν οι σκευωροί.

Συνεπώς μία και μόνο λέξη χαρακτηρίζει αυτή την απολογία: δόλια. Συγκεκριμένα

και σε ό,τι με αφορά, επαναλαμβάνονται οι κατηγορίες εναντίον μου που υπήρχαν

στην απολογία του Σάββα Ξηρού, αλλά βελτιωμένες χωρίς τις χοντράδες περί

αυταρχικού χαρακτήρα που διέτασσε τα πάντα, ότι εγώ συνέτασσα τις προκηρύξεις

και ότι εγώ αποφάσιζα τις ενέργειες.

Οφείλω να ξεκαθαρίσω ορισμένα σημεία του σκηνικού που συσκοτίζονται: Δεν

νομίζω ότι ο Τσελέντης συνελήφθη ύστερα από κατάδοση του Χριστόδουλου Ξηρού

όπως έχει αναφερθεί, αλλά μέσω μιας πολύ πιο απλής και κλασικής αστυνομικής

μεθόδου. Από τη στιγμή που η Αστυνομία έχει εντοπίσει το όνομα Κουφοντίνας,

λειτούργησε επαγγελματικά. Έψαξε στο παρελθόν του, τα πρώτα του πολιτικά

βήματα για να εντοπίσει τους συναγωνιστές και φίλους του στο Πανεπιστήμιο που

μπορεί να τον έκρυβαν ή και να τον βοηθούσαν και ανάμεσα σε αυτούς βρήκαν τον

κολλητό του Τσελέντη. Άλλο πράγμα είναι το πώς παρουσιάστηκε αυτό από την

Αστυνομία. Όπως και να έχει το πράγμα, παραμένει αναμφισβήτητο το γεγονός ότι

Κουφοντίνας και Τσελέντης έχουν κοινή πορεία: φοιτούν στην ίδια Σχολή του

Πανεπιστημίου, ανήκουν στον ίδιο πολιτικό χώρο της εξωκοινοβουλευτικής

Αριστεράς, συμμετέχουν στους ίδιους αγώνες, πλησιάζουν ημιπαράνομες

Οργανώσεις, μπαίνουν στη συνέχεια στη 17N, έχουν την ίδια ηλικία και κάτι που

είναι σημαντικό είναι ότι είναι φίλοι.

Συνεπώς όντας και οι δύο μέλη της 17N αποτελούν έναν ισχυρό πόλο και αντίθετα

από όσα ψευδώς ανέφερε πιο πάνω για τον εαυτό του, ότι ήταν επαρχιώτης χωρίς

πολλές γνώσεις, τόσο η πορεία του στους φοιτητικούς αγώνες όσο και όσα ανέφερε

στο Δικαστήριο, δείχνουν ότι ήταν πολιτικά συνειδητοποιημένος και άρα είχε

σημαντικές γνώσεις, είχε πολιτική δράση και αρκετή πείρα, ότι δεν ήταν αφελής

ούτε ριψοκίνδυνος αφού και σε πονηρές και αθέμιτες ψηφοφορίες για καταλήψεις

πήρε μέρος και φρόντιζε να μη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των βίαιων

διαδηλώσεων στις οποίες συμμετείχε.

H απολογία του Τσελέντη δεν στέκει λογικά, βρίθει αντιφάσεων και βασίζεται σε

εξόφθαλμα ψέματα. Ψέματα που ποτέ κανείς δεν θα τολμούσε να προβάλει αν δεν

ήταν σίγουρος ότι θα είχε την αμέριστη και ενεργητική υποστήριξη των Αρχών,

της Έδρας, των Εισαγγελέων, ολόκληρης της Πολιτικής Αγωγής, που θα τον έσωναν

στην κυριολεξία από την πλήρη γελοιοποίηση.

Τι ξέφυγε από τον Τσελέντη στην απολογία του

Του ξέφυγε το βασικό. Θέλοντας να στοιχειοθετήσει την ηθική αυτουργία του

άτυπου αρχηγού, ξέχασε να αποδείξει ότι αυτός είναι απλό μέλος, ότι έριξε μια

πιστολιά, έβαλε μια βόμβα, έκανε έστω μια ένοπλη πράξη χωρίς την οποία σε μια

Οργάνωση με τέτοιες αρχές δεν θα μπορούσε ποτέ να φιλοδοξεί να είναι αρχηγός,

να αποφασίζει για τους άλλους.

H φαιδρότητα του άτυπου αρχηγού που δεν δρα ένοπλα είναι μια αντίφαση εν τοις

όροις σε μια τέτοια ένοπλη Οργάνωση, που καταρρέει από μόνη της.

Επιβεβαιώνεται η παραπάνω ρήση του Negri, «τα λέει όλα για την απολογία

Τσελέντη». Πολλοί είπαν ό,τι τους κατέβαινε προκειμένου να μπορέσουν να βγουν.

Θέλω επίσης να διαψεύσω κατηγορηματικά όσα ισχυρίστηκε ο Κονδύλης, ότι δηλαδή

με συνάντησε μερικές φορές σε ένα ρεμπετάδικο με μέλη της 17N. Δεν καταλαβαίνω

γιατί να συναναστρέφομαι με μέλη της 17N σε έναν δημόσιο χώρο όπου θα με

έβλεπαν μαζί τους δεκάδες θαμώνες και μάλιστα περισσότερες φορές για να

συζητάμε περί ανέμων και υδάτων, τη στιγμή μάλιστα που εγώ πήγαινα σε αυτά τα

ρεμπετάδικα με τη σύντροφό μου και φίλους μου.

Είναι λογικό μια παράνομη Οργάνωση να κάνει συνεστιάσεις για γνωριμία των

μελών όταν θα έπρεπε να μη γνωρίζονται; Φτάνοντας στο τέλος, αυτό που

προκύπτει ολοκάθαρα απ’ όσα ανάφερα είναι ότι είμαι αθώος. Το γνωρίζει η

συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, το γνωρίζετε κι εσείς.

Σύμφωνα με δύο σφυγμομετρήσεις που έγιναν τους τελευταίους μήνες του

περασμένου χρόνου, όταν η γκαιμπελίστικη εκστρατεία των MME εναντίον μου

βρίσκονταν στο φόρτε της, μόνο το 20% των ερωτηθέντων με θεωρούσε αρχηγό,

ποσοστό ασήμαντο αν λάβουμε υπόψη μας την έκταση της πλύσης εγκεφάλου. Ποσοστό

που πιθανώς σήμερα, μετά από 6 μήνες δίκης, να είναι μικρότερο. Το γνωρίζει το

Δικαστήριό σας αφού σε όλη την ακροαματική διαδικασία 6 μηνών δεν

προσκομίστηκε ούτε ένα σοβαρό στοιχείο ανάλογο της βαρύτητας του

κατηγορητηρίου.

Αντίθετα, υπήρξαν αποδείξεις για το αντίθετο, ότι δεν υπήρχε αρχηγός, ότι δεν

υπήρχε συλλογική ηγεσία, ότι δεν υπήρχε άτυπος αρχηγός, ότι ο κατασκευασμένος

μύθος της δήθεν δεσπόζουσας προσωπικότητας είναι γελοιότητα αφού είμαι

ανώτερος πνευματικά των άλλων κατηγορούμενων και αυτό ανεξάρτητα από το αν

ήταν μέλη της 17N ή όχι. Ούτε αυτοί είναι αγράμματοι, αλλά αντίθετα διαθέτουν

συγκροτημένες προσωπικότητες του ίδιου επιπέδου και δεν μπορεί να είναι πιόνια

όπως αποδείχθηκε από τις απολογίες τους. Παρ’ όλα αυτά το δικαστήριό σας δεν

έχει περιθώρια ανεξάρτητης κρίσης, δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να με

καταδικάσει. Καταρχήν γιατί η ίδια η Δικαιοσύνη σαν θεσμός είναι τμήμα της

πολιτικής εξουσίας και δεν είναι ανεξάρτητη και ουδέτερη. Ο ρόλος που παίζει

καθορίζεται από τη θέση της και τη λειτουργία της ως δομή μέσα στο σύστημα και

όχι από τα πρόσωπα που την απαρτίζουν.

Δεύτερον, το Δικαστήριό σας είναι προβληματικό. Καθορίστηκε με μια διαδικασία

εκτάκτων μέτρων με αποκλεισμό του 85% των δικαστών. Δικάζει κατά παράβαση της

βασικής αρχής της μη αναδρομικότητας του νόμου εγκλήματα που όταν διαπράχθηκαν

ανήκαν σε άλλη δικαιοδοσία, αυτή του Μεικτού Ορκωτού. Αποφάσισε ότι τα

εγκλήματα δεν είναι πολιτικά με μία επιχειρηματολογία που θα έκρινε ακόμη και

την απόπειρα του Παναγούλη, αν είχε πετύχει, «μη πολιτικό έγκλημα» αφού δεν

μεταβάλλονταν το καθεστώς.

Παρουσιάστηκε πλήρης ταύτιση της Πολιτικής Αγωγής και της Έδρας κατά τη

διάρκεια της δίκης, αίροντας έτσι την αμεροληψία της. Παρουσιάζει ομοιότητες

με τα Στρατοδικεία και τις δίκες της Μόσχας στα τρία χαρακτηριστικά του

σημεία. Πρώτον, το κατηγορητήριο βασίζεται σε ομολογίες κατηγορουμένων που

αποσπάστηκαν με βασανιστήρια και όπως εκεί, έτσι κι εδώ το Δικαστήριο

αποφάνθηκε ότι δεν υπήρξαν βασανιστήρια.

Δεύτερον, δέχθηκε επαγγελματίες ψευδομάρτυρες-αναγνωριστές που αναγνωρίζουν με

σιγουριά 100% κάποιον άγνωστο που είδαν για ένα δευτερόλεπτο πριν από 18

χρόνια και χαλκευμένα στοιχεία που έφερε η αστυνομία 8 μήνες μετά την

κατάσχεσή του.

Τρίτον, κατάργησε την αρχή ένοχος ένοχο ου ποιεί επιτρέποντας σε

κατηγορούμενους να ενοχοποιούν με την ψευδομαρτυρία τους όποιον

συγκατηγορούμενο χρειάζονται οι Αρχές με αντίτιμο την ευνοϊκή μεταχείριση από

το Δικαστήριο νομιμοποιώντας την κατάδοση.

Εικονογράφηση: Σπύρος Ορνεράκης

Vidcast: Baskettalk