1. Το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος απαγορεύει τον θρησκευτικό

προσηλυτισμό από οποιονδήποτε και εις βάρος οποιουδήποτε και αν ασκείται. Το

άρθρο 2 του Α.Ν. 1672/39 ορίζει ότι ο προσηλυτισμός είναι ποινικό αδίκημα το

οποίον τιμωρείται με φυλάκιση οποιοσδήποτε και αν είναι ο δράστης, οποιοδήποτε

και εάν είναι το θύμα. Συνεπώς, τιμωρείται όχι μόνον ο ετερόδοξος όταν ασκεί

προσηλυτισμό εις βάρος ορθοδόξου, αλλά και ο ορθόδοξος όταν αποπειραθεί να

προσηλυτίσει ετερόδοξο ή ετερόθρησκο.

2. Οι πιο πάνω διατάξεις δεν απαγορεύουν την απλή, καθαρή και

απαλλαγμένη δόλου θρησκευτική διδασκαλία και γενικά διακήρυξη των θρησκευτικών

πεποιθήσεων ενός ατόμου, αλλά την κακόβουλη προσπάθεια να προσεταιρισθώ στις

θρησκευτικές μου πεποιθήσεις έναν ετερόδοξο ή ετερόθρησκο εκμεταλλευόμενος την

ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του.

Με αυτό το περιεχόμενο που έχει δοθεί στον όρο «θρησκευτικός προσηλυτισμός»

ούτε το Σύνταγμα, ούτε η Σύμβαση της Ρώμης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου

παραβιάζονται με την απαγόρευση του προσηλυτισμού όπως έχουν ρητά δεχθεί τόσον

το Συμβούλιο της Επικρατείας και ο Άρειος Πάγος, όσον και το Δικαστήριον

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου με παγιωμένη πλέον νομολογία εδώ και

πολλά χρόνια. Και συνεπώς, η απαγόρευση του προσηλυτισμού δεν παραβιάζει τη

θρησκευτική συνείδηση του ατόμου που θέλει να διακηρύξει τις θρησκευτικές

πεποιθήσεις του και είναι ελεύθερος να το κάνει, αλλά προστατεύει τους ενδεείς

από την κάθε είδους εκμετάλλευση ή εξαπάτηση.

Με άλλα λόγια, η απαγόρευση του προσηλυτισμού και ο ποινικός κολασμός του

δράστη εξυπηρετεί σκοπό ανάλογο με τον σκοπό για τον οποίον θεσπίσθηκε το

άρθρο 179 του Αστικού Κώδικα, με το οποίον κηρύσσονται άκυρες οι λεγόμενες

αισχροκερδείς συμβάσεις, δηλαδή οι συμβάσεις με τις οποίες ο ένας από τους

συμβαλλομένους εκμεταλλεύεται την ανάγκη, κυρίως οικονομική, του άλλου για να

επιτύχει έτσι, κατά τρόπον αθέμιτο, δυσανάλογα οικονομικά οφέλη.

3. Με τα δεδομένα αυτά η πώληση ή η δωρεάν διανομή βιβλίων, περιοδικών

ή φυλλαδίων με θρησκευτικό περιεχόμενο είτε από βιβλιοπωλεία είτε στους

δρόμους, δεν αποτελεί πράξη προσηλυτισμού και είναι απολύτως ελεύθερη.

4. Είναι αλήθεια ότι ο Ν. 1672/39 που καθιστά τον υπό την εκτεθείσα

έννοια αθέμιτο προσηλυτισμό ποινικό αδίκημα έχει θεσπισθεί από τη δικτατορική

κυβέρνηση του Ιωάννου Μεταξά και όχι από κοινοβουλευτική δημοκρατική

κυβέρνηση. Αυτό όμως και μόνο το γεγονός δεν δικαιολογεί την κατάργηση του

νόμου αυτού, διότι από τότε μέχρι τώρα έχει περάσει χρονικό διάστημα

μεγαλύτερο του μισού αιώνα και οι δημοκρατικές κυβερνήσεις που άσκησαν

διαδοχικά την εξουσία στην Ελλάδα, όχι μόνον δεν θέλησαν να καταργήσουν τον

νόμο αυτό, όπως κατάργησαν πολλούς άλλους νόμους της μεταξικής περιόδου, αλλά

αντίθετα διατήρησαν και με το ισχύον Σύνταγμα της χώρας την απαγόρευση του

προσηλυτισμού, που είχε ήδη προβλεφθεί το πρώτον με το Σύνταγμα του 1844.

Συνεπώς, ο νόμος του Μεταξά νομιμοποιήθηκε με τη μη κατάργησή του από τις

δημοκρατικές κυβερνήσεις της χώρας.

Από τη Σητεία, στο Στρασβούργο

Μια διαδρομή που κράτησε 55 χρόνια

Ο Μίνως Κοκκινάκης γεννήθηκε το 1909 στη Σητεία της Κρήτης. Επί πενήντα

χρόνια, από το 1938 έως το 1988, καθόταν πολύ συχνά στο εδώλιο του

κατηγορουμένου, αντιμετωπίζοντας το αδίκημα του προσηλυτισμού. Από τις 22

φορές που συνελήφθη τις τρεις αθωώθηκε και τις υπόλοιπες καταδικάστηκε σε

ολιγόμηνες ποινές φυλάκισης. Η μεγαλύτερη ποινή (6 1/2 χρόνια) τού επιβλήθηκε

το 1941 από το Έκτακτο Στρατοδικείο της Αθήνας επειδή ήταν αντιρρησίας

συνείδησης. Υπήρξαν ωστόσο και περιπτώσεις όπου, χωρίς να περάσει από δίκη ­

τα έτη 1938,1940,1949 και 1954 ­ εξορίστηκε για τις θρησκευτικές του

πεποιθήσεις.

Έως την ηλικία των 90 ετών, οπότε απεβίωσε, ο Μίνως Κοκκινάκης υπήρξε από τα

πιο δραστήρια όπως φαίνεται μέλη της αίρεσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Η τελευταία σύλληψή του, τον Μάρτιο του 1986, παρά το γεγονός ότι έμοιαζε πολύ

με όλες τις προηγούμενες, είχε μια εξέλιξη ξεχωριστή.

Στις 2 Μαρτίου του 1986 ο Μίνως Κοκκινάκης και η σύζυγός του χτύπησαν την

πόρτα του σπιτιού ενός ιεροψάλτη στη Σητεία. Άνοιξε η γυναίκα του, που δεν

τους γνώριζε, αλλά όταν της είπαν πως της έφερναν καλά νέα, εκείνη τους άφησε

να περάσουν μέσα.

Η συζήτηση ξεκίνησε από τον Όλαφ Πάλμε και την ανταλλαγή απόψεων για την

ειρήνη, αλλά πολύ σύντομα ο Μ. Κοκκινάκης έβγαλε ένα μικρό βιβλίο της αίρεσής

του και διάβασε αποσπάσματα από την Αγία Γραφή, τα οποία ανέλυσε. Συγχρόνως

έδωσε στην οικοδέσποινα φυλλάδια με τις απόψεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Στο βάθος του σπιτιού βρισκόταν ο σύζυγός της και παρακολουθούσε, χωρίς να

γίνει αντιληπτός από τους επισκέπτες, όλη τη συζήτηση. Μόλις αντελήφθη ότι

επρόκειτο περί Μαρτύρων του Ιεχωβά, ειδοποίησε την αστυνομία. Το ζεύγος

Κοκκινάκη συνελήφθη επί τόπου και παραπέμφθηκαν και οι δύο σε δίκη με την

κατηγορία του προσηλυτισμού. Πρωτοδίκως καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 4 μηνών ο

καθένας, αλλά στο Εφετείο μειώθηκε κατά ένα μήνα η ποινή του Μ. Κοκκινάκη, ενώ

η σύζυγός του αθωώθηκε.

Ο Άρειος Πάγος, όπου προσέφυγε στη συνέχεια, απέρριψε την αναίρεση, οπότε

αμέσως μετά ­ στις 22 Αυγούστου 1988 ­ άσκησε προσφυγή κατά της Ελλάδας

ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στις 21

Φεβρουαρίου 1992 η Επιτροπή παρέπεμψε την υπόθεση στο δικαστήριο, αφού απέτυχε

η προσπάθεια συμβιβασμού.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δικαίωσε τελικώς τον Μίνωα Κοκκινάκη

καθώς “η ποινή που του επιβλήθηκε από τα ελληνικά δικαστήρια ισοδυναμούσε με

επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας

του ή των πεποιθήσεών του”.

Κατόπιν αυτού τού επιδίκασε αποζημίωση 400.000 δραχμών, καθώς και το ποσόν των

2.789.500 δραχμών για τις δαπάνες του τόσο στην Ελλάδα όσο και ενώπιον των

ευρωπαϊκών οργάνων.

Ναύπακτος

Από το πανηγύρι, στο δικαστήριο

Μια ομάδα Μαρτύρων του Ιεχωβά είχε αναστατώσει τη Ναύπακτο. Ήταν καλοκαίρι και

οι περισσότεροι συνδύαζαν διακοπές με δουλειά, με τη διανομή φυλλαδίων της

αίρεσής τους, δηλαδή, στους κατοίκους της περιοχής. Οι επισκέψεις τους στα

σπίτια είχαν θορυβήσει τους Ναυπάκτιους, με αποτέλεσμα, από στόμα σε στόμα, να

προσλάβει το θέμα μεγάλες διαστάσεις.

Για την αντιμετώπιση του φαινομένου η τοπική εκκλησία εξέδωσε δικά της

φυλλάδια, προκειμένου να προειδοποιήσει τους πιστούς να μην υποκύψουν. Ο

ιερέας της ενορίας έτρεχε από σπίτι σε σπίτι, όπου είχαν προηγηθεί επισκέψεις

των Μαρτύρων του Ιεχωβά με τα γνωστά φυλλάδια στο χέρι. Σε κάποιες περιπτώσεις

μάλιστα υπήρχαν καταγγελίες κατοίκων ότι οι επισκέπτες τους είχαν επιχειρήσει

να επηρεάσουν τα παιδιά της οικογένειας, όταν τα έβλεπαν να παίζουν στην αυλή.

Στις 27 Ιουλίου, ημέρα της εορτής του Αγίου Παντελεήμονος, οι καταγγελίες για

την παρουσία Μαρτύρων του Ιεχωβά έξω από την παιδική κατασκήνωση, κινητοποίησε

τους πιο θερμόαιμους.

Ο ιερέας που βρισκόταν στο Μοναστήρι της Μεταμόρφωσης ειδοποιήθηκε να

κατασπεύσει. Πράγματι, όπως έλεγε ο ίδιος αργότερα, μόλις έφτασε τούς είδε

εκεί. Έγινε όμως αντιληπτός και, σύμφωνα πάντα με τη δική του περιγραφή, οι

Μάρτυρες του Ιεχωβά πήραν τα φυλλάδιά τους κι έφυγαν.

Οι ίδιοι ωστόσο περιγράφουν το περιστατικό εντελώς διαφορετικά. Διατείνονται

πως οι ορθόδοξοι τούς χτύπησαν και τους καταδίωξαν με αγριότητα. Έστω κι αν η

αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, γεγονός είναι πως λίγο καιρό αργότερα ένας

κάτοικος της Ναυπάκτου (χριστιανός ορθόδοξος) και πέντε Μάρτυρες του Ιεχωβά

μοιράστηκαν το εδώλιο του κατηγορουμένου.

Ο πρώτος για απειλή, εξύβριση και όλως ελαφρά σωματική βλάβη και οι λοιποί για

προσηλυτισμό.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μεσολογγίου επέβαλε στους πέντε κατηγορουμένους

ποινή φυλάκισης 4 μηνών στον καθένα για το αδίκημα του προσηλυτισμού, ενώ

αθώωσε τον έκτο που αντιμετώπιζε κατηγορίες σχετικές με το επεισόδιο. Κατά της

αθωωτικής απόφασης ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα κι έτσι, όλοι μαζί,

ξανακάθησαν στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Είχαν περάσει ήδη πέντε

χρόνια από το περιστατικό.

“Μας πρότειναν να αγοράσουμε τα φυλλάδιά τους. Δεν μας έδιναν υποσχέσεις.

Όταν τους λέγαμε να φύγουν έφευγαν”. Στη φράση αυτή, που κατέληξαν όλοι σχεδόν

οι μάρτυρες κατηγορητηρίου, στήριξε το δικαστήριο την αθωωτική για τους

Μάρτυρες του Ιεχωβά απόφασή του. Κι αυτό συνέβη επειδή ο νόμος περί

προσηλυτισμού προϋποθέτει να έχει προσπαθήσει ο κατηγορούμενος να διεισδύσει

στη θρησκευτική συνείδηση ετεροδόξου με απατηλά μέσα, με υποσχέσεις, με

κατάχρηση της απειρίας ή της εμπιστοσύνης του, με εκμετάλλευση της ανάγκης ή

της πνευματικής αδυναμίας του.

“Γνωρίζουμε τι σημαίνει προσηλυτισμός και ποιες συνέπειες έχει,” είχαν πει οι

κατηγορούμενοι στις απολογίες τους.

Γνωρίζουν ασφαλώς πως “η προσφορά προς πώληση των εντύπων τους και η επεξήγηση

του περιεχομένου τους, η απλή διδασκαλία δηλαδή, δεν συνιστά το αδίκημα του

προσηλυτισμού,” όπως απεφάνθη το δικαστήριο ­ που αθώωσε και τον ορθόδοξο

κατηγορούμενο ­ επικαλούμενο το Σύνταγμα της Ελλάδας.

Ο Δρ Αναστάσιος Ν. Μαρίνος είναι αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.